Τοπικά

Αναβιώνει στο ΜΟΔ Βόλου η δολοφονία στη Σωτηρίτσα Αγιάς

 

Στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου (Κακουργιοδικείο) Βόλου θα καθίσει την ερχόμενη Δευτέρα 6 Ιουνίου 54χρονος πρώην υπάλληλος των ΕΛΤΑ προκειμένου να δικαστεί για τη δολοφονία της 43χρονης συζύγου του, κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Η δολοφονία έγινε στις 3 Αυγούστου 2021 στη Σωτηρίτσα Αγιάς και στην οικογενειακή ταβέρνα, όπου βρέθηκε η άτυχη γυναίκα, έχοντας κληθεί λίγους μήνες νωρίτερα από τη μητέρα της να συνδράμει στην επιχείρηση, καθώς ο ιδιοκτήτης αδελφός της αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας, από το οποίο απεβίωσε μάλιστα πρόσφατα. Ο 54χρονος παραπέμπεται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της δολοφονίας ήταν ότι ο 54χρονος είχε ηχογραφήσει στο κινητό του τηλέφωνο τα τελευταία λόγια της γυναίκας του, ενώ την πυροβολούσε με ένα περίστροφο, οικογενειακό κειμήλιο… Άλλη μία παράμετρος της οικογενειακής τραγωδίας ήταν η εισαγγελική διάταξη που εκδόθηκε, σύμφωνα με την οποία, η επιμέλεια του τρίτου και ανήλικου παιδιού αφαιρέθηκε από τον δολοφόνο πατέρα και με δολοφονημένη τη μητέρα ανατέθηκε στα δύο μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας. Η παραπομπή του 54χρονου και καθ’ ομολογία δολοφόνου αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον για την ακροαματική διαδικασία, με δεδομένο ότι η εισαγγελική πρόταση, με βάση το αποδεικτικό υλικό (ψυχιατρικές γνωματεύσεις, καταθέσεις παιδιών κ.λπ.) τον παραπέμπει πως τέλεσε το έγκλημα «ευρισκόμενος εν βρασμώ ψυχικής ορμής», ενώ το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών τον παραπέμπει θεωρώντας ότι «έδρασε με ψυχραιμία», έχοντας δηλαδή «προμελετήσει το έγκλημα». Ο 54χρονος διαπληκτίστηκε με τη 43χρονη στην κουζίνα της οικογενειακής ταβέρνας και με το κινητό του τηλέφωνο ηχογράφησε τον τελευταίο τους διάλογο. Ο 54χρονος βγαίνοντας από το κατάστημα, ζήτησε από θαμώνα που εκείνη την ώρα έπινε καφέ στην αυλή της ταβέρνας, να καλέσει την ΕΛ.ΑΣ., με αστυνομικούς του Τμήματος Αγιάς να τον συλλαμβάνουν, καθώς τους ανέμενε και ομολόγησε την πράξη του. Στο βούλευμα συμπεριλαμβάνονται δύο ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες, σύμφωνα με τις οποίες ο δολοφόνος «έπασχε από διετίας τουλάχιστον από ψύχωση και συγκεκριμένα από παραληρηματική διαταραχή ζηλοτυπικού περιεχομένου, αφού διατηρούσε ακλόνητη πεποίθηση για την απιστία της συζύγου χωρίς να διαθέτει αποδείξεις γι’ αυτό». Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην εισαγγελική πρόταση «στην ψυχική κατάσταση του κατηγορούμενου υφήρπε αρχήθεν του συζυγικού του βίου μια ζηλοτυπική κατάσταση έναντι της συζύγου του, η οποία εκδηλωνόταν με σχετικά ήπιο τρόπο», δηλαδή «με εκρήξεις θυμού και σε κάποιες φορές με αποσπασματικές βιαιοπραγίες κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης». Η κατάσταση αυτή εκδηλώθηκε εμφανώς τα δύο τελευταία χρόνια. Ωστόσο το κρίσιμο γεγονός που διόγκωσε αποφασιστικά την ψυχική νόσο και πυροδότησε την έκρηξή της υπήρξε η απομάκρυνση της συζύγου από τη συζυγική εστία. Από τότε που η θανούσα φεύγει για το πατρικό της, για να υπηρετήσει τις ανάγκες της πατρικής της οικογένειας, ο κατηγορούμενος εισέρχεται στο φάσμα της ενεργούς πλέον ψυχωτικής διαταραχής, όπου χάνει τον έλεγχο των συναισθημάτων και των παρορμήσεών του». Η εισαγγελική πρόταση ήταν να παραπεμφθεί ο καθ’ ομολογία δολοφόνος για ανθρωποκτονία από πρόθεση, «ευρισκόμενος σε βρασμό ψυχικής ορμής, δηλαδή σε καθεστώς υπερδιέγερσης, δηλαδή σε ψυχική κατάσταση και ένταση, που να αποκλείει τη σκέψη και τη δυνατότητα της στάθμισης των αιτίων που κινούν στην πράξη ή απωθούν απ’ αυτήν ως απότοκο ψυχικής νόσου και δη παραληρηματικής διαταραχής ζηλοτυπικού τύπου, η οποία και αντίστοιχα προκάλεσε σημαντική μείωση της ικανότητας του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης». Αντιθέτως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών σημειώνει ότι «από τα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος έδρασε με ψυχραιμία, ηρεμία, αποφασιστικότητα και επικράτηση της λογικής, έχοντας, μάλιστα, προμελετήσει το έγκλημα που διέπραξε, μπορούσε δε αυτός, πέραν πάσης αμφιβολίας, να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, δηλαδή να συνειδητοποιήσει τον άδικο χαρακτήρα της και να συμμορφωθεί με την αντίληψή του αυτήν». Από την πλευρά του ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι διαπληκτίστηκε με το θύμα πριν από την τέλεση της πράξης του και πήγε στη συνέχεια στο αυτοκίνητο, προκειμένου να πάρει το όπλο του εγκλήματος.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το