Άρθρα

Αρκετά γελάσαμε

του Δημήτρη Σωτάκη

Το βασικό ζήτημα που προκύπτει είναι ο τρόμος της άγνοιας. Εκεί εστιάζεται αυτή η παρακμιακή συνθήκη που εξελίχθηκε έξω από το θέατρο «Αριστοτέλειον» πριν από τρεις μέρες. Ένας θίασος παρανοϊκών συγκεντρώθηκε έξω από τον χώρο του θεάτρου και δημιούργησε ένταση, στα χέρια τους σημαίες και εκκλησιαστικές εικόνες, ξόρκια απέναντι σε ένα βλοσυρό για εκείνους θεατρικό έργο. Αυτή η σκηνή, καθόλου πρωτόγνωρη στη σύγχρονη Ελλάδα, δεν μπορεί πια να αντιμετωπίζεται ως γραφική. Αρκετά γελάσαμε. Υπάρχει και ένα σύνορο σε αυτή την σήψη, ένας άνθρωπος με κοινή λογική μπορεί να το καταλάβει αυτό, δεν πρόκειται για καμιά πολύπλοκη μαθηματική εξίσωση. Θα ήταν –χωρίς δεύτερη σκέψη-άδικο να ψέξει κανείς τους υγιείς διανοητικά πιστούς, οι οποίοι θεωρώ ότι προσβάλλονται περισσότερο από κάθε άλλον από αυτή την ντροπιαστική εικόνα. Γιατί προφανώς αυτό το τσίρκο και πολλά άλλα αντίστοιχα που φωλιάζουν σε κάθε γειτονιά της χώρας εδώ και χρόνια, χρησιμοποιεί τη θρησκευτική πίστη ως άλλοθι, αφού οι ρίζες βρίσκονται στον δογματικό φασισμό, στον φανατισμό που συναντάται σε καθυστερημένους, οργισμένους ανθρώπους, στη διαστρέβλωση κάθε διανοητικής αξίας στο όνομα της πατρίδας και του Θείου, στην τυφλότητα  και στην έλλειψη κάθε αξιοπρέπειας της ανθρώπινης ύπαρξης. Το περιστατικό σαφώς και είναι εν δυνάμει κωμικό. Μοιάζει λίγο με σκηνή από ταινία των Monty Python’s, αν το παρατηρήσουμε μάλιστα με ελαφριά διάθεση, είναι ξεκαρδιστικό. Όμως ήδη ανέφερα ότι, όχι, κάτι δεν πάει καλά εδώ. Και για να μετατοπίσουμε το περιστατικό από το «Αριστοτέλειον» προς την κατεύθυνση που θέλω εδώ να εστιάσω, το πιο επικίνδυνο δεν είναι σαφώς ότι το μεγάλο σώμα του λαού μας δε γνωρίζει τον εθνικό ποιητή της Πορτογαλίας, τον Φερνάντο Πεσσόα, όσο ότι σταδιακά έχει αρχίσει και χαρτογραφείται μια ισχυρή εθνικιστική, «καφρικής φύσεως» φασιστική δύναμη, στην οποία επιτρέπεται όχι μόνο να υπάρχει, αλλά και να ανθίζει σε πολλές παραμέτρους του σύγχρονου βίου, από την εμφάνιση ναζιστών στη Βουλή, μαφιόζων δημάρχων σε μεγαλουπόλεις, μέχρι τους δολοφόνους «κομμάτων» που κυκλοφορούν ελεύθεροι. Εκεί έχει τη ρίζα της το προχθεσινό περιστατικό, αν επιχειρήσουμε την αποδόμησή του, μπορεί αρχικά να διασκεδάσουμε με εκείνο το τσούρμο σημαιών και εικόνων, όμως θα τρομάξουμε με το τεράστιο φόντο των θλιβερών παρατηρητών, οι οποίοι θα συμφωνήσουν με την εν λόγω «διαμαρτυρία», ανάμεσά τους χιλιάδες νέοι άνθρωποι της  χώρας που θεωρούν ότι η πατρίδα και η θρησκεία είναι ένα αποκλειστικό, δικό τους προνόμιο, που τους επιτρέπει να βεβηλώνουν οτιδήποτε διαφορετικό, μα είναι αμέτρητοι αυτοί οι συμπολίτες μας, οδηγοί ταξί, έμποροι, ακόμα και δάσκαλοι, υψώνουν το εθνικό κυρίαρχο τους ξίφος για να διαμελίσουν τον εχθρό, ο οποίος σαφώς είναι η αληθινή γνώση για τον κόσμο, μια στοιχειώδης παιδεία και η αξιοπρέπεια που δεν τους αγγίζει καν. Τι γίνεται από εδώ και πέρα όμως; Ποια οφείλει να είναι η στάση ενός πολίτη απέναντι σε αυτή την τρέλα; Πώς αντιμετωπίζεται αυτή η νεοδημιουργηθείσα τάση τραμπούκων και βαρβάρων; Η αποχή και η απλή καταγραφή του φαινομένου, μάλλον δεν αποδεικνύεται τόσο ευνοϊκή. Σαφώς και πρέπει να το εντοπίζουμε, αλλά τελικά ζούμε ανάμεσα σε αυτόν τον τρομαχτικό πληθυσμό. Που αρχίζει και που τελειώνει ο αγώνας μας; Απλώς περιμένουμε; Από την δική μου οπτική γωνία, δε χωράνε και πολλές συζητήσεις μαζί τους. Τι να συζητήσεις και με ποιον; Το μόνο που καταφέρνει κανείς είναι να εξαντληθεί από την υπερπροσπάθεια. Απομόνωση, λοιπόν, ας φερθούμε σε  όλους αυτούς με τον τρόπο που τους αξίζει, τους βγάζουμε από το κάδρο, από το νόμο, από τη ζωή μας. Και την ίδια ώρα, φροντίζουμε να απομακρύνομε το δηλητήριο από τα παιδιά, τα οποία δεν έχουν προλάβει να μολυνθούν από τέτοια μικρόβια, στα σχολεία και όπου υπάρχουν, τέλος πάντων, παιδιά. Πρόσφατα μιλούσα με ένα 15χρονο κορίτσι και μου έλεγε χωρίς καμιά ντροπή ότι ο δάσκαλος που της κάνει μια πολεμική τέχνη-σε ένα τμήμα με άλλους μαθητές-τους μιλάει συνεχώς για τους εχθρούς Τούρκους και Αλβανούς, και οι γονείς όχι απλώς δεν ενοχλούνται, αντιθέτως εγκρίνουν τη «διδασκαλία» του, ε, λοιπόν, μήπως όλη αυτή η «παρέα» δε θα είναι αύριο μεθαύριο στο επόμενο «Αριστοτέλειο», δε θα διατυμπανίζει την ανωτερότητα της φυλής μας απέναντι στον Διάβολο και τον αόρατο εχθρό; Μα οι άνθρωποι που χρειάζονται έναν εχθρό για να ζουν,  θα τον εντοπίσουν αργά ή γρήγορα, εκεί βρίσκεται η πραγματική πληγή, που τους οδηγεί στο να μπερδεύουν τη φύση ενός λογοτεχνικού Έργου με την κόλαση, να συγχέουν την αγνή αγάπη για την πατρίδα με τον ακήρυχτο πόλεμο που επικρατεί στο ταραγμένο τους κρανίο, την μεταφυσική πίστη στον Θεό σε σύμβολο δύναμης και κυριαρχίας. Παρεξηγήσεις που κοστίζουν ακριβά στην ανθρώπινη κοινότητα, που μας αναγκάζουν να αγωνιζόμαστε για τα αυτονόητα, την ελευθερία της έκφρασης, την Τέχνη, τη ζωή μας ολόκληρη.

*ο Δημήτρης Σωτάκης είναι συγγραφέας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το