Θ Plus

Αναπάντεχος Βάλτος – Προσκύνημα στη γενέτειρα του Καραϊσκάκη

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ταξίδευα πρώτη φορά σε τούτα δω τα μέρη. Σκουληκαριά και Γάβροβο, Χελώνα Χρυσοράχη… Τι είναι, θα μου πείτε, τούτα πάλι;
Τα είδε πουθενά η χάρη σας; Μα ούτε η αφεντιά μου δεν τα ξέρει.
Είναι κακό; Kαθόλου αν κρίνω από την ταπεινότητα, με την οποία είναι εξοπλισμένη η φύση.
*
Τον ανήσυχο άνθρωπο τον διακατέχει ένας άκρατος αισθητισμός και μια πειραματική γνωσιθηρία, που δεν τον αφήνουν τελικά να γίνει κοινωνός της αυθεντικής γνώσης.
Εγωπαθητικός ο σύγχρονος ταξιδευτής, με δίχως αυτενέργεια και αυτεξουσία, μεταφέρει υπό μάλης ένα κιβώτιο αδιάλλακτης εμπειρίας και μονολιθικών γνώσεων, εξαργυρωμένων από το λιανεμπόριο των ετοίμων ιδεών που δεν έχουν πέραση πια στους διψασμένους αισθητές.
Ας γίνω πιο προσιτός. Μόλις βγω από την πόλη μου αλλάζω ένδυμα και μια πληθωρική κι αδέξια ατομικότητα με εξουσιάζει. Η φύση προσιδιάζει περισσότερο στους μοναχικούς αισθητές, και σκορπάει απλόχερα τη μορφή της μακριά από τους στείρους αγνωστικισμούς…
Θέλει η ίδια να διαφεντεύει τον περίγυρό της μα και όλους όσοι ασχολούνται με τα καμώματά της.
Μιλάω για τη Φύση…
*

Η κούλια στο Κομπότι του Βάλτου

Παινευόμουνα λοιπόν μέχρι ψες πως ήξερα μαθές – ξεράδι μου – καλά και σώνει, σύμπασα τη γεωφυσική πραγματικότητα (βουνά, φαράγγια, χάρτες και νησιά). Μα σήμερα με ξύπνησε ένας σφάχτης. Σφάχτης αφαιρετικός, που διαιρούσε τις γνώσεις κομματάκια. Πολυμηχάνημα ήτανε του νου αυτό που μ’ έσφαζε, κοινώς πολλαπλασιαστής, ο οποίος τεμάχιζε τις γνώσεις που έως τότε είχα αποστηθίσει και τις σερβίριζε στο λιανεμπόριο που σας έλεγα, των ετοίμων ιδεών…
Ταξίδευα, βλέπεις, πρώτη φορά σε τούτα δω τα μέρη. Κομπότι, Καθαροβούνι, Χρυσοράχη, Φλωριάδα, Χρυσοπηγή, Γιαννιώτη και Σκουληκαριά. Κι όλο σκαρφάλωνα σε πετρωμένα βουνά, βουνά αρσενικά, θεόρατα και πανώρια κι άκουγα κάτι παράξενα ονόματα, Γάβροβο λέει και Χελώνα, Περδικοράχη Τσούμα και Βλαχιώτη…
Τα είδε πουθενά η χάρη μου; Τα είδε η αφεντιά μου, θέλω να πω τα ήξερα από πριν; Κι αφού δεν τα ήξερα, πόσο μαθές πίστευα στην αυτοδυναμία τους μα και στην εμορφιά τους…
Έτσι απόμεινα λειψός, λειψός μέσα στην καθωσπρέπει μου άγνοια, την καλλιεργημένη αμάθεια και τη δήθεν πολυπραγμοσύνη μου.
Αυτομάτως ξέχασα ό,τι είχα μάθει έως τότε. Ό,τι είχανε τα μάτια μου κι ο νους αποστηθίσει.
Κι η γνώση; Εκείνη η μίζερη γριά με τα πολλά αρώματα, πού θα τη βάλεις για να σου πει το ένα τάχα και το άλλο;
Στρογγυλοκάθισε αναπαυτικά, έξυσε την κούτρα της κι αρκέστηκε στους τεμενάδες που της έκαμαν οι χειροκροτητές της…
«Άσε τους άλλους», λέει, «να βγάλουν το φίδι από την τρύπα». «Μα ποιο φίδι»; Το φίδι, ντε, της άγνωστης ετούτης μεριάς που σπιθαμή τη σπιθαμή αποκαλύπτεται εμπρός στα έκπληκτα μάτια μας…
Κι η γνώση που λένε, η σοφή, πολύξερη κυράτσα, έδεσε τα χέρια της πλεχτά και μουρμούρισε:
Καλύτερα νια και άπειρη, παρά γριά πολύξερη…
Έγειρε από τη μια μεριά εκείνη που ήξερε καλύτερα και μονολόγησε πικρά:
«Πρέπει πάντα να σιωπάς, αν κάτι έχεις μάθει… κι αν κάτι θέλεις για να πεις, να λες εγώ δε ξέρω… Είναι η γνώση η πιο σοφή, η στέρεα καλάδα»…
*
Γίνομαι διδακτικός; Το παίρνω πίσω. Αλλά τραβάω εμπρός. Αυτό το αναπάντεχο ταξίδι ξαφνικά παίρνει πελώριες διαστάσεις, γίνεται πραγματικά μεγάλο. Πολύ μεγάλο…
Η πείρα πάντως μου έμαθε να ψαρεύω σε θολά νερά. Ιδιαίτερα μέσα σε ομίχλες, αντάρες και αλλαξοκαιριές.
Έτσι ξεκίνησα εκείνο το πρωί από την Πάτρα για τον Αμβρακικό. Έναν Αμβρακικό που τον είχα, λέει, ξεσκονίσει. Αμ, δε…
Φτάνω στην έξοδο για Κομπότι και Μενίδι. Ναι, εδώ έφταναν τα πρώτα σύνορα της Ελλάδας. Αν κάποιος είναι παρατηρητικός, λίγα μέτρα πριν βγει από το δίκτυο της Ιόνιας Οδού, θα δει δεξιά να πνίγεται ανάμεσα στις ελιές ένα ογκώδες ολοπέτρινο κυκλικό μεγαθήριο, που δεν είναι τίποτ’ άλλο από την κούλια (τουρκικό φυλάκιο) στις Γενιτσάρισσες, της συνοριακής γραμμής του 1832.

Ανεβαίνοντας για την κορφή Χελώνα του Γάβροβου

Μηδενίζω τον χιλιομετρητή στην έξοδο της Ιόνιας Οδού και στο δεύτερο χιλιόμετρο περνώ από το κεφαλοχώρι στρίβοντας στην πρώτη διασταύρωση αριστερά για Φλωριάδα. Δύσκολο να καταλάβει κανείς πού οδηγεί αυτό το ομαλό εκ πρώτης όψεως οδικό δίκτυο.
Στα 5,5 χιλιόμετρα παρατηρώ στο βάθος μια χρυσορόδινη κοιλάδα που τη διαρρέει ένα πλούσιο ποτάμι. Είναι ο Κομπότης ποταμός και στέκομαι να τον φωτογραφίσω, αλλά συνάμα το βλέμμα μου αιχμαλωτίζει ένας καινούργιος πύργος που υψώνεται αγέρωχος πάνω από τον δρόμο και καλύπτεται κατά ένα μέρος από αγριλιές, βάτα και ψηλόσωμους θάμνους.
Φορτωμένος περιέργεια διασχίζω τον δρόμο, περνάω από την άλλη μεριά κι ενώ η βροχή όλο και δυναμώνει, σκαρφαλώνω την οχτιά, πιάνομαι από βεργιά και κληματσίδες και σπρώχνω χορταριές αφάνες και τούφες αγριάγκαθα, για να προσεγγίσω το πέτρινο θεριό. Με ζώνει η περιέργεια για την ταυτότητα του κυκλικού πύργου. Μοιάζει πολύ με τον άλλο, την κούλια δηλαδή του αρτινού κάμπου που είδα στον ελαιώνα πριν από το Κομπότι.
Μια πινακίδα γκρενά, ξεθωριασμένη, πνιγμένη μέσα στ’ αγριόχορτα, σε πλαίσιο μεταλλικό, στη νότια πλευρά του πύργου γράφει:
«Συνοριακό τουρκικό φυλάκιο (Κούλια) Έτος 1832 – 1881. Εδώ ήταν τα όρια του πρώτου Ελληνικού Βασιλείου».
Τη γυροφέρω. Έχει μικρές τρυπούλες για παράθυρα που χωρούν μονάχα ένα βλέμμα κι ίσως μια κάννη τουφεκιού. Αλλά από την πίσω της πλευρά έχει μια τεράστια τρύπα που μπορεί να μπει κανένας στο εσωτερικό του πυργίσκου.
Εισχωρώ σαν σε μυστήριο μεσαιωνικού μουχλιασμένου πύργου. Ολόγυρα έχει αφεθεί αρκετός χώρος, ενώ στη μέση δεύτερος εσωτερικός και απόλυτα προστατευμένος πυργίσκος υψώνεται σαν μανιτάρι κι εξυπηρετεί προφανώς για την άνοδο στην έπαλξη. Ο εσωτερικός αυτός πυργίσκος είναι συνδεδεμένος με την υπόλοιπη κατασκευή με καμπυλωτή χτιστή ένωση, κάτι που δεν έχω ξαναδεί πουθενά.
Πιστεύω πως αποτελεί ειδικό ιστορικό μνημείο εποχής και πρέπει να αναδειχθεί η ταυτότητα και η αρχιτεκτονική του πρωτοτυπία. Αλλά είπαμε, ό,τι δεν είναι ελληνικό…
*
Συνεχίζω την πορεία μου δίπλα από το ποτάμι, χωρίς εκπλήξεις. Ανηφορίζω σιγά σιγά, έχοντας πάνω από το κεφάλι μου μια θολή νεφώδη επίστεψη, έναν άγνωστο ορεινό όγκο που μοιάζει σαν μακρυνόρος. Πλαισιώνεται από βαριά μεταλλικά σύννεφα, γιομάτα νερό που πιτσιλίζουν την ατμόσφαιρα.
Μα ποια βουνά είναι αυτά που παρατάσσονται σαν φαλαγγίτες από πάνω μου; Μαθαίνω από ντόπιους πως λέγεται Μακρυνόρος και πως είναι η άλλη αυτόχθονη ονομασία της οροσειράς του Βάλτου.
Αργά αργά εισχωρώ στη μαγική ατμόσφαιρα ενός τοπίου που μέχρι ψες ούτε καν φανταζόμουνα. Ένας εξώστης με κιόσκι με καταχωρεί ως υπερ-όπτη του θαύματος που λέγεται Αμβρακικός.
Περνάω το Καθαροβούνι και ύστερα από λίγο τη Φλωριάδα. Ώς λίγο παραπάνω, τη Χρυσοράχη, τα πράγματα μπορεί να μοιάζουν με πολλά άλλα ελληνικά τοπία, αλλά από δω και πάνω, μέσα στις βαθιές εμπασιές του βουνού αλλάζει δραματικά η σύσταση, η δομή και το ορφικό μεγαλείο της αιτωλικής φύσης.
Τα σύννεφα μπαινοβγαίνουν, οι ρεματιές αλλάζουν φουστάνια, οι δρυς, τα πλατάνια και οι γαύροι ανακατώνονται με τις ελατιές κι ο ήλιος που τα πυρπολεί με εναλλαγές ηλεκτρικής σκόνης, προσθέτει και αφαιρεί στοιχεία εξωκοσμικά.
Φτάνω στη Χρυσοπηγή. Μα τι θαύμα ειν’ ετούτο; Tι πανώρια φύση, τι νερά, τι αέναες πηγές, τι έχουν κάμει οι άνθρωποι; Από μια βαθιά ρεματιά αναβλύζει πλούσιο νάμα, το έχουν ζέψει με κανάλια έχοντας χτίσει γεφυράκια και περαταριές, χώρια που ομόρφυναν το συγγενικό τους πλατάνι ζωγραφίζοντας τις τρύπες…
Τα πλατανόφυλλα είναι επίτηδες σκορπισμένα στους δρόμους για ν’ αναδίνουν τη στυφή ευωδιά της εποχής.
Αφήνω την όνομα και πράμα Χρυσοπηγή κι ανηφορίζω. Ώσπου ν’ αλλάξουν σελίδα τα πολυσχιδή βιβλία του Βάλτου, εντοπίζω, μέσα σε καινούργια αντάρα που κατεβαίνει φουριόζα από το βουνό, μια πινακίδα που γράφει: «Προς κορυφή Χελώνας Υψόμ. 1.538 m. Ώρες 3.30».
Παίρνω ένα καλοπατημένο δρομί κι ανηφορίζω. Λέω, όπου με βγάλει. Με βγάζει στα σύννεφα. Είναι κι αυτό μια από τις αληθινές ουσίες του βουνού. Εξίσου όμορφη, αποκαλυπτική, πολυδιάστατη.
Επιστρέφω τυλιγμένος από την ηδονική υγρασία των πλαγιών. Το ταξίδι μου αυτό δεν έχει προορισμό. Ο προορισμός είναι το ταξίδι. Περνάω το χωριό Πέτρα ή Χελώνα και γλείφω τις ορθοπλαγιές του Γάβροβου. Τι έχουν να ζηλέψουν τούτες οι πέτρες κι οι γκρεμοί από τα Καζάνια του Ολύμπου;
*

Η Μονή Κοίμησης της Θεοτόκου στη Σκουληκαριά

Δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα από τις εκπλήξεις και νάσου μια άλλη πονηρή διασταύρωση: Της Σκουληκαριάς και της Καλεντίνης. Ακολουθώ την πρώτη.
Ένας παπάς που γυροφέρνει εκεί περπατώντας κάτω από την ομπρέλα του με σταματά. Μου λέει για την εκκλησία της Αγια-Παρασκευής, τον πλούτο του χωριού, το μοναστήρι και το τελωνείο…
Ο παπα-Θεοφάνης αποδεικνύεται έξτρα οδηγός τοπίου. Μου μιλάει για το χωριό του, το Γιαννιώτι και όλες τις παραξενιές της φύσης. Τον αφήνω με την ελπίδα να τον ξαναδώ εκεί κατά το καλοκαίρι…
Τότε υψώνει τα χέρια του στον ουρανό σχηματίζοντας με τους βραχίονές του μια τεράστια θεϊκή κούπα που είναι έτοιμη να δεχτεί στους κόλπους της όλους τους ανθρώπους. Ταπεινούς και κομπορρήμονες.
Μου λέει τρέξε να δεις τον Καραϊσκάκη μας.…
Τον αφήνω και πιάνω πλατεία. Κόσμος πάει κι έρχεται. Κυνηγοί, συλλέκτες, εσωτερικοί μετανάστες.
Η Σκουληκαριά είναι ένα από τα μεγαλοχώρια που ο δρόμος την αδικεί. Βρίσκεται κάτω από το πλατύ γείσο του Γάβροβου, της πανέμορφης οροσειράς του Βάλτου. Κάπου εδώ πιο ψηλά είχε χαραχθεί και περνούσε η γραμμή των ελληνοτουρκικών συνόρων.
Όμως το κεφαλοχώρι ήταν και εξακολουθεί να είναι μια πλούσια και αρχοντική πολιτεία που θέλγει τον επισκέπτη.

Αυτά για πρόφταση…

Δεκέμβρης του ’19

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το