Άρθρα

Αναμνήσεις του Ευάγγελου Τσιρώνη (1896-1985) από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή

Του Κ. Μαυρομμάτη

Ο Ευάγγελος Τσιρώνης καταγόταν από τα Κανάλια της Καρδίτσας και ήταν πατέρας του Δημητρίου Τσιρώνη, πολιτικού μηχανικού του άλλοτε Μικρού Πολυτεχνείου Βόλου.
Στην εκστρατεία που κάναμε στη Μικρά Ασία, φθάσαμε κάποια μέρα στα υψώματα του Εσκή Σεχίρ, από όπου βλέπαμε την Άγκυρα. Μείναμε εκεί επί 5 μήνες περίπου, ακόμη και με χιόνι. Εγώ ήμουν στο ιππικό και τρέχαμε πότε εδώ και πότε εκεί.
Αργότερα, όταν άρχισε η οπισθοχώρηση, είχαμε πάρα πολλούς σκοτωμένους στρατιώτες. Μάλιστα μερικές φορές, ήταν ίσιο το μέρος που πολεμούσαμε και βάζαμε ως πρόχωμα τους σκοτωμένους για να γλιτώσουμε από τις εχθρικές σφαίρες.

Το βράδυ που άρχισε η άτακτη οπισθοχώρηση, ήταν τόσο αστραπιαία, ώστε εμάς ξέχασαν να μας ειδοποιήσουν. Μόλις έφεξε έρχεται κάποιος και μας φωνάζει:
– Άντε, λοιπόν, το κάθεσθε; Έχουμε οπισθοχώρηση, ο άλλος ο στρατός έφυγε τη νύχτα.
Και αμέσως αρπάζει ένα άλογο και πάει να φύγει. Παίρνω αμέσως το μάλινχερ και τον φωνάζω.
– Σταμάτα αμέσως, αλλιώς σε βάνω (σε τουφεκίζω). Πού πας; Τι είσαι εσύ;
Νόμισα δε ότι ήταν Τούρκος και είπε έτσι για να πάρει το άλογο.
– Είμαι αγγελιοφόρος του 1ου Συντάγματος Ευζώνων, του 6ου λόχου, μου απαντά.
Αρχίσαμε, λοιπόν, την οπισθοχώρηση, στην οποία οι Τούρκοι μάς κυνηγούσαν από κοντά. Σκοτώθηκαν πολλοί δικοί μας. Από τους 40 στρατιώτες μείναμε οι 15 και φθάσαμε στα μετόπισθεν, στο δικό μας τάγμα. Και από εκεί στο σύνταγμα. Εκεί πλέον γινήκαμε ένα: Φαντάροι, εύζωνοι, πυροβολητές, όλοι μαζί.
Εκεί κρατήσαμε 15 μέρες και μπορώ να πω ότι χορτάσαμε ψωμί γιατί το παίρναμε από τα γύρω χωριά, που είχαν εύφορη γη.

Τα πόσα πέρασα και τι κακουχίες τράβηξα, αργότερα δεν λέγονται. Αυτή την ώρα τρέμω που τα θυμάμαι. Το μόνιμο φαγητό μας ήταν το μπλουγούρι. Αλλά κι αυτό δεν προλάβαινες να το φας μερικές φορές. Μόλις το παίρναμε από τον μάγειρα, ερχόταν διαταγή να φύγουμε. Οπισθοχώρηση πάλι.
Ταλαιπωρίες, ταλαιπωρίες με τις άτακτες αυτές οπισθοχωρήσεις. Τελικά μαζί με έναν στρατιώτη από τον Μεσενικόλα, αποφασίσαμε να το σκάσουμε, να λιποτακτήσουμε και όπου φύγε – φύγε. Έτσι έκαναν και πολλοί άλλοι, γιατί το σύνταγμα άρχισε να διαλύεται.

Έτσι, πεζοπορώντας και ύστερα από αφάνταστες περιπέτειες, με τους «τσέτες» να μας κυνηγούν, φτάσαμε στη Σμύρνη από όπου φύγαμε με καράβια. Ήρθαμε απέναντι στην Ελλάδα και με το τρένο φθάσαμε στη Θεσσαλονίκη, από εκεί στη Λάρισα, μαζί με κάποιους φαντάρους από το Μορφοβούνι (Βουνέσι). Εκεί μείναμε σε ένα ξενοδοχείο και το πρωί, όταν πήγαμε να πληρώσουμε τον ξενοδόχο, μας λέει:
– Δεν θέλω χρήματα. Αυτό που κάνατε, αξίζει πολύ περισσότερο και δεν μπορούμε εμείς εδώ να σας το ξεπληρώσουμε.

Εκεί στη Λάρισα βρίσκω τον Λουκά Δήμου, και τον Λάμπρο Μανώλη, και μαζί ήρθαμε στο χωριό. Υπηρέτησα δε συνολικά 5 χρόνια στρατιώτης, κατά την ανώμαλη εκείνη περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής.

Φωτό: Χάρτης της Μ. Ασίας φιλοτεχνημένος από τον Σωτήρη Ζήση (1902 – 1989) και αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο «Ένας αυτοδίδακτος χαρτογράφος Σωτήρης Ζήσης» (εργαζόταν ως κλισετζής και ρετουσέρ στο τσιγκογραφείο της εφημερίδας «Μακεδονία». Ήταν σπουδαίος λαϊκός ζωγράφος και αυτοδίδακτος χαρτογράφος. Γύρισε όλη τη Μικρά Ασία ως στρατιώτης, για 4,5 χρόνια)

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το