Θ Plus

Ανηφορίζοντας στον Γκίγκιλο

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

H νότια Κρήτη, τα τελευταία δυο εκατομμύρια χρόνια στην περιοχή των Λευκών Ορέων έχει ανυψωθεί τουλάχιστον κατά 1.100 μέτρα.
Αδιάψευστος μάρτυρας η παρουσία θαλάσσιων απολιθωμάτων στην περιοχή του οροπεδίου του Ασκύφου.
Η ανύψωση αυτή συνέβαλε ώστε, μαζί με τη ρ η γ μ ά τ ω σ η και τη δ ι ά β ρ ω σ η των πετρωμάτων, να δημιουργηθούν τα ιδιαίτερα εκείνα φαινόμενα στην Κρήτη, τα φ α ρ ά γ γ ι α που αποτελούν μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο.
Στα μεγάλα υψόμετρα των Λευκών Ορέων συναντήσαμε πολλές φορές και σε αρκετά σημεία μέχρι τώρα, όπως και συναντάμε συχνά, δολίνες, πόλγες, δακτυλογλυφές, σπήλαια, κατάλοιπα καρστικών μορφών, αλλά και μεγάλα βυθίσματα, που αποκαλούνται «γουργούθια», με μορφή ανεστραμμένου κώνου, καθώς και οξύληκτες κορφές, οι οποίες από μακριά δίνουν την αίσθηση εντυπωσιακών πυραμίδων.
*
Μια μικρή εισαγωγή στην γεώσφαιρα της Κρήτης είναι απαραίτητη. Άλλωστε η Κρήτη είναι το ιδανικό σημείο της Μεσογείου για την εμφάνιση των γεωλογικών φαινομένων μέσω της σύγκρουσης των δυο πλακών της γης, της αφρικανικής και της ευρασιατικής.
Η λιθόσφαιρα, όπως είναι γνωστό, βρίσκεται ανάμεσα από τις δυο πλάκες. Πιο πάνω βρίσκεται η λωρίδα της μεσογειακής ράχης.
Σε μεγάλο βάθος, μέσα στην περιοχή της Ευρασιατικής πλάκας, εστιάζονται οι πηγές των σεισμών και το ανερχόμενο μάγμα που δημιουργεί το ηφαίστειο της Σαντορίνης.
Η ίδια αυτή πλάκα ενώνει τη Σαντορίνη με τα Λευκά Όρη της Κρήτης.
Τα πετρώματα της Κρήτης είναι ιζηματογενή, μεταμορφωμένα, πυριγενή και αδιαπέρατα πετρώματα. Ο δε υδροφόρος ορίζοντας καθορίζεται από την κατείσδυση και τη διήθηση.
*
Ήταν Οκτώβρης του 1993 όταν, με την ευκαιρία των εκλογών, αποφάσισα να πραγματοποιήσω ολόκληρη τη διάσχιση των Λευκών Ορέων με παράλληλη κάθοδο στα δυο πιο επικίνδυνα φαράγγια του βουνού, τον Κλάδο και την Τρυπητή.
Έφτασα χαράματα στο λιμάνι της Σούδας. Πήρα το λεωφορείο για τα Χανιά. Από εκεί έφευγε το πρώτο δρομολόγιο για τον Ομαλό και το Ξυλόσκαλο, μισή ώρα αργότερα.
Επιβιβάστηκα στο λεωφορείο μαζί με καμιά δεκαριά Γερμανούς και Γιαπωνέζους και ύστερα από μιάμιση ώρα βρισκόμουνα στο οροπέδιο του Ομαλού.
Εκεί όλοι οι υποψήφιοι περατάρηδες του φαραγγιού της Σαμαριάς ξεχύθηκαν προς την είσοδο του Ξυλόσκαλου.
Εγώ, αντίθετα, κοντοστάθηκα, ύψωσα το βλέμμα μου στον κρητικό ουρανό που τον στιγματίζει αυτό το αξεπέραστο χρώμα της αστραφτερής υπόλευκης λιθόσφαιρας, ταξίδεψα ώς τα βάθη της, αλλά και πέρα από την αιχμηρή της επιφάνεια παίρνοντας την απόφαση να τη διασχίσω ώς την κορυφή της.

Το δύσκολο πέρασμα μέσα από τη στοά των βράχων

*
Ο Γκίγκιλος έλκει την ονομαστική καταγωγή του από την αρχαιότατη προελληνική λέξη «Γίλγιλος» που κατά τον Faur (1) σημαίνει «γήργηρος» (η μεγάλη μάζα της πέτρας = la grand masse de pierre).
Ο Γκίγκιλος είναι, αλλά και φαίνεται, στους αδαείς πεζοπόρους, ένα άγριο, όλο κρημνούς, χαράδρες και χαλασιές, καταφαγωμένο βουνό, που ο λαός το λέει Σαπημένο, με χιονισμένες χαραδρώσεις, χειμώνα – καλοκαίρι. Ορίζεται από τις εντυπωσιακές χαραδρώσεις των φαραγγιών της Σαμαριάς και των Δωμάτων κι αποτελεί το σημαντικότερο ενδιαίτημα του αγριμιού (κρι – κρι).
Δίπλα από το μικρό Καταφύγιο του Ομαλού, που λειτουργούσε και λειτουργεί ακόμη ως χώρος υποδοχής, ενημέρωσης και διεκπεραίωσης των ορειβατών, μια πινακίδα του ΕΟΣ Χανίων και μια ξυλότυπη κουπαστή σημαίνει την αρχή της ανάβασης για την κορυφή του Γκίγκιλου (αλλά και του Βολακιά). Εδώ συγχέονται οι δυο κορυφές, τόσο ως προς τις διαδρομές τους, όσο και ως προς την ονοματολογία τους. Ο Βολακιάς σηματοδοτείται στους χάρτες της ΑΝΑΒΑΣΗΣ ως η ψηλότερη κορυφή των Δυτικών Λευκών Ορέων με υψόμετρο 2.116 μ.), ενώ ο Γκίγκιλος έχει εναλλασσόμενη αναφορά κορύφωσης. Η τελευταία καταγραφή αναφέρει υψόμετρο 1.970 μέτρα. Το 1993 και για πολλά χρόνια αργότερα οι ειδικοί χάρτες το αριθμούσαν στα 2.080 μέτρα. Ο Νίκος Νέζης (Τα Ελληνικά Βουνά) ειδικότερα γράφει: «δυστυχώς, αναξιόπιστοι χάρτες αναφέρουν ως υψόμετρο τα 2.080 μέτρα».
Η σημαντικότερη ορειβατική ανάβαση για τον Γκίγκιλο απαιτεί χρόνο τριών ωρών σκληρό περπάτημα.
Ξεκινώ από το υψόμετρο των 1.200 μέτρων, όπου και το σημείο ανόδου στον Γκίγκιλο και καθόδου για τη Σαμαριά.
Απέναντί μου, σε απότομο και φαινομενικά απρόσβατο ύψος, η αυτοτελής οροσειρά του Γκίγκιλου αστράφτει στο πρωινό φέγγος ωσάν ολοκάθαρος σμάλτος.
Έτσι που το αντικρίζω μου μοιάζει απόρθητη η κορυφή του και ατέλειωτη η εκτέλεση της ανάβασης σε αυτή.
Το μονοπάτι για καμιά ώρα είναι συμβατό με την κρητική φύση, αλλά υπενθυμίζει διαρκώς την αγριάδα του ορεινού τοπίου.
Σε μία ώρα λοιπόν αρχίζουν τα δύσκολα, αλλά και τα ωραία. Το μονοπάτι στενεύει πρώτ’ απ’ όλα. Γίνεται απόκρημνο και αναγκάζομαι να διασχίσω συνεχείς σάρες από καταπτώσεις πετρωμάτων.
Όλο και αγριεύει καθώς τρυπάει μερικές φορές τα βράχια για να βρει περάσματα δημιουργώντας στοές, χιβάδες και κόγχες.
Η μεγαλοπρέπεια του βουνού αποκαλύπτεται σε όλη της την ακριβή διάσταση. Κι η ομορφιά; Αυτή πού θα την κατατάξεις; Kαι πώς θα την απονείμεις σε αυτό το ξεχωριστό και ασύγκριτο κρητικό βουνό; Στα απίστευτα και μοναδικά σαρίδια που αντικρίζεις να ταξιδεύουν στα πρανή όλο και πιο εντυπωσιακά; Ή στην απίθανη λευκότητα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων και στα κοιτάσματα των διαμπερών σπηλαίων, των κατακρημνισμάτων και των επιβλητικών ορθοπλαγιών;
Η τραβέρσα που είμαι αναγκασμένος να πραγματοποιήσω σε όλο αυτό το επικίνδυνο πέρασμα της σάρας, δεν θα μου ανακόψει την πορεία.
Ωστόσο δεν είναι καθόλου εύκολο το έργο αυτής της διάσχισης. Και τούτο διότι τα ψιλολίθαρα που πατούσα εκτοπίζονταν, με αποτέλεσμα καινούργιος ορμαθός λίθων να εξαπλώνεται στο πρανές του γκρεμού που καταρρακτώνονταν από τα ψηλότερα σημεία της σάρας, καθώς αφαιρούνταν μέρος της βάσης που τα κατακρατούσε ως θεμέλιο.
Το πέρασμα της σάρας (δολομίτες, πλακώδεις ασβεστόλιθοι και φυλλίτες) σηματοδοτεί και την ολοκλήρωση του δύσκολου έργου της ανάβασης. Γιατί έπειτα από αυτό, θα απαιτηθεί άλλη μια ώρα ήρεμης λιθοβασίας, σε καθαρά ορειβατικό διάδρομο, ο οποίος θα χαθεί μονάχα σαν θα φτάσω στο καμπύλωμα της κορυφής, εκεί όπου οι καταρρακτώδεις σχισμές και οι σούβλες των πετρωμάτων δεν θα δυσκολέψουν τη συνέχιση της πορείας μου καθ’ ύψος, αλλά θα καθιστούν την προώθηση πιο αργή, κι ίσως πιο προσεκτική στην ανεύρεση ασφαλέστερων πατημάτων. Γύρω από την κορυφή διακρίνω πολλαπλά βάραθρα, το πιο ονομαστό από τα οποία είναι το Κολιακουδέ, με 109 μέτρα βάθος).

Προεξοχή βράχου σε «Γουργούθι»

*
Η κορυφή του Γκίγκιλου δεν είναι πια μακριά, αλλά δεν μου δίνει την αίσθηση της κορυφής. Μου αποκαλύπτει αντίθετα, τη μαγεία όλη των Λευκών Ορέων, το βαθύ χάσμα της Σαμαριάς και το μεγαλειώδες τέντωμα του πέλαγου.
Δυο πράγματα αποθεώνουν τη θέση και τη θέα τη κορυφής: H διακύμανση της οροσειράς, καθώς και η ταλάντωση των κορυφώσεων και η πραγματικά απολαυστική ρηγμάτωση του σχίσματος της Σαμαριάς, από τη μια και από την άλλη η αποκάλυψη της μοναχικής πορείας των δυο νησίδων στην κοιτίδα της Μεσογείου, της Γαύδου και της Γαυδοπούλας.
Αντικρίζω μια θάλασσα, σαν έναν ακύμαντο πέπλο μακρινού γαλαξία από πλέοντες αστέρες που σιγά – σιγά αυτοδιαλύονται και σβήνουν σαν φυσαλίδες.
Η στεριά που πατώ και που για τρεις ώρες περίπου πάνω της βημάτιζα προσεχτικά μην πέσω και τσακιστώ, μοιάζει με μια τρύπια έρημο, γεμάτη παγίδες, από κρυφές ρωγμές που ράβουν τα αστραφτερά και υπόλευκα τούτα βράχια, που για τούτο τα είπαν και Λευκά Όρη.
Η νότια πλευρά, αυτή που αντικρίζω με θέα το πέλαγος, αυλακώνεται από τα μεγάλα και δυσκολοδιάβατα φαράγγια, της Τρυπητής και του Κλάδου, η διάσχιση των οποίων είναι ίσως η πιο δύσκολη και πιο επικίνδυνη από όλη την Κρήτη, καθώς διακόπτεται από διαδοχικά, κάθετα ή κεκλιμένα, βράχινα σκαλοπάτια. Στον πάτο του φαραγγιού βρίσκεται η εκπληκτική παραλία Δώματα που πήρε το όνομά της από αυτά τα βράχινα αυτά αποσπάσματα (*).
Μια ομάδα Γάλλων ορειβατών που βρίσκεται ήδη στην κορυφή και φωτογραφίζει μετά μανίας το χρώμα των πετρωμάτων και την αχλύ της Μεσογείου, όπως στραφταλίζει από εδώ πάνω με μιαν υπέρλαμπρη κι απόκοσμη φωταύγεια, συγκρίνει, φαντάζομαι, τη μονοτονία των γαλλικών Άλπεων με την ποικιλία των εναλλαγών που τους προσφέρει η θέση και η εντύπωση του κρητικού αυτού συγκροτήματος που ακούει στο όνομα Γκίγκιλος.
Σε καμιά περίπτωση, φαντάζομαι, δεν θα μπορέσουν να μετατρέψουν (ή να κατανοήσουν) τη στιλπνότητα του ελληνικού φωτός σε χιονάτη πορσελάνη που αντιστοιχεί στα πάτρια εδάφη τους. Γι’ αυτό και φωτογραφίζουν το εκτυφλωτικό ελληνικό φως που μετατρέπει τα ορατά σε αόρατα νήματα μιας αξεδιάλυτης φαινομενολογίας.
Ο Γκίγκιλος φαντάζει ως ένα τέντωμα της γήινης αορτής που δυναμώνει την αίσθηση της πέτρινης σάρκας μεταμορφώνοντας τα ορατά σε ανώτερη τάξη της πραγματικότητας. Οδηγώντας σε έναν υπαινικτικό λόγο εικόνων που απενοχοποιεί την ομορφιά του κόσμου.
Για τούτο και το σάλεμα των Γάλλων…

(*) Για τα Δώματα και τη διάσχιση Τρυπητής – Ποικιλασσού – Δωμάτων (τμήμα του Ε4, της μεγαλύτερης και πιο σκληροτράχηλης, στην Ευρώπη, ορειβατικής διάσχισης) θα μιλήσουμε ξεχωριστά, σε ιδιαίτερο αφιέρωμα, που αξίζει τον κόπο και τις θυσίες για την πραγματοποίησή της.

(1) P. Faur, Nomes de Montagnes Cretoises, Bullettin de l’ Association Guillaum Bude, p. 442.
(3) Μαν. Μανουσάκη, Οι κορυφές των Λευκών Ορέων, Κρητική Εστία, τόμος 9, σελ. 185.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το