Άρθρα

Αποχαιρετισμός στον Μιχάλη Πόρναλη

Του Απόστολου Παντσά

Ο Μιχάλης Πόρναλης δεν θα ξεχαστεί . Θα ζει μέσα από το μεγάλο δημιουργικό του έργο που θα κάνει με τις εικόνες που τόσο αγάπησε τον γύρο του κόσμου. Για τις εικόνες που δεν αποτυπώθηκαν , τα τραγούδια που δεν πρόλαβαν να ψιθυριστούν , τα ποιήματα που δεν βρήκαν λέξεις μίλησαν οι δικοί του άνθρωποι στο μνημόσυνο που τελέστηκε για να τιμηθεί η μνήμη του. Τον δύσκολο ρόλο να μιλήσει για την πολυσχιδή προσωπικότητα του Μιχάλη Πόρναλη ανέλαβε ο προσωπικός φίλος και συνεργάτης του Απόστολος Παντσάς. Ένας αποχαιρετισμός με τη μορφή πεζού και ποιήματος που αντιπροσώπευσε όλους τους δικούς του ανθρώπους.

ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΜΙΧΑΛΗ ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ
… Είπες κουράστηκα… να φύγω… θα φύγω… και στα χλωμά βαθουλωμένα μάγουλα, το είδα, γκρεμίστηκε το χαμόγελο σου… και από τα βασιλεμένα μάτια σου χάθηκε η ελπίδα.
Κουράστηκα είπες… φεύγω… και μεις σε παζάρι μπήκαμε με τον βαρκάρη του Αχέροντα για τα «πορθμεία» τη δραχμή να ανταλλάξουμε, με δυο νότες και μια φωτογραφία.
Ασπρόμαυρη τούτη τη φορά τη χρωματιστή σου την ψυχή να φυλακίσει
στο νου εκείνων που την ομορφιά σου έχουν αγγίξει.
Κουράστηκα είπες. Είχες τα μάτια σφαλιστά και μάταια άπλωνες το κορμάκι σου πιά
στου καναπέ το μάκρος να ταιριάξεις,
μάταια αφού ήξερες πόσο θα μας ταράξεις
όταν θα πάρεις στράτες ανηφορικές
όταν θα μπεις σε πόρτες σφαλιστές
τη λατρεμένη σου ψυχή πια ν’ αράξεις.
Οι δρόμοι στένεψαν
οι κόσμοι στέρεψαν
τα όνειρα γίνανε πεζά κι ανήλια
οι πόνοι σε κούρσεψαν
πικρά γινήκανε τα χείλια.
Λάμες από της Ανατολής το μετάξι
πνιχτός θυμός μέσα στο βλέμμα σου.
Οι κόσμοι που σου είχαν τάξει
λυγμός γίναν και αίμα σου.
Δάκρυα ποτίζουν το κορμί
νύχια γαμψά βγάζει η οργή
μάταια παλεύει η στοργή
με μια ματιά, ένα φιλί
να φέρει πίσω τη ζωή.
Εκείνη όμως κυλά,
αργοσβήνει και γλιστρά
σε κήπους άλλου ουρανού
πώς να το χωρέσει ο δικός μας νους…
Μιχάλη μου πως έγινες
κομμάτι κόσμου αλλουνού;

Πώς να πιστέψουμε ότι θα άφηνες πίσω σου το κλείστρο της μηχανής σου να το ακούμε μέσα στης σιγαλιά της απουσίας σου, να ροκάρουμε στους κραδασμούς της κιθάρας σου και στης θύμησης της φωνής σου τα βραχνά ένα δάκρυ πικρό να πασχίζουμε να πνίξουμε, και της θύμησής σου τα πληθωρικά κρεσέντο ν’ αντέξουμε. Είχες τόσα πολλά να δεις και χαρείς, τόσα πολλά να μας μάθεις και να γευτείς, τόσα μα τόσα… μα πήρες ανάποδα τον καιρό Μιχάλη και τούτο το παραγάδι, σκοτεινό κι αλλότριο, τούτη φορά μαύρη ψαριά σήκωσε. Το γέλιο που σού ’κοψε εμείς ζωντανό θα το κρατήσουμε γιατί για κάθε δευτερόλεπτο που έζησες, φωτογράφισες, τραγούδησες, φλέρταρες, συνέθεσες, ανάπνευσες, ερωτεύτηκες, εμείς τις ζωγραφιές του έχουμε ανέγγιχτες και άφθαρτες. Σαν σε άλμπουμ μαγικό στο νου μας θα κρατήσουμε τα πάντα σου όπως εσύ κρατούσες σ’ εκείνα τα χιλιάδες άλμπουμ της δουλειάς σου, τις φωτογραφίες και που στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή σου, στο ιατρείο, σε περιμένουν και θα σε περιμένουν να τα δουλέψεις, να τα λατρέψεις, να τα ξαναζήσεις.
Και συ ρε Μιχάλη βιάστηκες πολύ φίλε να φύγεις. Είχαμε τόσα πολλά πράγματα να κάνουμε ακόμη, τόσα πράγματα να δούμε, τόσα να τραγουδήσουμε, τόσο φως να πιούμε, τόση δίψα να χορτάσουμε ακόμα αλλά το βιαστικό σου φευγιό μαντάρα τα έκανε.
Δεν έπρεπε Μιχάλη… δεν έπρεπε…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το