Τοπικά

Απ. Παντσάς: Αναζητώντας τον μέσα μου Μίδα

Συνέντευξη στον Δημήτρη Πελεκούδα

Το λεύκωμα που ήδη βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων από την περασμένη εβδομάδα είναι ένας ευχάριστος αιφνιδιασμός αφού καταφέρνει με το συνταίριασμα εικόνας και λόγου να ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μέρη γνωστά, δικά μας, και ταυτόχρονα να μιλά στο συναίσθημα με έναν τρόπο συναρπαστικό και ιδιαίτερο. Με «Λόγο ποιητικό και εικονογραφημένο» ο Απόστολος Παντσάς βγαίνει στα ανοιχτά του πελάγους της ποίησης διανθίζοντάς την με φωτογραφίες του Μιχάλη Πόρναλη. Στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου περιγράφει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο γιατί το κάνει. «Eίναι ένας άλλος κόσμος» γράφει «ένας καινούργιος κόσμος που διαμορφώνεται μέσα μου. Ο προηγούμενος ανασυντίθεται και αναδιατάσσεται. Το συγκεκριμένο ενδύεται το αφηρημένο και γίνεται όχλος λέξεων και κύματα μυστηριακής μέθεξης. Το ονειρικό, το ευκταίο μεταμοσχεύεται στις φράσεις, μπολιάζει τα νοήματα. Μέσα από απροσδόκητες εικονολέξεις επαναφέρω την καθάρια εκδοχή των συναισθημάτων».

Σας γνωρίζουμε σαν γιατρό, αρθρογράφο, άνθρωπο που έχει ασχοληθεί με την πολιτική, άνθρωπο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και τώρα ποιητή. Πως κι έτσι;

Συνέπεια λογική θα έλεγα. Όλα όσα περιγράψατε όταν κάποιος τα κάνει με την ψυχή του έχουν τη μαγεία τους, την ποιητική τους διάσταση. Ποίηση με τη στενή έννοια του όρου είναι βεβαίως η αποτύπωση με λέξεις συναισθημάτων και καταστάσεων. Στην πραγματικότητα την προπαρασκευή της την κάνει κανείς στο πεδίο της γνώσης του ατόμου,των αναγκών του, της κοινωνίας, των ανθρωπίνων σχέσεων κ.λπ. Εύκολα λοιπόν μπορεί να αισθανθεί την ανάγκη να γίνει κάτι σαν Μίδας των λέξεων και όπως εκείνος άγγιζε απλές πέτρες και τις έκανε χρυσάφι έτσι και ο ποιητής να αγγίζει κοινές, απλές λέξεις να τις συνταιριάζει, να τις μεταποιήσει,να φτιάχνει δελεαστικά νοήματα, ενδιαφέρουσες εικόνες, συγκινητικές αναγωγές. Αν λοιπόν αναζητάς και βρίσκεις το «κίνητρο του Μίδα» τότε πανεύκολα μπαίνεις στον πειρασμό να γίνεις ποιητής. Τώρα αν το καταφέρνεις η όχι θα το κρίνουν οι άλλοι και σε βάθος χρόνου.

Διάβασα το βιβλίο και ομολογώ ότι με ταξίδεψε. Με ταξίδεψε με τις εικόνες και με τον λόγο. Πολύ θάλασσα, πολύ έρωτας, πολύ Πατρίδα. Σε κάθε του σελίδα αποτυπώνεται κι ένα άλλο σύμπαν.

Είναι απολύτως έτσι. Δεν είναι «θεματικό» λεύκωμα. Με κλειδί το συναίσθημα προσπαθώ να αποσυρταρώσω σκέψεις, να απελευθερώσω εικόνες κάποιες φορές κοινότοπες κάποιες φορές μοναδικές με σκοπό να γεμίσω το κενό που κατατρώγει τα σπλάχνα της πραγματικότητας, της ζωής μας. Να ξορκίσω το τετριμμένο. Να «σβήσω» έστω και μια ρυτίδα από εκείνες που η καθημερινότητα συσσωρεύει στο μέτωπο του νου και γεράζει το είναι μας, τις σχέσεις μας, την επιθυμία για φιλία, έρωτα, ζωή. Επόμενο είναι στη μια σελίδα να μιλάμε για τον Φώτη, τον γνωστό μας Φώτη, στην επόμενη για την απαξίωση μιας σχέσης, στην άλλη για το δράμα των προσφύγων, στην αμέσως επόμενη για την ερωτική προδοσία, στην παραάλλη για τα τρικεριώτικα καΐκια. Είναι ένα λεύκωμα λοιπόν ακριβώς όπως η ζωή: Τα έχει όλα.

Έχω την εντύπωση ότι η τοπική, τουλάχιστον, «ποιητική παραγωγή» δεν είναι δα και τόσο πλούσια. Γιατι; Έχει μοναξιά η ποίηση;

Προϋποθέτει μια εσωστρεφή αναζήτηση. Αυτό ναι. Όμως όχι δεν έχει μοναξιά. Το αντίθετο μάλιστα. Η κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης άνοιξε νέους δρόμους επικοινωνίας και νομίζω ότι το ποίημα αποτελεί ίσως το πιο δυνατό και ταυτόχρονα το πιο ακαριαίο μήνυμα. Άρα ακόμη και το πιο απαισιόδοξο και πεσιμιστικό περιεχόμενο ενός ποιήματος όταν κοινοποιείται και διαμοιράζεται, γίνεται εύκολα κτήμα πολλών και πεδίο και χώρος συναισθηματικής συνύπαρξης. Παύει στην πράξη να είναι αυτό που ήταν. Απογυμνώνεται από τα στοιχεία μοναχικότητας και απαισιοδοξίας και γίνεται ένα νέο μέσον, ένα καινούργιο «νόμισμα συναισθηματικής συναλλαγής» μεταξύ των ανθρώπων και αυτό από μόνο του είναι θετικό και αισιόδοξο. Γίνεται κανάλι επικοινωνίας, δεσμός και σύμπλευση.

Αρκεί για αυτό ένα ποίημα;

Βεβαίως. Όπως είπα πιο πάνω είναι το πλέον πλήρες και ακαριαίο μήνυμα. Το ποίημα μιλάει για ένα σύμπαν, περιγράφει μια ψυχική κατάσταση, μια κοινωνική συνθήκη. Διηγείται αυτοτελώς έναν ολόκληρο κόσμο. Ενσωματώνει πολλαπλά μηνύματα. Ο ποιητής επιχειρεί να ψυχαναλύσει αλλά σαφώς αυτοψυχαναλύεται. Μέσα σε δέκα δεκαπέντε στίχους μπορεί να χωρέσει το δράμα ενός λαού, τον πόνο ενός ατόμου, την ευτυχία ενός ερωτευμένου, τις θλίψεις και τις προσμονές των αδικημένων. Ποίηση είναι η τέχνη της εικονοπλασίας. Ένα δυνατό ποίημα είναι κάτι σαν τις ρώσικες μπαμπούσκες, ξέρετε εκείνες τις κούκλες που όσο τις ανοίγεις βγαίνουν άλλες μικρότερες κι ακόμη πιο μικρές. Στο ποίημα συμβαίνει κάτι ανάλογο αν και κατά τη γνώμη μου κινείται στην αντίθετη φορά: Οι λέξεις γίνονται ολοένα και πιο «παραγωγικές», γεννάνε συναισθήματα, που φουντώνουν και διευρύνονται σιγά-σιγά. Όσο γίνεται κατανοητό το βαθύτερο νόημα τόσο πιο πολλές ξεπηδάνε από το υποσυνείδητο, παίρνουν μορφή, σχήμα, αποκτούν νόημα,γίνονται μνήμη και «εγγράφονται» στο συνειδητό. Οι λέξεις είναι εικονοφόρες με έναν τρόπο αδυσώπητα πολυεστιακό και εξαιρετικά μαγευτικό και το ποίημα είναι απλώς ο Ιερός Ναός της νοηματοδότησης των λέξεων.

Τι θα δούμε την Τετάρτη το βράδυ λοιπόν στο Αχίλλειο;

Εγώ και ο Μιχάλης θα πούμε λίγα λόγια. Θα ακούσουμε ποιήματα από τον Δ. Δακτυλά, μουσικές από σχήμα του Μουσικού Σχολείου, το Β. Αγροκώστα σε ένα μελοποιημένο ποίημα και τις κυρίες Μουτσινά και Τζανετοπούλου. Θα περάσουμε πολύ όμορφα..

 

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το