Πολιτισμός

Άρης Γεράρδης: Η πρωτοτυπία στη λογοτεχνία είναι σχεδόν το απόλυτο ζητούμενο

Ο Άρης Γεράρδης γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1948 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολή Φωτογραφίας του Βερολίνου (Fachhochschule Berlin) και εργάστηκε για μια δεκαετία περίπου ως τεχνικός φωτογραφίας στην ίδια πόλη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα μεταξύ άλλων βιοποριστικών εργασιών, έγραψε παραμύθια και κείμενα, καταρχάς για το κρατικό ραδιόφωνο και μετέπειτα για το ελεύθερο. Συνεργάστηκε με τους ηθοποιούς Αθηνά Παππά (παραμύθια), τον Δημήτρη Πιατά (χιουμοριστικά κείμενα, ραδιόφωνο – θέατρο) και μετέφρασε ποιήματα του Γιάννη Κοντού στα γερμανικά (Τα οστά). Ποιήματά του, στίχοι τραγουδιών του και διηγήματα, διακρίθηκαν σε διάφορους διαγωνισμούς. Ποιήματά του δημοσιεύονται σε περιοδικά του χώρου στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Τον έχει τιμήσει με τη διά βίου φιλία του (υπήρξε ανάδοχος και των δυο γιων του), ο πεζογράφος Μένης Κουμανταρέας. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές. Έργα του: Γυάλινες μέρες, ποιήματα 2021 – Πνοή, Ο αειθαλής αποθηκάριος, ποιήματα 2019 – Οδός Πανός, Το πειραγμένο κοντέρ, ποιήματα 2019 – Άνεμος Εκδοτική, Ευτυχώς είναι ακόμα σήμερα, Ποιήματα 2018 – Οδός Πανός, Το φάντασμα του συγγραφέα, αφήγημα, συμμετοχή στο περιοδικό Οδός Πανός – Ιούλιος 2017, ένα κείμενο για τον Μένη Κουμανταρέα. Μεταφράσεις: Τα οστά – Die knochen und die kriede, ποιήματα 1990, μετάφραση του βιβλίου του Γιάννη Κοντού στα γερμανικά (με τη συμβολή του Gunar König), Εκδόσεις Ρωμιοσύνη – Germany Köln.

Συνέντευξη
ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

Γυάλινες μέρες ο τίτλος του τέταρτου ποιητικού σας βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Οι Γυάλινες μέρες περιέχουν ποιήματα των τελευταίων ετών, όπου με τον τίτλο Τα απρόβλεπτα συμπεριέλαβα και κάποια πεζοποιήματά μου, μικρές ποιητικές πρόζες, που διαφοροποιούνται από το πρώτο μέρος ως προς τη μορφή. Ήμουν δισταχτικός για αυτό το βήμα, για το πώς θα συγκεραστούν, αλλά τώρα που τα βλέπω τυπωμένα και από τις πρώτες γνώμες αναγνωστών, χαίρομαι ιδιαίτερα για το βήμα αυτό.

Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με τον ποιητικό λόγο;
Μια πρώτη αυθόρμητη απάντηση είναι γιατί η ποίηση ως λόγος περιέχει τα πάντα. Τραγούδι, χορό, θέατρο, ιστορία, μυθιστόρημα… άρα ο όποιος καλλιτέχνης, έχει πλούσιο περιβάλλον δράσης. Σίγουρα, έχω ασχοληθεί και με άλλα λογοτεχνικά είδη. Έχω γράψει διηγήματα, παραμύθια, μικρά θεατρικά, σατιρικά κείμενα, στίχους, αλλά όσοι με γνωρίζουν με θεωρούν περισσότερο λειτουργό της ποίησης. Εκεί προσπαθώ να επικεντρώσω το έργο μου τα τελευταία χρόνια – από τότε που αποφάσισα να εκδώσω (2018). Η ποίηση, όμως, με έλκυε πάντα, γιατί σε αυτήν κατέφευγα ανέκαθεν με τις μύχιες σκέψεις μου, αυτή με καθόριζε και… (φοβάμαι αν αφεθώ, θα απαντήσω με άλλα χίλια ρήματα ακόμα αυτό το γιατί την επέλεξα). Μήπως με επέλεξε αυτή τελικά; Είναι τοις πάσι γνωστό ότι ειδικά στην ποίηση πρέπει να καταθέσεις κομμάτια της ψυχής σου, να της δοθείς ολοκληρωτικά, για να δεχτεί να σε αντικρίσει. Έγραψα τελευταία: «Ποίηση. Ας είναι η νίκη της ζωής στους καθημερινούς θανάτους μας». Ας πούμε ότι κάτι που εκπηγάζει από τη ρήση αυτή με ώθησε και με ωθεί να γράφω ποίηση. Πιστέψτε με, δεν είναι και λίγο.

Γράφετε με πολυτονικό επειδή…;
Έλαβα μια ώθηση τελευταία από τη θερμή παρότρυνση και συμπαράσταση για το όλον του θέματος του φίλου και οδοντογιατρού μου στις συνεδρίες μας Κώστα Τσιώλη, που επιμελήθηκε την πολυτονική εφαρμογή, άλλωστε (με τον τροχό στο χέρι του, αν ήθελα ας έκανα κι αλλιώς). …Αλλά το πολυτονικό, έξω από ιδεοληψίες, «…έχει μια ομορφιά να το βλέπεις εφαρμοσμένο στα ποιήματα», ήταν και το επιχείρημα του αφοσιωμένου «παπαδιαμαντικού», φίλου μου. Δεν θα θα υπεισέλθω σε παλαιές διαμάχες. Υπάρχουν ειδικότεροι εμού και έχουν ήδη ασχοληθεί και απαντήσει διεξοδικά. Χάριν αισθητικής, θα απαντούσα λοιπόν απλά εν πρώτοις και αναμνησιολογικά επειδή ίσως κοπίασα κάποτε να το διδαχτώ.

Ποιοι είναι οι δικοί σας αγαπημένοι ποιητές;
Είναι βέβαια πολλοί, γιατί είχαμε, έχουμε και θα έχουμε πάντα καλούς και πρωτοκλασάτους ποιητές στην πατρίδα μας. Όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορώ να αναφερθώ σε πολλά ονόματα, όσο και αν τους αγαπώ όλους. Ξεκινώ με τον γλυκύτατο και πολυαγαπημένο Ρίτσο. Μετά Ελύτης και βέβαια οι Καβάφης, Σεφέρης και Βάρναλης. Μοιραία ανέφερα το βαρύ πυροβολικό μας. Αλλά πιο μετά, με τα χρόνια, αγάπησα και Σαχτούρη, αφού πέρασα από Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο και τόσους άλλους που ξεχνώ τώρα, για να καταλήξω στον φίλο Γιάννη Κοντό, του οποίου ένα έργο (Τα οστά), είχα την ευκαιρία να μεταφράσω στα γερμανικά, όπως προείπα. Πέριξ όλων όσων ανέφερα, πολλοί αστέρες κι αστεράκια, που όλοι τους έβαλαν το λιθαράκι τους, όπως φιλοδοξούμε κι εμείς να βάλουμε στο μέγα ποιητικό μας γίγνεσθαι. Από ξένους, έχω συγκινηθεί και πήρα πράγματα από πολλούς, αλλά λατρεύω Μαγιακόφσκι και Μπρεχτ.

Γιατί η ποίηση έχει τόσο μικρό (αριθμητικά) αναγνωστικό κοινό;
Το θέμα είναι, ως γνωστόν, κοινωνικό. «Η ζωή δεν τραβάει μόνο την ανηφόρα» παρά αλλάζει με ταχύτητες μεγάλες, μορφές, τρόπους επικοινωνίας, ενημέρωσης. Άλλες οι ανάγκες την εποχή του Ομήρου, άλλες πριν έναν αιώνα, άλλες σήμερα. Μοιραία λοιπόν το κοινό μεταστρέφεται και μεταφέρεται αλλού. Η ποίηση δεν προσφέρεται για εύκολες συνευρέσεις. Απαιτεί παιδεία, εμβάθυνση, προσήλωση, πέρα από την αγάπη και την καλή διάθεση. Και με το ιντερνέτ να παραμονεύει στη γωνία, πού θα προσφύγει ο έφηβος; Αλλά δεν είμαι και τελείως απαισιόδοξος. Η ποίηση θα έχει πάντα το κοινό της στην Ελλάδα. Είναι η πατρίδα της. Και ποίηση, θα υπάρχει όσο υπάρχει Ελλάδα. Τέτοια, που θα γεννάει από καιρό σε καιρό Μεγάλους Ποιητές και θα μεταδίδεται «είτε με πομπούς και με κεραίες» είτε με τα τάμπλετ, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν λογοτέχνη;
Θεωρώ ότι πρέπει να αποκτήσει το προσωπικό του ύφος, δουλεύοντας και πετώντας πράγματα, μέχρι να νιώσει μέσα του ότι βγαίνει ο λόγος του. Ο δικός του λόγος, όπως τον καλλιέργησε και καλλιεργήθηκε από αυτόν. Όταν αυτός ο λόγος θα είναι αναγνωρίσιμος στο αναγνωστικό κοινό, τότε θα έχει πετύχει πάρα πολλά και ο ίδιος θα είναι άλλος άνθρωπος. Αλλά προσοχή στο κλισάρισμα. Η πρωτοτυπία στη λογοτεχνία, είναι σχεδόν το απόλυτο ζητούμενο.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Γενικά, διαβάζω και προτιμώ Έλληνες συγγραφείς. Έτσι, σε μια ανάπαυλα, διάβασα το «Ζωή μέχρι χθες» του Γιάννη Ξανθούλη. Μου άρεσε και το συνιστώ, αλλά η λέξη με εντυπωσίασε; δεν ξέρω, δεν ταιριάζει στην περίσταση. Ας μη βάζουμε ετικέτες. Έτυχε να είναι το τελευταίο βιβλίο που διάβασα και πέρασα καλά. Και ένας καλός λόγος επίσης, είναι ότι με ταξίδεψε σε γνωστές γειτονιές μου. Άλλωστε, τον Γιάννη Ξανθούλη τον διαβάζω χρόνια και τον εκτιμώ, όπως τόσους άλλους. Για τα σημερινά διαβάσματά μου στην ποίηση, προτιμώ να μην αναφερθώ.

Ποιο από τα ποιήματα της συλλογής σας είναι λίγο πιο αγαπημένο σας;
Δύσκολο να κατονομάσω «ένα», χωρίς να στενοχωρήσω τα υπόλοιπα. Για να μην αποφύγω την ερώτηση: Για πολύ δικούς μου λόγους, αγαπώ το πρώτο και το τελευταίο της συλλογής αυτής. Δείτε το και ως αίνιγμα.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Την αγάπη. Αυτή είναι η μόνη και υπέρτατη αξία, στην οποία πρέπει να προσβλέπουμε. Και την εννοώ χωρίς θρησκευτικά ή άλλα «καπελώματα». Αγάπη μία, άδολη και μοναδική με όλο το εύρος της. Αναλύσεις, περιγραφές ή οριοθετήσεις δεν χρειάζεται η αγάπη. Άλλωστε θα απαιτούνταν τόμοι και τόμοι γι’ αυτό. Αυτά. Και ας ακούγονται και κάμποσο κλισέ ή ρετρό.

Ασχολείστε με τη συγγραφή κάποιου νέου βιβλίου;
Ένας λογοτέχνης δεν μένει ποτέ άεργος. Φτάνει να το θέλει. Έχω μια ποιητική συλλογή που βαίνει σταθερά προς το τέλος της. Παράλληλα κοιτάζω τρυφερά και κάποια παλιότερα διηγήματά μου, που μου φωνάζουν καιρό απ’ το συρτάρι και, ενίοτε αλλάζω περιβάλλον, γράφοντας στίχους που προορίζονται για μελοποίηση.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το