Άρθρα

Αντιφάσεις… κι ενδιαφέρουσες εποχές

 

Toυ
Κωνσταντίνου Ακριβόπουλου

Editorial
Μια κινεζική ευχή προτάσσει το «σου εύχομαι να ζήσεις σε ενδιαφέρουσες εποχές». Έχω τη γνώμη αν μη τι άλλο ότι ζούμε σε τέτοιους καιρούς: ενδιαφέροντες, παράξενους, αλλοπρόσαλλους. Είναι τα χρόνια της απόλυτης μέθης του ανθρώπου με τον εαυτό του. Είναι οι αντιθετικοί καιροί της απόλυτης εξειδίκευσης και της γενικής αγνωσίας. Όλα λειτουργούν αντίθετα, ανάποδα: πολύς λόγος – λίγη αυτογνωσία, άπλετη ενημέρωση – ανενημέρωτος (και ανημέρωτος) πολίτης, ελευθερία – ασυδοσία, ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο – κυριαρχία του αδίκου, απεριόριστες δυνατότητες ψυχαγωγίας * εγκλωβισμός στη διασκέδαση. Είναι τα χρόνια που η αιδημοσύνη δεν υπάρχει, που κάθε ξεδιάντροπος πουλάει την πραμάτεια του με προπέτεια και ιταμή συμπεριφορά. Ας πούμε, μιλάμε για πολιτική και πολιτική δεν παράγουμε παρά μόνο αφορισμούς. Εξουσιολαγνεία, εκλογομανία, κομματικοκρατία. Ξέρετε, ειρήσθω εν παρόδω, τους λυπάμαι τους κατ΄ επάγγελμα πολιτικούς μόνο για δύο λόγους: γιατί πρέπει να προσποιούνται διαρκώς και γιατί οφείλουν καταρχήν για ψηφοθηρικούς λόγους να παρευρίσκονται σε κηδείες, γάμους και βαφτίσια μοιράζοντας πλαστικά χαμόγελα μιας χρήσης. Τέτοιες μέρες λοιπόν, ενδιαφερόντων εποχών η σκέψη μου γυρίζει σε δύο περιστατικά που με σημάδεψαν.
Σε ηλικία δεκαπέντε περίπου ετών με είχε σαγηνεύσει ο κυρ Νίκος ο τσαγκάρης. Ο πιο σοφός άνθρωπος που είχα ώς τότε γνωρίσει. Οι γνώσεις του απεριόριστες, ατελείωτες. Καθόμουν ώρες δίπλα του και τον χαιρόμουν να κουβεντιάζει. Και η απορία μου ήταν: «Μα καλά μπάρμπα Νίκο πού τα ξέρεις όλα τούτα, εσύ ούτε δημοτικό δεν πήγες». Ο κυρ Νίκος μιλούσε για μακρινά ταξίδια σε πανέμορφες χώρες, μιλούσε για καράβια χωρίς ράδα. Από αυτόν για πρώτη φορά άκουσα τον όρο Le Bensaum, για τον ζωτικό χώρο δηλαδή του Χίτλερ, από εκείνον έμαθα για τον ταγματάρχη Κωνσταντίνο Βερσή που, όταν τον διέταξαν να παραδώσει τα πολυβόλα του στους Γερμανούς, συγκέντρωσε τους στρατιώτες του, αφαίρεσε τα κλείστρα από τα κανόνια, τα ασπάστηκε, έβαλε το όπλο στον κρόταφό του και πάτησε τη σκανδάλη. Προτίμησε τον θάνατο από την ατιμωτική παράδοση. Κομμουνιστής ο ίδιος, αλλά μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον Ιωάννη Μεταξά. Από αυτόν άκουσα παραξενεμένος να υποστηρίζει τη φράση «αριστερές ιδέες τι αδιέξοδες αναμνήσεις». Κι αργότερα διάβασα τη φράση του Μάτεση «Αχ αυτές οι αριστερές κυβερνήσεις, τι αγενείς αναμνήσεις». Παράξενα πράγματα, αντιφατικά. Κι όταν ρωτούσα τον κυρ Νίκο πού τα ξέρει όλα τούτα μου απαντούσε: «Δεν έχω πάει στο σχολείο αλλά διαβάζω κάθε μέρα εφημερίδα και πολλά βιβλία, πάντα βρίσκω χρόνο γι΄ αυτά».
Πέντε χρόνια αργότερα, φοιτητής ων, ξέμεινα κάποια βραδιά στις διακοπές των Χριστουγέννων στο χωριό, παρέα με τον παππού, ο οποίος μου ανήγγειλε ότι την επόμενη μέρα θα ξυπνήσουμε στις πέντε το πρωί για να πάμε κάπου. «Πού;», τον ρώτησα, «κάπου» μου απάντησε. Την άλλη μέρα πριν χαράξει ακολουθούσαμε το καλντερίμι για το καφενείο του Ηλία. Δεν την ξεχνώ τη μέρα εκείνη γιατί χιόνιζε πυκνά. Μπαίνοντας στο καφενείο ένα ντουμάνι καπνού σκέπαζε την ατμόσφαιρα. Είχαν ήδη μαζευτεί καμιά δεκαριά γέροντες, με τις πίπες και τα τσιγάρα τους πίνοντας καφέ και τσάι. Μόλις καθίσαμε ξεκίνησε η «παράσταση»: ένας ένας οι παππούδες άρχισαν να διηγούνται το τι διάβασαν για τον Σωκράτη. Ένας ποταμός σοφίας ξεχύνονταν από τα χείλη τους. Έμεινα ενεός, αυτά που άκουγα δεν τα σπουδάζεις σε κανένα πανεπιστήμιο. Γνώση και σοφία αντάμα. Όταν με ρώτησαν να πω κι εγώ τι γνωρίζω σιώπησα από ντροπή κι αμάθεια. Τότε για πρώτη φορά κατάλαβα το πόσο σημαντικά είναι τα Κοινά των Ελλήνων.
Αντιφατικά όλα: αγράμματοι άνθρωποι να ξέρουν περισσότερα από τους γραμματιζούμενους, κομμουνιστές να χλευάζουν τις ιδέες τους και να θαυμάζουν φασιστές κυβερνήτες, γέροντες που το νήμα της ζωής κόβεται να σπουδάζουν τη φιλολογική τέχνη. Μα όλη μας η ζωή είναι μια αντίφαση, τότε έχει νόημα, γιατί μετατρέπει και σε ενδιαφέρουσα την εποχή που ζούμε. Εμείς την κάνουμε ενδιαφέρουσα, όχι τα γεγονότα.

ΠΟΙΗΣΗ
Να τους ακούμε τους παλιούς, κάτι έχουν να μας διδάξουν. Έστω κι αν διαφωνούμε. Καλλιτέχνες, πολιτικοί, επαναστάτες, φιλόσοφοι: ναι , να τους ακούμε, αρκεί να μπορούμε να τους καταλάβουμε. Κι ας τους αποδομήσουμε κατόπιν. Αλλά πάντα κατόπιν, όχι εκ των προτέρων.
ΚΙ’ ΕΙΠΕΝ Ο ΜΑΡΞ – Θεόδωρος Μπασιάκος
Κι’ είπεν ο Μαρξ:
Ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
Κι’ είπεν ο Ρεμπώ:
Ν’ αλλάξουμε την ζωή.
Κι’ είπεν ο Λένιν:
Χτες ήταν νωρίς αύριο θάναι αργά
Κι’ είπαν οι χίπηδες στα Μάταλα:
Σήμερα είναι η ζωή το αύριο δεν έρχεται ποτέ
Κι’ είπεν ο Καζαντζίδης
– και ξανάπεν κι’ ο Πουλικάκος -:
Υ π ά ρ χ ω !
Κι’ είπεν ο Σίμος ο Υπαρξιστής:
Η κατάστασις είναι κρίσιμος αλλά όχι απελπιστική
Κι’ είπεν επίσης ο αυτός:
Εάν απελπισθείς μην απελπίζεσαι.
– Αυτοί οι παλιοί ξέραν τί λέγαν, να τους ακούτε τους παλιούς!

Μέσω του συμπαντικού Καβάφη, περιγράφεται ένας γέροντας, που με τη σκέψη του συμβουλεύει ένα νέο. Μπορεί ο Καβάφης να έγραψε το ποίημα σε ηλικία 31 ετών αλλά μιλά για τα χαμένα νιάτα. Γιατί η ζωή περνά πολύ γρήγορα, αντιφατική ή όχι, όμορφη ή άμορφη. Και πρέπει οι νέοι να τη ζήσουν έντονα. Το ερώτημα είναι: αν κανείς στα γεράματά του κάνει έναν απολογισμό, μπορεί να πει ότι δε μετάνιωσε για πράγματα που έκανε ή δεν έκανε στη νεότητά του; Αντιφατικό και αυτό!

Κ. Π. Καβάφης, «Ένας Γέρος»
«Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.

Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! –
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.»
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το