Τοπικά

Από τον Βόλο στην κόλαση της Δρέσδης – Η συγκλονιστική μαρτυρία της 96χρονης Αφροδίτης Κουτρουλή

Στις 19 Οκτώβρη 1944, ο Βόλος ελευθερώθηκε από τους άνδρες του 54ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Δυόμισι μήνες νωρίτερα, στις 5 Αυγούστου κι ενώ η αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση των Γερμανών είχε αρχίσει, η Αφροδίτη Κουτρουλή, 96 ετών σήμερα, συνελήφθη προδομένη για τη δράση της στην ΕΠΟΝ. Βασανίστηκε για τη συμμετοχή της στην Αντίσταση, αλλά δεν λύγισε. Και το 21χρονο τότε κορίτσι, βρέθηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Δρέσδη. Εκτοπίστηκε στη Γερμανία, όπου έμελλε να ζήσει την κόλαση του βομβαρδισμού της ιστορικής πόλης της Σαξονίας από τους συμμάχους και την ολοκληρωτική καταστροφή της. Έπειτα από τόσες δεκαετίες, δεν έχει ξεχάσει τη φρίκη που βίωσε στη χιτλερική Γερμανία, όταν βρέθηκε στο έλεος των βασανιστών του Γ’ Ράιχ. Θυμάται με λεπτομέρειες τη ζωή της στο στρατόπεδο, όπου ο θάνατος παραμόνευε παντού, αλλά και την «Οδύσσεια» που έζησε μετά την απελευθέρωσή της, καθώς πήρε τον δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα διανύοντας με κάθε μέσο χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρις ότου ξαναπεράσει το κατώφλι του σπιτικού της στον Βόλο μετά από έναν χρόνο απουσίας.

Τον Μάιο του 1945 η εμφάνιση των στρατιωτών της Σοβιετικής Ένωσης σήμανε την αποτίναξη των δεσμών της Αφροδίτης Κουτρουλή, η οποία όσο διάστημα έμεινε στη Γερμανία είχε πάψει να χρησιμοποιεί το όνομά της και δεν ήταν παρά η κρατούμενη 67237. Τότε κατάλαβε πως ήταν επιτέλους ελεύθερη και είχε επιβιώσει από τη φρικτή δοκιμασία που της έλαχε. Πριν από 74 χρόνια η Αφροδίτη Κουτρουλή πήρε μία δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, αφού γλίτωσε από συμφορές που δεν μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους, αλλά μέχρι και σήμερα παραμένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη της. Πάλεψε με την πείνα, το κρύο, τις αρρώστιες και την κακομεταχείριση, όλες αυτές τις κακουχίες που «θέρισαν» χιλιάδες κόσμου στα γερμανικά στρατόπεδα του θανάτου. Όμως άντεξε, παρά τις άθλιες συνθήκες. Έτσι, η 96χρονη γερόντισσα, η οποία επιπλέον επέζησε από την κόλαση του βομβαρδισμού της Δρέσδης, όπου στάλθηκε σε εργοστάσιο πολεμικής παραγωγής, «έσπασε» τη σιωπή της για τα τραγικά βιώματα εκείνης της περιόδου, θέλοντας να ξοφλήσει ένα ανομολόγητο χρέος σε όλους εκείνους που δεν γύρισαν ποτέ πίσω.

Εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά τον εκτοπισμό της στη Γερμανία, η 96χρονη γυναίκα θυμάται με λεπτομέρειες όσα έζησε αιχμάλωτη των Ναζί

Η προδοσία και η σύλληψη, τα σκληρά βασανιστήρια
Γεννήθηκε στην Καρδίτσα, στις 6 Ιουνίου 1923. Το πατρικό της είναι Καλατζή. Στον Βόλο βρέθηκε το 1937, όταν και μετακόμισε εδώ με τη μητέρα της, που είχε στο μεταξύ χηρέψει για δεύτερη φορά, και τον μικρότερο αδερφό της. Λίγο μετά τα 14α γενέθλιά της, έπιασε δουλειά στην κλωστοϋφαντουργία του Παπαγεωργίου. Ακολούθησε η Κατοχή και την ώρα που η πατρίδα μας γνώριζε το σκοτεινό πρόσωπο του φασισμού, υπήρξαν Βολιώτες που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές: «Δυστυχώς κάποια ημέρα μας κατέδωσαν μαζί με τον άντρα μου, γιατί ήμασταν οργανωμένοι στην ΕΠΟΝ. Στην αρχή με τον άντρα μου πήγαμε στο Φυτόκο. Μείναμε εκεί περίπου μισό μήνα, ίσως και λίγο παραπάνω. Επέμενε, όμως, ο μεγάλος μου αδερφός και αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε. Πήγαμε πάλι στο εργοστάσιο. Το Σαββατόβραδο, στις 5 Αυγούστου 1944, παραμονές της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ήρθαν στο σπίτι. Ο Νίκος πρόλαβε και διέφυγε από το παράθυρο, μαζί με τον αδερφό μου. Τα σπίτια ήταν έτσι ενωμένα, που μπορούσες να βγεις στη Βασσάνη. Τους Γερμανούς συνόδευε κι ένας Ιταλός, Μάριο τον έλεγαν. Είχε μείνει μαζί τους μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943. Ήταν κι ένας Έλληνας, Ρήγα τον φώναζαν. Άρχισαν να με ανακρίνουν. Με ρωτούσαν πού ήταν ο Νίκος. Δεν έχασα την ψυχραιμία μου. Όταν μου είπαν ότι μας είδαν μαζί, σκέφτηκα ότι υπήρχε περίπτωση να κυκλώσουν το τετράγωνο και θα τους έπιαναν. Προσποιήθηκα την ανήξερη. «Μπορεί να πήγε στη μάνα του», απάντησα. Έμενε Κουντουριώτου με Μαγνήτων. Με παίρνουν μαζί, μα δεν τον βρήκαν. Ξηλώνουν μία πιατοθήκη που είχε η πεθερά μου και με έδειραν με το ξύλο. Έφαγα και μπουνιές. «Βγάλτε την έξω να την εκτελέσουμε», φώναξε κάποιος. Μ’ έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο και με πήγανε σε κάποιο σπίτι. Εκεί συνάντησα μια γυναίκα από την Κροατία. Δεν γνωρίζω πώς είχε βρεθεί στον Βόλο. Την είχαν συλλάβει με τη συννυφάδα της. Μετά από δύο ημέρες με πήγανε για ανάκριση στην Κομαντατούρ, ήταν απέναντι από τον Άγιο Νικόλαο. Παρόντες ο Ιταλός, ένας Γερμανός κι ένας διερμηνέας. Θυμάμαι τον Μάριο που έφερε μία συσκευή και την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Πέρασε ένα καλώδιο στο χέρι μου, άλλο ένα στο πόδι. Γύρισε έναν διακόπτη και με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Έπεσα κάτω. Με σήκωσαν από το πάτωμα, μου έδωσαν άλλες δύο μπουνιές, όμως δεν ομολόγησα το παραμικρό. Αυτά ήταν τα τελευταία βασανιστήρια που υπέστην» .

Η Αφροδίτη Κουτρουλή σε ηλικία 22 ετών, φορώντας μάλιστα το φόρεμα που έραψε μόνη της στη Βιέννη, λίγο μετά την απελευθέρωσή της

Στη συνέχεια η νεαρή τότε ΕΠΟΝ-ίτισσα μεταφέρθηκε στις φυλακές Αλεξάνδρας. Την περίοδο της Κατοχής διέμεναν εκεί οι Ιταλοί καραμπινιέροι, πέρα από τους αγωνιστές που κρατούνταν, ενώ από τα μέσα του Σεπτέμβρη του ’43 χρησιμοποιήθηκαν από την Γκεστάπο. «Τελικά κατέληξα στην Κίτρινη Αποθήκη. Μόλις ειδοποίησαν τη μάνα μου πως με μετέφεραν εκεί, ξημεροβραδιαζόταν έξω από το κτίριο. Την έβλεπα και στεναχωριόμουν πολύ. Ύστερα μας πήγαν στον σιδηροδρομικό σταθμό. Το ’μαθε η μάνα μου ότι μας πήγανε εκεί και κατέφτασε, κρατώντας πράγματα. Μπήκαμε μες στο τρένο… Τη μανούλα μου… δεν την άφηναν να πλησιάσει», είπε δακρυσμένη, για να προσθέσει: «Εκείνη τη μέρα μας γύρισαν πίσω και τελικά μας πήγαν στη Λάρισα με καμιόνια. Όταν μας κατέβασαν εκεί, φώναξαν τρεις-τέσσερις γυναίκες, τις πήγαν στη χάβρα, την εβραϊκή συναγωγή και τις εκτέλεσαν. Έτσι έμαθα. Δεν ήταν Εβραίες, αλλά χριστιανές. Καταλήξαμε αιχμάλωτες στο αεροδρόμιο. Αρχές Σεπτεμβρίου με επισκέφτηκε η μάνα μου στη Λάρισα. Δεν ξέρω πώς το κατάφερνε αυτό. Εκείνη την ημέρα, καθαρίζαμε ένα δωμάτιο Γερμανών και την είδα μπροστά μου. Μετά από μία εβδομάδα, μας πήγαν στον σταθμό Λαρίσης. Και πάλι το έμαθε. Ήρθε και με βρήκε, όταν μας είχαν ανεβάσει στο βαγόνι για Θεσσαλονίκη. Έκλαιγε απαρηγόρητη. Της ζήτησα να κάνει κουράγιο. «Άμα δεν κλαις εσύ, δεν κλαίω κι εγώ», μου είπε. Έτρεχαν κι εμένα τα δάκρυα, αλλά πάλευα να χαμογελάω μπροστά της».
Από τη Λάρισα μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, το οποίο την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, από το 1941 μέχρι το 1944, λειτούργησε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης. «Φτάνοντας στου Παύλου Μελά, επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Μας φόρτωσαν σ’ ένα καμιόνι, με τους ΕΑΣΑΔ-ίτες επάνω. Πού μας πήγαιναν; Δεν ξέρω. Ρωτούσαμε τους φύλακες και δεν μας απαντούσε κανείς. Φαντάστηκα πως μας οδηγούσαν για εκτέλεση. Δεν μπορώ να περιγράψω τι νιώθεις αυτές τις στιγμές. Ένα πράγμα σαν ένα χαμένο όνειρο. Τελικά μας οδήγησαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και μας επιβίβασαν στην αμαξοστοιχία που θα μας μετέφερε στη Γερμανία».

Οι φωτογραφίες από τον βομβαρδισμό της Δρέσδης σοκάρουν μέχρι σήμερα. Όμως βγήκε ζωντανή από αυτήν την κόλαση…

Το ταξίδι στη Γερμανία – Στη μέγγενη των Ες Ες
Το φθινόπωρο του 1944 η Αφροδίτη Κουτρουλή βρέθηκε σ’ ένα από τα τρένα, που μετέφεραν τους εκτοπισμένους στα στρατόπεδα της ναζιστικής Γερμανίας. Στοιβαγμένη σε μία φορτάμαξα με δεκάδες άλλες συγκρατούμενές της, θυμάται με λεπτομέρειες το πολυήμερο και συνάμα κοπιαστικό ταξίδι: «Στρώναμε τις κουβέρτες και ξαπλώναμε χάμω και κοιμόμασταν. Για να κάνουμε την ανάγκη μας, είχαμε από έναν κουβά μέσα στο κάθε βαγόνι. Ταξιδεύαμε πολλές ημέρες, διασχίζοντας όλη την Κεντρική Ευρώπη, μέχρι που φτάσαμε στο Ράβενσμπρουκ».
Το στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ (Ravensbrück), 55 μίλια βόρεια του Βερολίνου, είναι ο τόπος όπου διαδραματίστηκε η πρώτη πράξη του δράματος επί γερμανικού εδάφους. Χρησιμοποιώντας συχνά γερμανικά και ρωσικά που έμαθε όσο ήταν αιχμάλωτη των Ες Ες, αποκάλυψε περισσότερες λεπτομέρειες: «Φτάνοντας εκεί, δώσαμε τα στοιχεία μας, ενώ μας πήραν όλα τα πράγματα και τα χρυσαφικά. Μας έλεγαν ότι με τη λήξη του πολέμου θα τα παίρναμε πίσω… Μετά από εμάς, έφεραν μία παρτίδα από Ολλανδέζες και άλλη μία από Γαλλίδες. Οι τελευταίες όταν άνοιξαν τις βαλίτσες τους, γέμισε ο τόπος γαλλικά μετάξια. Το εγερτήριο γινόταν πολύ νωρίς. Μας έβγαζαν στην αυλή και πρώτα γινόταν η καταμέτρηση, μην τυχόν είχε δραπετεύσει κάποια. Μας φώναζαν: «Komm zum kaffee». Ελάτε για καφέ, έλεγαν και μας σέρβιραν ένα μαύρο ζουμί. Μπαίναμε στη γραμμή. Σχηματίζαμε τέλεια εξάδα, με τον βούρδουλα από πάνω μας, για να είμαστε εντάξει. Πηγαίναμε σ’ ένα ποταμόπλοιο και το ξεφορτώναμε από το πρωί μέχρι το βράδυ, δίχως σταματημό. Πότε κάρβουνο και πότε λαχανικά, κυρίως καρότα και λάχανα. Επιστρέφαμε στο μπλόκο μας, όταν νύχτωνε. Όσο δουλεύαμε όμως, τρώγαμε και κάνα καρότο ή πατάτες άβραστες, καθώς ξεφορτώναμε. Ποτέ δεν πήγα στα σκουπίδια για να βρω να φάω κάτι. Ποτέ. Σκεφτόμουν ότι κινδύνευα. Κι εάν αρρώσταινα; Δεν θα ήταν χειρότερα;».

Σπάνιο ντοκουμέντο από το στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ, όπου στάλθηκε αρχικά η Αφροδίτη Κουτρουλή

Μεταφορά στη Δρέσδη – Η κρατούμενη Νο 67237
Στις αρχές του 1945 κι ενώ πλέον ήταν ξεκάθαρο πως οι Γερμανοί έχαναν τον πόλεμο, η κ. Αφροδίτη Κουτρουλή μεταφέρθηκε 300 χιλιόμετρα νοτιότερα, στη Δρέσδη. «Συνέχεια γίνονταν αποστολές στο Ράβενσμπρουκ. Τέλη Ιανουαρίου, ήρθε και η δική μου σειρά. Οι πιο μεγάλες έκλαιγαν, όταν έμαθαν ότι θα με έπαιρναν. Με πήγανε στη Δρέσδη. Το βαγόνι στο δάπεδο ήταν στρωμένο με χόρτα. Ο ένας κοιμόταν πάνω στον άλλον. Φτάνοντας στη Δρέσδη, είδα πολλά φουγάρα από εργοστάσια. Είχα φοβηθεί, γιατί σκεφτόμουν ότι τις μεγάλες πόλεις τις βομβάρδιζαν».
Με δεδομένο ότι οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό είχαν οξυνθεί, οι Ναζί είχαν εντατικοποιήσει την αποστολή κρατουμένων σε γερμανικά εργοστάσια υποχρεώνοντάς τους σε καταναγκαστική εργασία. Μιλώντας για την παραμονή της στη Δρέσδη, είπε: «Με τοποθέτησαν σ’ ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε αεροπλάνα. Ήμουν μόνη στο πόστο μου, δεν ερχόμουν σε επαφή με το υπόλοιπο προσωπικό της φάμπρικας. Τατουάζ δεν μας είχαν κάνει. Αυτά γίνονταν αλλού, όπως στο Άουσβιτς και στο Νταχάου. Εμείς είχαμε στολές με αριθμούς. Το 67237 ήταν ο δικός μου. Με ένα τρίγωνο κομμάτι κόκκινου υφάσματος που έγραφε Politische. Ήμουν πολιτική κρατούμενη και ανήκα στο «Politische Abteilung», το πολιτικό τμήμα». Έτσι μας αναγνώριζαν. Το χρώμα από κάθε τρίγωνο αντιπροσώπευε τον λόγο εγκλεισμού του καθενός…».

Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης
Το ημερολόγιο έδειχνε 13 Φεβρουαρίου 1945, όταν οι αεροπορικές επιδρομές Βρετανών και Αμερικανών έσπειραν τον θάνατο στη Δρέσδη. Συνολικά 527 μαχητικά της USAF και 722 βαριά βομβαρδιστικά της RAF έριξαν 3.900 τόνους εκρηκτικών και εμπρηστικών βομβών. Η μαρτυρία της κ. Κουτρουλή συγκλονίζει: «Το πρώτο βράδυ, ήμουν νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο. Περίπου στις 21.30 ήχησε ο συναγερμός. Τότε ξεκίνησαν όλα. Μας κατέβασαν στον κάτω όροφο του εργοστασίου. «Alarm, alarm», φώναζαν, καλώντας συναγερμό. Μία βόμβα έπεσε στο κτίριο, το οποίο ευτυχώς ήταν καινούριο και άντεξε στην επιδρομή. Παραπλεύρως όμως είχαν ανάψει πολλές φωτιές. Το ξημέρωμα ανεβήκαμε επάνω. Στην τραπεζαρία που είχαν για τους εργάτες βρήκαμε φαγητό. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και είπα: «Πω, πω… Δες πόσα φουγάρα υπάρχουν. Τόσα εργοστάσια». Αργότερα, όμως, που είδα καλύτερα, διαπίστωσα πως ήταν οι κολόνες των σπιτιών που είχαν απομείνει και κάπνιζαν. Τόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή. Ασύλληπτη. Μέχρι σήμερα αναλογίζομαι πως εάν δεν είχα πάει νυχτερινή, μπορεί και να σκοτωνόμουν».

Ο βομβαρδισμός διήρκησε μέχρι τις 15/2 και οι νεκροί από τις συμμαχικές βόμβες ξεπέρασαν τους 25.000. Λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στη Δρέσδη, οι Γερμανοί μετακίνησαν μεγάλο αριθμό κρατούμενων. Η Αφροδίτη Κουτρουλή βρέθηκε έτσι στην Πίρνα, μία πόλη νοτιανατολικά της Δρέσδης, που απείχε 19 χιλιόμετρα και ήταν ενταγμένη στο πρόγραμμα ευθανασίας των Ναζί με την κωδική ονομασία «Τ-4». «Πεζή πήγαμε στην Πίρνα. Όταν ξεκινήσαμε από τη Δρέσδη και περάσαμε μέσα από την πόλη αντίκρισα απίστευτες εικόνες. Διασχίζαμε μία λεωφόρο και δεν υπήρχε κτίριο που είχε μείνει άθικτο. Όλα ήταν γκρεμισμένα. Όλα, όλα, όλα…».
Λίγες ημέρες αργότερα τα εργοστάσια, που βρίσκονταν βόρεια της πόλης, όπως και τα στρατόπεδα, επαναλειτούργησαν. «Επιστρέψαμε σχετικά σύντομα στη Δρέσδη. Οι Γερμανοί απομάκρυναν τα χαλάσματα και καθάρισαν τις μηχανές από τα τούβλα και τα χώματα… Κάποια στιγμή, του Ευαγγελισμού, παρατηρούσα κίνηση και καταλάβαινα ότι κάτι γίνεται με τον πόλεμο. Έβλεπα τις Ρωσίδες με αναπτερωμένο το ηθικό, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς τι συνέβαινε. Μέχρι που μία από τις κοπέλες που γνώριζα, Νάντια ήταν το όνομά της, είπε: «Ο πόλεμος τελειώνει, θα πάμε στα σπίτια μας», επισήμανε, ενώ στη συνέχεια ανέφερε ότι στάλθηκε για δεύτερη φορά στην Πίρνα. «Όταν μας ξανάστειλαν, μας συνόδευε ένας στρατιώτης και μια Γερμανίδα. Ξαφνικά ακούστηκε ο συναγερμός. Κρυφτήκαμε σ’ ένα σπίτι. Ο στρατιώτης τραυματίστηκε στο πόδι, ενώ η κοπέλα χάθηκε. Έμεινα με τρεις Ρωσίδες, ανάμεσά τους μία μάνα με την κόρη της, δίχως κάποιον να μας φυλάει. Βγήκαμε στον δρόμο και αρχίσαμε να περπατούμε. Όταν νύχτωσε, φτάσαμε σε μία αγροικία. Βγήκε έξω ένας Γερμανός και τον ρωτήσαμε εάν είχε μέρος να μείνουμε. Είχε χιονίσει κιόλας. Μας άφησε να κοιμηθούμε στον στάβλο. Πριν κοιμηθούμε, μας έφεραν μία κατσαρόλα με βρασμένες πατάτες για να φάμε. Μόλις ξημέρωσε μας σέρβιρε πάλι πατάτες για πρωινό. Ψωμί, όμως, δεν μας έδωσε, γιατί το μοίραζαν με το δελτίο και δεν τους περίσσευε. Μείναμε εκεί για λίγες ημέρες. Τους βοηθήσαμε να φυτέψουν και πατάτες σ’ ένα χωράφι. Η οικογένεια εκείνη είχε μία κόρη, η οποία ήρθε και μου είπε: «Αφρο, γιατί δεν μπορούσε να πει ολόκληρο το όνομά μου, θέλεις να γνωρίσεις μία κυρία από την Ελλάδα;». Απάντησα «ναι» φυσικά κι έτσι με οδήγησε σ’ ένα κοντινό χωριό, το Σταντ Βέλεν (Stadt Wehlen), στις όχθες σχεδόν του ποταμού Έλβα.

Οι Ρωσίδες στο μεταξύ είχαν φύγει. Εκεί συνάντησα μία μάνα με τις δύο κόρες. Η μία είχε παντρευτεί έναν Γερμανό, που εμπορευόταν καπνά στην Ελλάδα. Τον είχε ερωτευθεί κι έφυγε μαζί του. Κάποια στιγμή πήγε η μάνα με την άλλη κόρη για επίσκεψη και τους έκλεισε εκεί ο πόλεμος. Με καλοδέχθηκαν, μου έδωσαν ρούχα. Εν τω μεταξύ, επειδή ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνος, στις 12 Δεκεμβρίου του ’44, μας είχαν κουρέψει γουλί στο στρατόπεδο, με ρώτησαν γιατί δεν είχα μαλλιά. Λόγω του τύφου στη Δρέσδη, τους απάντησα. Με ρώτησαν εάν ήθελα να δουλέψω σ’ ένα ρεστοράν. Με σύστησαν εκείνες. Δούλευα στη λάντζα. Είχα το δωμάτιό μου, με συγκάτοικο μία Γερμανίδα, τη Φρίλε. Το εστιατόριο ανήκε στον πρόεδρο της πόλης. Έρχονταν οι Γερμανοί κι έτρωγαν με κουπόνια. Είχε μία πελάτισσα, σαν να τη βλέπω ακόμη μπροστά μου. Κάθε φορά που ερχόταν, χαιρετούσε ναζιστικά. «Heil Hitler». Αυτή ήταν η καλημέρα της».

Η απελευθέρωση – Η «Οδύσσεια» της επιστροφής
Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διήγηση της Αφροδίτης Κουτρουλή μετά την κατάρρευση του Γ’ Ράιχ. Πώς επιβίωσε, αλλά και οι δυσκολίες που συνάντησε στο ταξίδι για την επιστροφή της στην πατρίδα. «Οι Ρώσοι όταν εμφανίστηκαν, δεν κάθισαν σ’ εμάς. Ήρθαν κι έφυγαν. Τώρα πια είχε μπει Μάιος. Η Γερμανία είχε συνθηκολογήσει. Σκέφτηκα: «Ο πόλεμος τέλειωσε. Εγώ θα δουλεύω ακόμη στους Γερμανούς;». Τους ανακοίνωσα ότι θα φύγω. Έπρεπε όμως με σχεδία να περάσω τον ποταμό Έλβα, για να πάω στον σιδηροδρομικό σταθμό, που βρισκόταν στην απέναντι όχθη. Θα πήγαινα στη Δρέσδη κι εκεί θα έβρισκα ένα γραφείο να αποταθώ. Το τρένο όταν ήρθε, ήταν γεμάτο Σέρβους στρατιώτες, οι οποίοι κι εκείνοι έψαχναν τρόπο να φύγουν. Φτάσαμε στη Δρέσδη το βράδυ. Χαρές, τραγούδια μέσα στο τρένο. Βρήκα Ρωσίδες, με κόκκινα μαντήλια. Χαρές και αλαλαγμοί. Πανηγύριζαν κι εκείνες. Γινόταν το έλα να δεις».

Μετά τη Δρέσδη βρέθηκε στο Μπρεσλάου, το σημερινό Βρότσλαβ της Πολωνίας, το οποίο τότε ακόμη ανήκε στη Γερμανία. «Η επόμενη στάση μας μετά το Μπρεσλάου, ήταν στην Πράγα. Βράδυ φτάσαμε εκεί. Μας ενημερώνουν πως ήταν χαλασμένες οι γραμμές και δεν θα συνεχίζαμε. Πήγα προς τα πίσω βαγόνια κι άρχισα να φωνάζω: «Υπάρχει κάποιος Έλληνας;». Ήταν ένας αστυνομικός, κατάλαβε και μου είπε: «Μπροστά έχει Σέρβους. Πήγαινε εκεί». Βρήκα δύο άνδρες και μία κοπελίτσα στην ηλικία μου. Φύγαμε μαζί με τα πόδια και βρήκαμε ένα ρωσικό αυτοκίνητο. Μας άφησε πιο κάτω, μέχρι το σημείο που πήγαινε. Με τα πόδια φτάσαμε στη Βιέννη. Λίγο έξω από την πόλη υπήρχε ένα στρατόπεδο, όπου πήγαιναν όλοι οι ξένοι. Μείναμε κάμποσο καιρό κι εκεί. Συνάντησα έναν Βολιώτη, ο οποίος πριν τον πόλεμο δούλευε ταξιθέτης στον κινηματογράφο «Τιτάνια» στην παραλία. Ήταν λίγο αλλήθωρος. Θυμάμαι πως ήταν από τους εργάτες που είχαν πάει εθελοντικά στη Γερμανία. Και στο εργοστάσιο του Παπαγεωργίου, που δούλευα, ήταν δύο που είχαν πάει εθελοντές. Εκείνος μου έδωσε ένα κομμάτι ύφασμα, μία γυναίκα από τη Λιβαδειά μου το έκοψε και το έραψα μονάχη στο χέρι. Επέστρεψα με κάποια παιδιά από τα Γιάννενα, που ήταν πάρα πολύ δραστήρια. Περάσαμε από Ουγγαρία, Ρουμανία και Βουλγαρία. Μέχρι και μπρούμυτα στο πάνω μέρος των βαγονιών ταξιδεύαμε. Από τη Ρουμανία περάσαμε στη Βουλγαρία, με μία σχεδία περάσαμε τον Δούναβη. Δεν είχε άλλη συγκοινωνία. Ύστερα φτάσαμε στην Κούλα, στα σύνορα Βουλγαρίας-Ελλάδας, όπου μας κράτησαν περίπου για ένα 10ήμερο σε καραντίνα. Η επόμενη στάση μας ήταν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Έπειτα μας μετέφεραν στην Κοζάνη, όπου μείναμε για πέντε-έξι ημέρες ακόμη, γιατί έπρεπε να βρεθούν αυτοκίνητα της UNRRA να μας μεταφέρουν. Βρήκα έναν Κύπριο αξιωματικό εκεί και του είπα: «Μα καλά, ήρθαμε στην Ελλάδα και δεν μπορούμε να πάμε στα σπίτια μας;». Μου απάντησε ότι μόλις βρίσκαμε αυτοκίνητα, θα μας πήγαιναν οι Αμερικάνοι στη Λάρισα κι έπειτα στον Βόλο. Μόλις το άκουσα αυτό, μαζί μ’ ένα παιδί από τον Βόλο, πήγαμε στα παλιατζίδικα της Κοζάνης και πούλησα ένα τραπεζομάντηλο που είχα μαζί μου. Κάναμε τα εισιτήρια κι αφού εξασφαλίσαμε αυτοκίνητο, το ίδιο βράδυ βρισκόμασταν στη Λάρισα. Δεν χρειάστηκε να διανυκτερεύσουμε. Μαζί με τον άλλον Βολιώτη επιβιβαστήκαμε σ’ ένα μεγάλο φορτηγό που ερχόταν στα Τσιμέντα. Μπήκα μπροστά με τον οδηγό και τον συνοδηγό, και το άλλο το παιδί κάθισε πίσω στα βαρέλια».

Φωτογραφία από τον γάμο της, που έγινε τον Φεβρουάριο του 1947. Έναν μήνα αργότερα, ο σύζυγός της θα έφευγε στρατιώτης

Η στιγμή της αντάμωσης
Συγκλονιστική είναι η περιγραφή της κ. Αφροδίτης Κουτρουλή για όσα διαδραματίστηκαν με την άφιξή της στον Βόλο: «Το φορτηγό μας άφησε εκεί
που βρίσκεται σήμερα το Δημοτικό Θέατρο. Τότε υπήρχε ένα καφενείο, που ανήκε στον Βακιρλή. Ούτε το Δημαρχείο είχε χτιστεί ακόμη. Κατά τις δέκα-έντεκα, έφτασα στο σπίτι μου. Πήγαινα «πετώντας». Κάθονταν ακόμη έξω οι περισσότεροι. Μόλις με είδαν μπροστά τους, ποιος με αγκάλιαζε, ποιος με φιλούσε, δεν μπορώ να το περιγράψω. Μόλις είδα τη μάνα μου, η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Όσο ήμουν αιχμάλωτη, πέντε λεπτά να έκλεινα τα μάτια μου, εκείνη έβλεπα. Τέλος πάντων, εκείνη την ημέρα είχε φτιάξει βύσσινο γλυκό. Έρχεται με τον αδερφό μου και μου το βάζει στο στόμα. Φωνάζουν και τον Νίκο. Εγώ δεν έκλαιγα, αλλά όπου και να με ακουμπούσες, το σώμα μου φουρφούριζε, παλλόταν ολόκληρο. Έναν χρόνο που έλειψα, οι δικοί μου δεν είχαν νέα. Ειδικά στον γυρισμό, άλλοι έλεγαν ότι ανατίναξαν το τρένο που επέβαινα στη Σερβία, άλλοι πως με εκτέλεσαν…».

Ένας υπέροχος άνθρωπος…
Η ιστορία της κυρίας Αφροδίτης δεν τέλειωσε εκεί. Τον Φεβρουάριο του 1947 παντρεύτηκε τον Νίκο Κουτρουλή, ενώ έναν μήνα αργότερα – εν μέσω του Εμφυλίου – έφυγε στρατιώτης, υπηρετώντας 32 μήνες θητείας. Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, τη Χριστίνα, η οποία έγινε καθηγήτρια, αλλά πέθανε πολύ νέα. Η απώλεια της μονάκριβης θυγατέρας της ήταν μεγάλο πλήγμα για την 96χρονη γυναίκα, η οποία πριν από λίγα χρόνια απώλεσε και τον σύζυγό της.
Όμως η μοναξιά δεν την τρομάζει. Παρότι κοντεύει έναν αιώνα ζωής, ζει με αξιοπρέπεια στο σπίτι της στον Βόλο. Περιποιείται τα λουλούδια στην αυλή της, μέχρι και με το κέντημα ασχολείται, χαρίζοντας τα εργόχειρα που φτιάχνει σε φίλους και γνωστούς. Κι όλα αυτά, χωρίς να χάνει στιγμή το χαμόγελό της, που σκλαβώνει μεμιάς όποιον τη γνωρίζει, ενώ κρύβει μία ευγενική ψυχή που σπάνια συναντάς.
Κι όταν έφτασε το τέλος της συνέντευξης, μας αποχαιρέτησε με δύο τραγούδια που σημαίνουν πολλά για εκείνη. Τα τραγούδησε μάλιστα πριν δύο χρόνια, όταν θέλησε να κάνει ένα μεγάλο αποχαιρετιστήριο τραπέζι σε όλους τους συγγενείς της.
«Θα περιμένω, αυτή την ώρα που θα ’ρθεί θα περιμένω και θα δακρύσω τη βουρκωμένη σου ματιά σαν αντικρίσω», ήταν οι στίχοι που θυμήθηκε από το τραγούδι «Θα σε περιμένω» και είχε αφιερώσει στον άντρα της, ενώ έπειτα σιγοψιθύρισε το ρεφρέν από το κομμάτι «Γύρισε σε περιμένω, γύρισε» για την κόρη της Χριστίνα: «Γύρισε, σε περιμένω γύρισε, μικρούλα μου κοπέλα, έλα, έλα, έλα…».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το