Άρθρα

Αναμνήσεις ζωής…

Του Διονύση Λεϊμονή

Ξεφυλλίζοντας το παρελθόν γυρνάς απρόσμενα πίσω. Μια φωτογραφία παράπεσε σαν από το πουθενά λες, κι έσκυψα να την περιμαζέψω ενήλικας ων με συστολή εφήβου. Πάσχα έξω από το σπίτι μας στη γενέθλια πόλη… Η αφεντιά μου είχε φτάσει κιόλας στο Λύκειο ανεβαίνοντας κάμποσα σκαλιά στη βαθμίδα του χρόνου. Πάσχα στο Αιτωλικό, μια κουκίδα γης που χρόνια τώρα πλατσουρίζει στη λιμνοθάλασσα έχοντας πάντα τεντωμένα δυο χέρια πέτρινα γεφύρια για να κρατάει επαφή με τη στεριά των άλλων. Άκρη αριστερά ο μεγάλος αδερφός Χρήστος γυρνάει το αρνί στη σούβλα-μεγάλο το ήθελε πάντα η μάνα το αρνί, δεν έβαζε «γάτα στο σουβλί» να γίνουμε περίγελως στη γειτονιά. Δίπλα του εγώ καθισμένος με τα χέρια σταυρωμένα σε πόζα αναγκαστικής φωτογράφισης. Δεν χαμογελάω τώρα, το «βάρος» της εφηβείας κατέβασε τα βλέφαρα. Στέκομαι όμως ψύχραιμος μπροστά στον Λευτέρη, τον πλανόδιο φωτογράφο που τριγυρίζει τις γειτονιές με ένα ποδήλατο της κακιάς ώρας για να αποθανατίσει τη ζωή χωρίς να ψυλλιάζομαι ότι μάλλον αυτή θα ήταν η τελευταία οικογενειακή μας φωτογραφία πριν τον χαμό του πατέρα. Δίπλα του η μάνα, η κυρά Μαρία, κάθεται με γυναικεία συστολή χαμογελώντας αμήχανα. ΄Εχει καλοχτενισμένα τα μαλλιά. Από το Μέγα Σάββατο τα είχε τυλιγμένα σε μπικουτί για να είναι ευπρεπής το Πάσχα κι η Βούλα, η γειτόνισσα απέναντί μας, προθυμοποιήθηκε να τής τα φορμάρει με σχεδόν επαγγελματική δεξιοτεχνία. Φοράει σκούρα καφέ φούστα και μπλούζα καφέ σε λίγο πιο ανοιχτή απόχρωση- τα μαύρα αργότερα τα φόρεσε, πολλά χρόνια πάνω της. Στο στήθος κρέμεται ο χρυσός σταυρός της. Στην άκρη δεξιά ο πατέρας Νίκος, ο pater familias, άνθρωπος του μόχθου-καφετζής εδώ και μια εικοσαετία τουλάχιστον- απολαμβάνει μια Κυριακή του Πάσχα κοιτώντας κάπως αινιγματικά τον φακό. ΄Ισως η μπουκιά από το πασχαλινό αυγό και λίγο τσουρέκι που ακόμα έχει στο στόμα του δεν του επιτρέπει να χαμογελάσει αν κι ο πατέρας γέλαγε συχνά, γέλαγε και τραγουδούσε στο σπίτι, στη δουλειά, στην ταβέρνα με φίλους, στη βόλτα του με τον… «γάιδαρό» του, όπως έλεγε το μικρό κίτρινο ποδήλατο με το οποίο ποδηλατούσε σχεδόν καθημερινά στην παραλία του νησιού. Ένα «νησί» στο οποίο διαδραματιζόταν η ζωή με μπόλικη ένταση. Τσακωμοί, φωνές, πειράγματα, αρραβωνιάσματα, γάμοι, χωρίσματα, γέννες, θάνατοι, πανηγύρια, κουβάρι αξέμπλεχτο ενεργοποιώντας όλες τις αισθήσεις μας. Ατενίζαμε γη κι ας πατάγαμε λάσπη, μάς αποζημίωνε το δείλι ο κροκωτός ουρανός, τα γλαρόνια στους πασσάλους, οι ψαρόβαρκες που λικνίζονταν ναζιάρικα, δεν κοιτάζαμε το κενό. Αφουγκραζόμασταν ομιλίες ανθρώπων, κρωξίματα βατράχων, θροΐσματα ευκάλυπτων, δεν ακούγαμε άηχους ήχους. Αγγίζαμε τους ανθρώπους, δεν πιάναμε το τίποτα. Οσφραινόμασταν την αύρα γύρω μας ανάμεικτα με λιβανιές. Γευόμασταν μια καθημερινότητα, δεν μασάγαμε τυπικά ούτε μηρυκάζαμε απόγνωση. Πόσα μού θύμισε η φωτογραφία!!! Την πατρίδα που προσδιόρισε και προσδιορίζει τη ζωή μου! Μπόρεσα να δω και να ακούσω και το «μετά» της φωτογραφίας:

Ο αδερφός μου ζούρλισε το αρνί μην «πιάσει» η κοιλιά, η διχάλα ξέφυγε, το αρνί βρέθηκε στα κάρβουνα. Ανταριαστήκαμε. Έτρεξε ο μπάρμπα Νάσος, καλός γείτονας, έμπειρος ψήστης, έβαλε ένα χεράκι, το κατεβάσαμε από τη φωτιά, σκούπισε η μάνα τις στάχτες μουρμουρίζοντας «Κακοτυχιά… κακοτυχιά… να φας το κεφάλι σου, Σατανά», ώσπου όλα μπήκαν στη θέση τους και η διαδικασία συνεχίστηκε ώς αργά το μεσημέρι, που τσουγκρίζαμε τα αυγά, σηκώναμε τα ποτήρια, χωρούσε όλη η γειτονιά σε ένα στενόμακρο τραπέζι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά… μέσα σε ομοβροντία αυτοσχέδιων βεγγαλικών (πατλατζίκια). Ημουν παιδί τότε που μεγάλωνα, έκανα όνειρα, προσπαθούσα να φανταστώ πώς είναι άραγε να μεγαλώνεις, να φεύγεις από το σπίτι, να ανεξαρτητοποιείσαι, να δουλεύεις, να κάνεις δική σου οικογένεια… Στην ουσία όμως δεν άλλαξα, ο ίδιος είμαι και τώρα. Ώρες ώρες ψαχουλεύω μέσα μου εκείνο το ονειροπόλο παιδί που ήθελε να κερδίσει τη ζωή, τον έφηβο που νόμιζε πως θα είναι πάντα προστατευμένος δεξιά κι αριστερά του από τους αγαπημένους του, ακόμα κι αν πάσχιζε να κερδίσει μια πολυπόθητη ελευθερία. Από την άλλη σ’ εκείνο το παιδί και κατόπιν έφηβο διακρίνω μια ώριμη σκέψη, συχνά πιο ώριμη για την ηλικία του, έναν μεγαλίστικο προβληματισμό, μια ένταση και μπόλικο άγχος για το παραπέρα, γεμάτο φόβους, ανησυχία και αγωνία σε έναν κόσμο που όσο τον γοήτευε άλλο τόσο τον τρόμαζε με τη μεγαλοσύνη του, την παλαβομάρα του και την ασυνέπειά του.

Περιεργάστηκα ώρα τη φωτογραφία. Μου έκανε πολύ καλό να την ξαναδώ, να με ξαναδώ, να θυμηθώ όσα δεν έπρεπε να ξεχάσω. Οι μυρωδιές από το ξυλόφουρνο του μπάρμπα Πέτρου έφταναν στην οδό Μεσολογγίου, με αριθμό 34. Ο αργαλειός στον δρόμο με γυναίκες που προσπαθούσαν να τεντώσουν το στημόνι, ένας ζητιάνος τραγουδούσε στις γειτονιές, ένα τσούρμο παιδιών χοροπηδούσαν γύρω του. Δροσίστηκε η ρίζα μου, έρρευσαν οι χυμοί της ανάμνησης μέσα μου. Χαμογέλασα με μια γοητευτική, άδολη αμηχανία. Τελικά ο ευφυέστερος σκηνοθέτης είναι η ίδια η ζωή στην ταινία της ζωή μας. Το πριν και το μετά μιας φωτογραφίας δεν το υποπτεύεσαι εύκολα. Το πριν και το μετά των ανθρώπων και των τόπων το προαισθάνεσαι, το φαντάζεσαι, το «σκηνοθετείς» μα πάντα αμφιβάλλεις. Ετσι μάλλον μπορώ να χαμογελώ, να αγωνιώ ως παιδί ή έφηβος, να σκέφτομαι ως μεγάλος, πάντα ο ίδιος, ο μικρός Νιόνιος – ένα βλέμμα απέναντι απ’ το Τζάντε- που δεν έμεινε μικρός. Θυμάμαι πόσο αφόρητη μού φάνηκε εκείνη η χρονιά των δεκατριών μου χρόνων, θεέ μου… Νόμιζα πως δεν θα βγω ποτέ από τη γρουσούζικη ηλικία. Τώρα ως ο ενήλικας νιώθω, αντιδρώ «φυσιολογικά», αντίδοτο μιας ζωής-νόμισμα διπλής όψης, ζάρι φέρνοντας πότε ντόρτια, πότε εξάρες. Βόλεψα τη φωτογραφία σε άλμπουμ οικογενειακό, σιωπηλά. Το έκλεισα έπειτα κι άρχισα να γράφω. Είχα πολλά να γράψω, χορτασμένος από ένα παρελθόν ζωντανό σε ένα παρόν αρκούντως γοητευτικό… Το Αιτωλικό βαράει πάντα τα όργανα μέσα μου, νταούλια και πίπιζα αναζητώντας κάποιον περιπλανώμενο φωτογράφο να καταγράψει ακόμα και τα πιο βαθιά συναισθήματά μου… «Ψιτ, η ζωή συνεχίζεται, μικρέ», ακούστηκε μια φωνούλα κάπου εκεί γύρω. Σαν να μου φάνηκε γνώριμη…! Ασυναίσθητα παρέφρασα την «Ιθάκη» του ποιητή: «Η «Ιθάκη» σου δεν σε γέλασε, μικρέ, σού έδωσε ετούτο το ωραίο ταξίδι»…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το