Πολιτισμός

Αναμονή

Της ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΤΣΑΚΟΥΡΙΔΟΥ

Μεσ’ τους αιώνες της αναμονής μου
προσμένοντας τον ήλιο για να φέξει
εργάτης στ’ αμπελοχώραφα του νου μου…
διάβαινα τις μέρες του καιρού μου…
Έσκαψα, κλάδεψα, τρύγησα,
δάκρυσα μα δε λύγισα…
ήπια το γλυκόχυμο κρασί μου
νέκταρ Θείο από τη δούλεψή μου…
με ιδέες και οράματα,
απ’ του έρωτα τον τρύγο
και τα σκάμματα.
Αγιονέρι από μόχθο αψηλό,
απ’ τον καταμέθυστο προγονικό κρουνό…
και κάρπισε η γη, καρπό αγλαό
και γίνηκα αφέντης στους λειμώνες,
υποτάχθηκαν στη λησμοσύνη
οι σκαιοί κι ανήλιαγοι χειμώνες
κι εφύτρωσαν μαργαρίτες κι ανεμώνες
χαμόμηλα, κυκλάμινα και κρίνα
εμπλούμισαν της πλάσης τη βιτρίνα
σε περίβολο ανθηρό, σ’ ένα περίβλεπτο αγρό,
πλάι στων δακρύων τον ποταμό…
απλόχωρα στο φως να οδοιπορήσεις
με τ’ αγαστά γεννήματα της φύσης.
Πολύηχες μελωδίες ιαμάτων
στη συμφωνική ορχήστρα των χρωμάτων
προσέδωσαν νόημα και σκοπό
στο στροβίλισμα το ερωτικό…
στων ονείρων τα κυρίαρχα μοτίβα
στου νοός την απειρόδετη κουκίδα.
Δωρήματα μυσταγωγίας ευλαβικής,
υφαίνοντας και ξυφαίνοντας
στον καμβά μιας άμετρης βιοτής,
την ανάγκη μιας πλατύτερης πνοής
που αείρροα την κτίση κατευθύνει
μ’ ένα άρωμα νοσταλγικό που δε φθίνει
της αγάπης τη μέθεξη
τη μελίρρυτη σαγήνη…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το