Άρθρα

Απολιτίκ γενιές, αποχή από την αυτοδιοίκηση και ιδεολογική σύγχυση στην πολιτική ζωή

Του Αλέξανδρου Καπανιάρη*

Στη νεότερη ελληνική ιστορία, ιδίως κατά τη μεταπολίτευση μετά την πτώση της χούντας των Συνταγματαρχών το 1974, αλλά και την αλλαγή του πολιτεύματος σε προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία, η χώρα βρίσκεται σε έντονες πολιτικές διεργασίες. Μια μεγάλη μερίδα πολιτών που συμμετείχαν σε πολιτικά κόμματα, συνδικάτα, αυτοδιοίκηση, συλλόγους και φορείς δραστηριοποιήθηκαν έντονα τέσσερις περίπου δεκαετίες. Ωστόσο μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου (1989-91) και τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου (1996) περνούμε σταδιακά στο τέλος της «πρώτης μεταπολίτευσης».

Η οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε το 2009 έχει οδηγήσει πολλούς και πολλές να κάνουν λόγο για το ξεκίνημα μιας νέας ιστορικής περιόδου. Έτσι αν το αίτημα της μεταπολίτευσης ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας, η ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, η κατάργηση των διακρίσεων μεταξύ των πολιτών και η ισονομία, μετά το 1981 η προσπάθεια στράφηκε στον περιορισμό των ανισοτήτων, στη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων και την ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής.

Τι έφταιξε όμως μετά το 2009, όταν η κοινωνία καταγράφεται σε μεγάλο βαθμό ως απολιτική. Σίγουρα δεν οδηγηθήκαμε στην αποχή των πολιτών και ιδιαίτερα των νέων από πολιτικές διεργασίες απότομα και χωρίς αιτία. Αρκετά γεγονότα, στάσεις και αντιλήψεις που συνδιαμόρφωσαν οι πολιτικοί και οι πολίτες μετά το 1990, οδήγησαν σταδιακά την κοινωνία σε αδράνεια φτιάχνοντας τη γενιά του «καναπέ». Τι έφταιξε λοιπόν και η κοινωνία σταδιακά απομακρύνθηκε από την πολιτική: Η ακραία αντιπαλότητα μεταξύ των κομμάτων; Η πελατειακή νοοτροπία και ο τρόπος προσλήψεων στο Δημόσιο; Οι συντεχνιακές πρακτικές; Ο υπερσυγκεντρωτισμός; Ο λαϊκισμός;

Όπως και να έχει η εποχή μας χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό ως απολιτική. Στο προσκήνιο μετά την αποχή των πολιτών, ήρθαν γνωστοί καλλιτέχνες, αθλητές, τηλεοπτικά πρόσωπα. Αντί για πολιτικές απόψεις στην ενασχόληση με τα κοινά έρχονται η δημοφιλία και η αναγνωρισιμότητα μέσω της τηλεόρασης. Στις εκλογικές αναμετρήσεις συχνά εμπλέκονται υποψήφιοι με πολυάριθμους πελάτες με ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Αυτό το πλεονέκτημα δεν είναι άλλο, από το πελατολόγιο στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή τους. Βέβαια κατ’ ανάγκη δεν συνεπάγεται ότι οι υποψήφιοι επαγγελματίες δεν μπορούν να έχουν πολική άποψη. Ωστόσο τα κόμματα τους επιλέγουν επί το πλείστον με βάση τις μεγάλες λίστες πελατών που αριθμούν χιλιάδες ονόματα.

Επιπρόσθετα για την αξία της πολιτικής στο άσχημο κλίμα που σταδιακά επικρατεί προσθέτονται επιχειρήματα από νέους στα οποία κυριαρχεί η αδικία, η ανισότητα, η αναξιοκρατία, η ανηθικότητα, η υποκρισία των πολιτικών και η ασυνέπεια των ενηλίκων.

Σε όλα τα παραπάνω αν προστεθούν οι ρυθμοί των σύγχρονων υπερκαταναλωτικών κοινωνιών, που είναι τόσο γρήγοροι και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να σκεφτεί κάτι άλλο πέρα από τα προσωπικά του προβλήματα, γρήγορα θα καταλάβουμε γιατί οι πολίτες καταλήγουν στη στάση της αποχής.

Ανάχωμα σε όλα τα παραπάνω δεν κατάφερε να βάλει ούτε η οικογένεια, σαν κύτταρο της κοινωνίας αλλά και ούτε τα κόμματα ως φορείς πολιτικής. Τα μέλη της οικογένειας έπαψαν να συζητούν πολιτικά. Οι γονείς δεν διαπαιδαγωγούν τα παιδιά τους με τις αξίες της προσφοράς και της συμμετοχής. Στα σπίτια δεν ακούγονται συζητήσεις σε σχέση με τα προβλήματα της κοινωνίας και με την πιθανή επίλυση τους. Επιπρόσθετα οι γονείς δεν προσπαθούν να πείσουν τα παιδιά τους ότι τα προβλήματα στην κοινωνία λύνονται μόνο πολιτικά. Αν επίσης δούμε τη σημερινή λειτουργία των κομματικών σχηματισμών θα καταλάβουμε ότι επικρατεί ιδεολογική σύγχυση, η οποία μεταφέρεται στις κοινωνίες. Δεν υπάρχει ξεκάθαρος ιδεολογικός προσανατολισμός των κομμάτων, καθώς πολλά από αυτά αντιμετωπίζουν το θέμα της επιβίωσης και αναζητούν καινούργιους ψηφοφόρους.

Έτσι μοιραία η νέα γενιά οδηγείται σε απολιτική συμπεριφορά. Αυτό το σοβαρό ζήτημα αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα σύντομα θα πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις. Πεδίο άσκησης αλλά και προσφοράς για τη σφυρηλάτηση των νέων ανθρώπων αποτελεί η τοπική αυτοδιοίκηση και οι συλλογικοί φορείς. Η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλει να ανασυστήσει ή να επαναλειτουργήσει άμεσα τον θεσμό Δημοτικών Συμβουλίων Νέων σ’ όλη την Ελλάδα. Τα Δημοτικά και Κοινοτικά Συμβούλια Νέων (Τοπικά Συμβούλια Νέων) αποτελούν έναν σημαντικό θεσμό, προθάλαμο της αυτοδιοίκησης. Το έργο των Τοπικών Συμβουλίων Νέων είναι ο εντοπισμός, η ανάδειξη και η παρακολούθηση των αναγκών και των προβλημάτων της νεολαίας σε τοπικό επίπεδο, η ανάληψη, σε συνεργασία με τον οικείο Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων για την πλήρη και ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των νέων, η μέριμνα για τη λήψη μέτρων με σκοπό την ενεργό και αποτελεσματική συμμετοχή των νέων στην τοπική κοινωνία και η ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας με αντίστοιχα Τοπικά Συμβούλια Νέων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ωστόσο η λειτουργία ενός Τοπικού Συμβουλίου Νέων μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στη βελτίωση της συμμετοχής των νέων στα κοινά. Επίσης μπορεί να ενισχύσει τη συμμετοχή των νέων σε πολιτικές και κοινωνικές δημόσιες υποθέσεις. Να γίνει το «καμίνι» σφυρηλάτησης των νέων ανθρώπων στις υποθέσεις του Δήμου και της κοινωνίας, στις οποίες διαμένουν και δραστηριοποιούνται.

Έχουμε ανάγκη στην ενεργή παρουσία των νέων στην πολιτική ζωή, και αυτό θα γίνει αν αντιληφθούν την ύπαρξη ηθικής και αξιών. Έτσι οι μεγαλύτερες γενιές θα πρέπει να συμβάλουν στην οικοδόμηση ενός κράτους δικαίου που πρέπει να βιώσουν οι νέοι το οποίο θα τους προσφέρει ασφάλεια και θα τους αντιμετωπίζει με ισοτιμία.

Εκτός από τη συμμετοχή των νέων έως 30 ετών, σημαντική είναι και η συμμετοχή στην αυτοδιοίκηση αλλά και στην κεντρική πολιτική σκηνή ανθρώπων που βρίσκονται στην ηλικία των 30-50. Και εκεί παρατηρείται μια μεγάλη αδράνεια και αποχή από τα κοινά, πιθανά ως συνέπεια μιας εποχής απολιτίκ που και αυτοί βιώσαν νωρίτερα.

Τέλος θα πρέπει όλοι μας να κατανοήσουμε ότι η πολιτική δεν είναι ασχολία, επάγγελμα ή χόμπι αλλά υποχρέωση και προνόμιο που αφορά όλους τους ανθρώπους. Έχουμε όλοι τεράστια ευθύνη απέναντι στην εγκαθίδρυση των αξιών που θεμελίωσαν οι προηγούμενες γενιές με αίμα και κόπο. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι άλλοι πάλεψαν για να πετύχουν το απίθανό τότε, το αυτονόητο σήμερα. Επιστροφή λοιπόν στην πολιτική για να φτιάξουμε τα κόμματα που μας αξίζουν και τις αυτοδιοικητικές παρατάξεις που θα αλλάξουν την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής μας.

*Ο Αλέξανδρος Γ. Καπανιάρης είναι διδάκτωρ Ψηφιακής Λαογραφίας, μεταδιδακτορικός ερευνητής του Τμήματος Ιστορίας & Εθνολογίας του Δ.Π.Θ., μέλος Σ.Ε.Π. Μ.Π.Σ. στο Ε.Α.Π. και συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Πληροφορικής Θεσσαλίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το