Άρθρα

Απρόσωπος βιαστής

Tου Διονύση Λεϊμονή

Η ψυχή που πέθανε πάνω στον βίαιο έρωτα, δεν /έγινε αντιληπτή απ’ τους συνανθρώπους της. /Μέσα στο κέντρο μίας πόλης, όπου ορθώνονταν οι /τσιμεντένιοι όγκοι της, το συναίσθημα περπατούσε σε /κενά ανθρωπιάς»(μικρό απόσπασμα από το ποίημα με τίτλο: «Βιασμός», του Νίκου Βαρδάκα)

Ποιος είναι; Τι φοράει; Ποιο το προφίλ του; Οικογένεια; Επάγγελμα; Δραστηριότητες; Ηλικία; Χαρακτηριστικά; Όλα απροσδιόριστα! Όλα ανοιχτά, όπως οι ορέξεις του επίδοξου δράστη επιχειρώντας να κατασπαράξει το θύμα του. Ένας θύτης από θέση ισχύος έτοιμος να επιτεθεί στο θήραμά του, συνήθως με ευγένεια, με τακτ, συχνά χαμογελώντας κι ας βρυχάται ένα θηρίο μέσα του. Αυτό το θηρίο το αντιλαμβάνεται αρκετά αργά το θύμα, την ώρα που συνειδητοποιεί τις προθέσεις του. «Γιατί δεν μίλησε;», «Γιατί δεν μιλάει;» «Μήπως βολεύτηκε;» Μήπως της/του άρεσε;» Εύκολα ερωτήματα από ένα κοινό που αρέσκεται να κολλάει ετικέτες, να παρερμηνεύει τον φόβο, την ανασφάλεια, την ψυχική ταραχή, την αδυναμία του βαλλόμενου να φωνάξει, να ουρλιάξει, να καταγγείλει για να μη διασυρθεί. Κι έτσι ο θύτης πορεύεται με τη δική μας ανοχή, με την ασφάλεια που του χαρίζει η υψηλή θέση του, με τη σιγουριά ότι επιτέλεσε πολύ καλά το έργο του εκφοβισμού των τρυφερών θυμάτων του.

Μια κατάσταση κλεισμένη στον ασκό. Αν ανοίξει, τότε δεν έχει τελειωμό η δυσωδία που διαχέεται γύρω μας απορώντας για μια κατάσταση που ενδόμυχα γνωρίζαμε, μα ηθελημένα, αλλά κυρίως αθέλητα, απωθούσαμε μακριά μας. Την απωθούσαμε αδυνατώντας να παραδεχτούμε πως αυτός ο κόσμος δεν είναι τελικά αγγελικά πλασμένος και πολλοί «άγγελοι» κυκλοφορούν με μια μάσκα εξαπατώντας όποιον εύκολα εφησυχάζει. Ποια να είναι τα αίτια αυτής της εγκληματικής επιβολής; Πώς να αιτιολογήσεις τα αδικαιολόγητα; Πώς να αντιμετωπίσεις μία κατάσταση που αμαυρώνει όχι μόνο το περιβάλλον θύτη και θύματος, αλλά ολόκληρης της κοινωνίας, η οποία υποκριτικά ξαφνιασμένη διαρρηγνύει τα ιμάτιά της ότι κάποια παρεξήγηση έχει γίνει, κάτι που δεν υφίσταται, προκειμένου να σωθεί έστω και την ύστατη στιγμή μια τσαλαπατημένη αξιοπρέπεια; Ο «βιασμός» του σώματος είναι επώδυνος, θαρρώ και μια ζωώδης πράξη βίας που εξεγείρει τον νου μας και πρέπει να μάς κάνει να δραστηριοποιούμαστε ενάντια σε όλους τους καθωσπρέπει θύτες. Εφόσον πάντα έχει εξακριβωθεί η αλήθεια των λεγομένων του φερόμενου ως θύματος. Γιατί κι εδώ η κοινωνία έχει μέγιστη ευθύνη. Δεν πρέπει να μάς διαφεύγει έπειτα πως ο ψυχικός βιασμός είναι πιο ανυπόφορος, ταπεινωτικός και κολάσιμος επισωρεύοντας ίσως την πιο βαριά ποινή, όχι απαραίτητα σε εκτέλεση, όσο σε δυναμική σωφρονισμού και επιβολής μιας πραγματικής ισορροπίας. Αυτός ο βιασμός είναι που εμποδίζει τους παθόντες να τον ομολογήσουν, να αφηγηθούν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα στάδια του εξευτελισμού, να ξεγυμνώσουν την ίδια τους την ψυχή, καθιστώντας τους για πολλοστή φορά βορά ενός φιλοθεάμονος κοινού, που όχι, δεν επιχαίρεται με όσα συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες, αρέσκεται όμως να μαθαίνει γαργαλιστικές λεπτομέρειες κρατώντας αποστάσεις ασφάλειας κι από τους μεν κι από τους δε. Αυτή η ασφάλεια όμως είναι μόνο επιφανειακή, γιατί όσο διαιωνίζεται το κακό όλοι εν δυνάμει μπορεί να αποβούν θύματα της βίας, του εκβιασμού και ενός απάνθρωπου βιασμού. Ο βιαστής δεν έχει πρόσωπο, μάλλον έχει πολλά πρόσωπα, μεταμφιέζεται, αλλάζει, τροποποιεί χαμελαιοντικώ τω τρόπω τη συμπεριφορά του, επιβιώνοντας μέσα στον χρόνο. Εύχομαι κάθε «θέαση» των όσων συνέβησαν ή συμβαίνουν ερήμην μας, με πνεύμα νηφάλιο και με διάθεση εξακρίβωσης της αλήθειας, να μην πάει στον βρόντο, να φέρει τουλάχιστον ένα καλό αποτέλεσμα μαντρώνοντας τα θηρία σε φωλιές και φυλακές απ’ τις οποίες δεν θα υπάρχει δυνατότητα να προβούν σε άλλες βιαιότητες σε μια εποχή που θεωρούμε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι σεβαστά απ’ όλους προς όλους.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το