Άρθρα

Ανέφικτοι στόχοι, αντιφάσεις και περικοπές συντάξεων στην πρόταση της επιτροπής Πισσαρίδη

Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*

Το «Σχέδιο Ανάπτυξης» της Ελληνικής Οικονομίας που υποβλήθηκε (23/11/2020) στην ελληνική κυβέρνηση από την Επιτροπή Πισσαρίδη, θέτει ως στόχο τη μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ το 3,5% για τη δεκαετία 2021-2030. Ο στόχος αυτός, σύμφωνα με το «Σχέδιο Ανάπτυξης» θα επιτευχθεί με ετήσια αύξηση της απασχόλησης κατά 1% και ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 2,5%. Στην προοπτική αυτού του κεντρικού στόχου, θεωρείται ότι η ανεργία το 2030 θα μειωθεί στο 7% από το 17,2% που ήταν το 2019 και 16,4% που ήταν κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020.
Όμως, από μεθοδολογική άποψη αναδεικνύονται σοβαρά ερωτήματα για τη ρεαλιστικότητα αυτών των στόχων. Κι αυτό γιατί εάν λάβουμε υπόψη τις δημογραφικές προβολές της Eurostat για την Ελλάδα το έτος 2019, όπου αποτυπώνεται η γήρανση του πληθυσμού της Ελλάδας, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός στη χώρα μας το 2020 είναι 6,667 εκατ. άτομα, το 2025 θα είναι 6,377 εκατ. άτομα και το 2030 θα είναι 6,050 εκατ. άτομα. Αντίστοιχα το εργατικό δυναμικό εκτιμάται, σύμφωνα με την Eurostat σε 4,470 εκατ. το 2025 και 4,320 εκατ. άτομα το 2030, όταν το 2020 είναι 4,620 εκατ. άτομα.
Έτσι, εάν θεωρήσουμε ως υπόθεση εργασίας ότι το ισοζύγιο εργαζομένων ανέργων θα είναι θετικό κατά 50.000 θέσεις εργασίας ετησίως, τότε το έτος 2030 η ανεργία θα είναι 2%, λαμβάνοντας υπόψη τα δημογραφικά στοιχεία και τις προβολές της Eurostat. Εάν όμως θεωρήσουμε ότι η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό θα προσεγγίσει το επίπεδο του 80% (ιστορικά στη χώρα μας δεν έχει ξεπερασθεί το 75%), τότε η ανεργία το 2030 θα είναι 7%, όταν και πάλι το ελάχιστο ιστορικό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν 8% το 2008, ποσοστό το οποίο η Eurostat στις εκτιμήσεις της θεωρεί ότι η χώρα μας θα προσεγγίσει το 2040.

Υπεραισιόδοξη και μονομερής η έκθεση
Κατά συνέπεια, αναδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η παρατηρούμενη υπεραισιοδοξία των στόχων ταυτίζεται με το σημείο του ανέφικτου τόσο των υποθέσεων εργασίας, όσο και των αναπτυξιακών προσδοκιών της Επιτροπής Πισσαρίδη. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι η μονομέρεια των επιχειρημάτων και των υποθέσεων εργασίας επηρεάζει αρνητικά τη μεθοδολογική συγκρότηση και συσχέτιση των μεταβλητών.
Συγκεκριμένα, ενώ η γήρανση του πληθυσμού θεωρείται από την Επιτροπή Πισσαρίδη ως το κύριο επιχείρημα για την αναγκαιότητα της ultra-κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, ταυτόχρονα αγνοείται εντελώς η επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί βιβλιογραφικά ότι, μεταξύ των άλλων, η Eurostat και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις μελέτες τους θεωρούν ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στη χώρα μας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού θα είναι 1,2%, ενώ η Επιτροπή Πισσαρίδη θεωρεί ότι η παραγωγικότητα της εργασίας θα είναι 2,5%.
Έτσι, η παρατηρούμενη αντίφαση συνίσταται στο γεγονός ότι ενώ η Επιτροπή Πισσαρίδη αγνοεί εντελώς την επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού στην παραγωγικότητα της εργασίας, ταυτόχρονα τη λαμβάνει υπόψη για την υποστήριξη της πρότασης κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης.
Επιπλέον, η αντιφατικότητα στην μεθοδολογική προσέγγιση παρατηρείται ανάμεσα στην προσδοκία επίτευξης του υψηλού επιπέδου της παραγωγικότητας της εργασίας, σε συνθήκες πλήρους αποδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας, τις οποίες συνιστά και προτρέπει η Επιτροπή Πισσαρίδη.

Έως 67 δισ. το κόστος μετάβασης
Το ίδιο αγνοούνται εντελώς από την Επιτροπή Πισσαρίδη οι αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη που θα προκαλέσει το κόστος μετάβασης της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης, το οποίο υπολογίζεται από 57 δισ. ευρώ μέχρι 67 δισ. ευρώ, ανάλογα με το μέσο ύψος της επικουρικής σύνταξης που θα χορηγείται στους ασφαλισμένους και το επιτόκιο, προκειμένου να υπολογισθούν οι μελλοντικές παροχές σε παρούσες αξίες. Επίσης, για την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη οι αρνητικές επιδράσεις της γήρανσης του πληθυσμού στις αποδόσεις των επενδύσεων (Credit Suisse: «How demographics affect asset prices», Global Demographics and Pensions Research, 2012).
Παράλληλα, η προτεινόμενη από την Επιτροπή Πισσαρίδη συρρίκνωση της αναδιανεμητικότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με τη μείωση της εθνικής σύνταξης και η αύξηση της ανταποδοτικότητας χωρίς αύξηση της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης θα αυξήσει τις ανισότητες μεταξύ των συνταξιούχων. Επιπλέον, η κατάργηση της εξαγοράς πλασματικών ετών και η πρόταση της Επιτροπής Πισσαρίδη να λαμβάνει ένας ασφαλισμένος μικρότερη σύνταξη εάν συνταξιοδοτηθεί στα 63 έτη της ηλικίας του με 40 έτη ασφάλισης σε σχέση με έναν ασφαλισμένο που θα συμπληρώσει τα 40 έτη στην ηλικία των 67 ετών, θα μειώσει σημαντικά τη συνταξιοδοτική δαπάνη την περίοδο 2020-2070 στη χώρα μας.
Πράγματι, με την υπάρχουσα σήμερα κοινωνικο-ασφαλιστική νομοθεσία η συνταξιοδοτική δαπάνη στη χώρα μας το 2018 ήταν 15,6% του ΑΕΠ, (στην Έκθεση Πισσαρίδη αναφέρεται 16,5% του ΑΕΠ) και 15,4% του ΑΕΠ το 2019, ποσοστά κατώτερα από το ανώτατο όριο (16,2% του ΑΕΠ) που επιβλήθηκε από τα τρία Μνημόνια, με προοπτική το 2070 να διαμορφωθεί στο 12% του ΑΕΠ (33,6 δισ. ευρώ) και το επίπεδο της μέσης μηνιαίας κύριας και επικουρικής σύνταξης θα είναι 985 ευρώ (μικτά).
Aξίζει να σημειωθεί ότι σοβαρά προβλήματα ακρίβειας και επικαιροποίησης των στατιστικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή Πισσαρίδη δεν παρουσιάζονται μόνο στο ποσοστό της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως προς το ΑΕΠ. Παρατηρούνται και στο ποσοστιαίο επίπεδο της νομοθετημένης κρατικής χρηματοδότησης (εθνική σύνταξη), καθώς και στο ποσοστιαίο επίπεδο της κρατικής επιχορήγησης (χρηματοδότηση ελλειμμάτων).

Πιο συγκεκριμένα το 2018 η συνταξιοδοτική δαπάνη ήταν 15,6% του ΑΕΠ, από το οποίο ποσοστό το 7,3% του ΑΕΠ προερχόταν από τις ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, το 5,5% του ΑΕΠ προερχόταν από τη θεσμοθετημένη κρατική χρηματοδότηση και το 2,8% του ΑΕΠ προερχόταν από την κρατική επιχορήγηση ( 10,1% του ΑΕΠ αναφέρεται στην Έκθεση Πισσαρίδη), ποσοστό κατώτερο από το αντίστοιχο μέσο ποσοστό (3,1% του ΑΕΠ) των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2030 η συνταξιοδοτική δαπάνη θα μειωθεί στο 12,9% του ΑΕΠ, η θεσμοθετημένη κρατική χρηματοδότηση θα μειωθεί στο 4,8% του ΑΕΠ και η κρατική επιχορήγηση θα μειωθεί στο 0,2% του ΑΕΠ. Τέλος, το 2070 η συνταξιοδοτική δαπάνη θα είναι 12% του ΑΕΠ, η θεσμοθετημένη κρατική χρηματοδότηση θα είναι 4% του ΑΕΠ και η κρατική επιχορήγηση θα είναι 0% του ΑΕΠ.
Αντίστοιχη σταδιακή μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και του επιπέδου των συντάξεων παρατηρείται την τελευταία εικοσαετία, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων που ζουν σήμερα με συνταξιοδοτικό εισόδημα κάτω του ορίου της φτώχειας. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί, μεταξύ των άλλων κρατών-μελών, η Γερμανία, στην οποία το 51,4% (9,3 εκατ. άτομα) του συνόλου των συνταξιούχων ζει (2019) κάτω από το όριο (999 ευρώ τον μήνα). Στην Γαλλία όπου παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια συνεχείς κοινωνικές αντιδράσεις στη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, σε σύνολο 17 εκατ. συνταξιούχων ( 2019), 1.4 εκατ. συνταξιούχοι (8,3%) ζουν κάτω από το όριο (1.015 ευρώ τον μήνα) της φτώχειας.

15% των συνταξιούχων κάτω από το όριο φτώχειας
Στην Ελλάδα σε σύνολο 2.481.970 συνταξιούχων (Οκτώβριος 2020), 376.835 συνταξιούχοι (15,2%) κύριας και επικουρικής σύνταξης, ζουν κάτω από το όριο (409 ευρώ τον μήνα) της φτώχειας. Στις συνθήκες και στα δεδομένα αυτά, η ενδεχόμενη υλοποίηση της πρότασης Πισσαρίδη, σύμφωνα με τους μακρο-οικονομικούς και αναλογιστικούς υπολογισμούς μας, θα μειώσει σταδιακά τη συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα στο 10,3% του ΑΕΠ (29 δισ. ευρώ, όσο ήταν το 2008) το 2070 (ο μέσος όρος στην Ε.Ε.-27 το 2070 θα είναι 12,2% του ΑΕΠ) και το επίπεδο της μέσης μηνιαίας κύριας και επικουρικής σύνταξης στη χώρα μας θα είναι 860 (μεικτά).
Στην προοπτική αυτή, όπως αποδεικνύεται με τον πιο σαφή, ποσοτικά και κοινωνικο-ασφαλιστικά τεκμηριωμένο τρόπο, το «Σχέδιο Ανάπτυξης» της Επιτροπής Πισσαρίδη, μειώνει περαιτέρω το σημερινό χαμηλό μέσο επίπεδο των συντάξεων κατά μέσο όρο 14,5% την περίοδο 2020-2070, επιδεινώνει σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων και ακυρώνει με τον πιο εύληπτο τρόπο, τον κεντρικό του στόχο που είναι η συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος κατά τη επόμενη δεκαετία στην Ελλάδα, ώστε να συγκλίνει σταδιακά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή και τις περιβαλλοντικές επιδόσεις.

* Ομότ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και υποψ. διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το