Άρθρα

Ανισότητες και υγεία

Του Αλέξανδρου Καπανιάρη*

Ένα κοινό χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών είναι οι διευρυμένες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Οι αιτίες που προκαλούν αυτές τις εκτεταμένες ανισότητες, επιδρούν σε κάθε τομέα της κοινωνίας όπως η υγεία. Έτσι η δημιουργία ισχυρών ανισοτήτων στην υγεία σχηματίζεται σε επίπεδο ατόμων, κοινωνιών και χωρών και αντίστοιχα προκύπτουν εύλογα ερωτήματα. Ποιες μορφές ανισοτήτων λοιπόν μπορούν να αποφευχθούν και ποιες όχι; Ποιοι είναι οι παράγοντες στον τομέα της υγείας που αναπαράγουν την ανισότητα στην παροχή και τη χρήση των υπηρεσιών;


Χαρακτηριστικές είναι οι μελέτες «Η Κατάσταση της Υγείας στην ΕΕ, ΕΛΛΑΔΑ, Προφίλ Υγείας 2019» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η μελέτη της Ερευνητικής Μονάδας Κοινωνικής Πολιτικής, Φτώχειας και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ με τίτλο «Η διανεμητική επίδραση του συστήματος υγείας» οι οποίες εστιάζουν στην επεξήγηση των ανισοτήτων με βάση τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που επιδρούν στον τομέα της υγείας και ειδικότερα στην προσφορά και ζήτηση της φροντίδας.
Βέβαια, σημαντικό είναι να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε στο πώς τα ίδια τα συστήματα υγειονομικής φροντίδας δημιουργούν και αναπαράγουν τις ανισότητες. Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι οι συνέπειες της τρέχουσας πανδημίας λόγω του covid-19 και οι αναπόφευκτες οικονομικές συνέπειες, βαθαίνουν τα προβλήματα και αμβλύνουν τις ανισότητες στην υγεία και στη φροντίδα. Έτσι πλήττονται κυρίως ομάδες που επηρεάζονται περισσότερο από την ύφεση, όπως άνεργοι και ευρύτερα άτομα με πολύ χαμηλά εισοδήματα.
Ποιες όμως είναι οι βασικές συνιστώσες που επιτείνουν τις ανισότητες στην υγεία; Σίγουρα το τρίπτυχο των εννοιών «σύστημα υγείας, κατάσταση υγείας και οικονομία» μπορεί να δώσει απαντήσεις στο κάτω από ποιες συνθήκες ένα υγειονομικό σύστημα θεωρείται δίκαιο και τι ακριβώς επιδιώκεται να διανεμηθεί σε ισότιμη βάση στον πληθυσμό.

Τι ορίζεται όμως ανισότητα στο τομέα της υγείας; Οι κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες επιδρούν στη δομή, στα βασικά χαρακτηριστικά, αλλά και στην πορεία εξέλιξης του υγειονομικού συστήματος κάθε χώρας; Έχουμε όλοι την ίδια πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας; Οι ανισότητες στην υγεία σχετίζονται με το προσδόκιμο ζωής; Οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες και ιδίως το εισόδημα ασκούν σημαντική επίδραση στην υγεία; Οι υπηρεσίες πρόληψης είναι συστηματικές ώστε να δώσουν τη δυνατότητα στους πολίτες να προσφύγουν έγκαιρα στις κατάλληλες υγειονομικές μονάδες; Σχετίζεται το μορφωτικό επίπεδο με τις ανισότητες στην υγεία; Οι διαφορετικού τύπου παροχές στην υγεία καθώς και η σχετική διαθεσιμότητα περίθαλψης επιτείνουν τις ανισότητες στις αγροτικές περιοχές;
Ας προσπαθούμε όμως να τοποθετηθούμε στα παραπάνω ερωτήματα ξεκινώντας από τις κοινωνικές ανισότητες σε σχέση με το προσδόκιμο της ζωής. Όπως είναι γνωστό το μορφωτικό επίπεδο συνδέεται με τον διαφορετικό τρόπο ζωής και τα διαφορετικά επίπεδα έκθεσης (π.χ. υψηλό ποσοστό καπνίσματος ή προληπτικές εξετάσεις για τον καρκίνο) ενός ανθρώπου σε υγειονομικούς κινδύνους ή ασθένειες. Οι έγκαιρες πληροφορίες καθώς και ο πιο εξειδικευμένος τρόπος επεξεργασίας και πρόσληψης αυτών των πληροφοριών συνδέεται με την αποτελεσματικότερη πρόληψη και άρα με την αύξηση του προσδόκιμου της ζωής.

Οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, ιδίως το εισόδημα, ασκούν σημαντική επίδραση στις ανισότητες όσον αφορά στην υγεία. Αυτό είναι προφανές ειδικά όταν συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων με οικονομική ευχέρεια έχουν πιο εκτενή και ποιοτική πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, αλλά κυρίως σε προληπτικές εξετάσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο που όταν είναι συστηματικός μπορεί να αυξήσει το προσδόκιμο της ζωής. Ωστόσο η συστηματική πρόληψη συνδέεται συνήθως με το μορφωτικό επίπεδο και το γενικότερο βιοτικό επίπεδο. Επίσης η αντιμετώπιση των θεραπεύσιμων καρκίνων (καρκίνος του μαστού, ορθοκολικός καρκίνος και καρκίνος του τραχήλου της μήτρας) συνδέεται με υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου και άρα με δαπάνες σε ιδιωτικά θεραπευτήρια λόγω του επείγοντος. Αυτή η σημαντική εξάρτηση από τις άμεσες ιδιωτικές πληρωμές ως πηγή χρηματοδότησης της υγείας μπορεί να οδηγήσει επίσης σε ανισότητες ως προς την πρόσβαση.
Σημαντικές όμως είναι και οι ανισορροπίες ως προς τη διαθεσιμότητα περίθαλψης που επηρεάζουν την πρόσβαση στις αγροτικές περιοχές και επιτείνουν τις περιφερειακές ανισότητες. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει η ίδια πρόσβαση στην κατανομή των πόρων αλλά και των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης. Οι αγροτικές και απομονωμένες (ακριτικές και νησιωτικές) περιοχές βρίσκονται μακριά από οργανωμένες υγειονομικές μονάδες περίθαλψης ενώ η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας δεν είναι στο επιθυμητό επίπεδο. Έτσι κατά συνέπεια, ορισμένες περιοχές έχουν τριπλάσιους ιατρούς και νοσηλευτές σε σχέση με άλλες και αυτό αυτόματα δημιουργεί νέες ανισότητες.
Η σχέση της οικονομίας με την υγεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και ο προβληματισμός στις κοινωνίες συνεχώς εντείνεται για τη δίκαιη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας από όλους και όλες. Όπως λέει άλλωστε και ο σοφός μας λαός «η φτώχεια γεννά την αρρώστια, ενώ ο πλούτος φέρνει την υγεία». Άλλωστε όποιος δεν έχει καλή υγεία δεν έχει και πρόσβαση στις παραγωγικές διαδικασίες. Έτσι η υγεία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πυλώνες της κοινωνικής ευημερίας οικοδομώντας τη βελτίωση του επιπέδου της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας καθώς και στην προαγωγή του κοινωνικού συνόλου γενικότερα.

Με βάση όμως τον παραπάνω προβληματισμό προκύπτει ότι η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας είναι επιτακτική. Ο δημόσιος διάλογος δε για την ενίσχυση του εθνικού συστήματος υγείας (Ε.Σ.Υ.) πρέπει να παραμείνει ζωντανός και ισχυρός ώστε να οδηγήσει στην ενίσχυση του Ε.Σ.Υ. Πάνω στην κρίση του κορωνοϊού πρέπει να κτιστεί ένα νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας, κρατώντας ως παρακαταθήκη τα μεγάλα του συγκριτικά πλεονεκτήματα και διορθώνοντας τις όποιες αδυναμίες του. Έτσι μέσω του ορθολογικού μετασχηματισμού ενός δημόσιου συστήματος υγείας μπορούμε να αποφύγουμε τις υπερβολικές φαρμακευτικές δαπάνες και να εδραιωθεί με ισχυρή πρωτοβάθμια περίθαλψη του πολίτη.
Έχουμε πολύ δρόμο στο να οικοδομηθούν δημόσιες πολιτικές υγείας για τις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες οι οποίες έχουν μεγαλύτερες ανάγκες κάλυψης και υποχρεώνονται μέχρι σήμερα να λαμβάνουν παροχές χαμηλής ποιότητας. Επίσης το ζήτημα της ισότητας στην υγεία μπορεί να εξεταστεί και ως προς τις ηλικιακές ομάδες, διότι και εκεί έχουμε ανισότητες. Είναι κατανοητό ότι οι περισσότεροι συνταξιούχοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να κάνουν χρήση των υγειονομικών υπηρεσιών παρακάμπτοντας τη γραφειοκρατία αλλά και να επωμιστούν ένα μεγάλο κόστος υγειονομικής περίθαλψης.
Ολοκληρώνοντας τις σκέψεις μου θα ήθελα να καταλήξω πως τα συστήματα υγείας για να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες στον χώρο της υγείας θα πρέπει να βασιστούν στις αρχές της δικαιοσύνης. Έτσι οι υπηρεσίες δημόσιας υγείας δεν πρέπει να καθοδηγούνται από το κέδρος. Οι υπηρεσίες προς τους πολίτες πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με τις ανάγκες τους και όχι σύμφωνα με την ικανότητα πληρωμής. Επιπρόσθετα το υψηλό επίπεδο παροχής υπηρεσιών υγείας πρέπει να προσφέρεται ανεξάρτητα της κοινωνικής θέσης, του φύλου και της ηλικίας.

Πηγές:
ΟΟΣΑ/Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας (2019), Ελλάδα: Προφίλ Υγείας 2019, Η Κατάσταση της Υγείας στην ΕΕ, ΟΟΣΑ, Παρίσι/Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας, Βρυξέλλες. Διαθέσιμο στο: https://ec.europa.eu/health/sites/health/files/state/docs/2019_chp_gr_greece.pdf.
Παπαθεοδώρου, Χ., Μωυσίδου Α. (2011) Μελέτη της Ερευνητικής Μονάδας Κοινωνικής Πολιτικής, Φτώχειας και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ με τίτλο «Η διανεμητική επίδραση του συστήματος υγείας». Διαθέσιμο στο:
https://ineobservatory.gr/wp-content/uploads/2014/08/study-16.pdf.

*Ο Αλέξανδρος Γ. Καπανιάρης είναι διδάκτωρ Ψηφιακής Λαογραφίας, μεταδιδακτορικός ερευνητής του Τμήματος Ιστορίας & Εθνολογίας του Δ.Π.Θ. και συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Πληροφορικής Θεσσαλίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το