Άρθρα

Η αναγκαιότητα της αναγέννησης μιας νέας ριζοσπαστικής Σοσιαλδημοκρατίας

του Γιάννη Πρίγκου

Η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια παραμένει στο περιθώριο των εξελίξεων,αμέτοχη και ανέπαφη. Ένα ακόμη δείγμα γραφής της πολιτικής κουλτούρας που δημιουργήθηκε, που συνέδεσε και συνδέει κάθε πράξη συμμετοχής και δράσης με προσωπικούς προσανατολισμούς, με προσωπικές στρατηγικές. Έτσι φαντάζει απόλυτα φυσιολογικό, αφού κανείς δεν έχει να προσφέρει κέρδος, να μην υπάρχει συμμετοχή, να μην υπάρχει επαφή. Οι πολίτες έμαθαν να έχουν αυτόματες λύσεις για τα προβλήματά τους και συνεχώς κέρδος. Δεν αναρωτήθηκαν όμως σχεδόν ποτέ από πού προέρχεται το κέρδος αυτό. Δεν αναρωτήθηκαν εάν το κέρδος αυτό είναι συλλογικό. Εάν προάγει τη χώρα. Και πολλές φορές οι πολιτικές ενδίδοντας σε ισχυρές πιέσεις μειοψηφιών έδιναν και δίνουν προσωπικές λύσεις. Είναι άλλωστε στη φύση της πολιτικής. Αλλά εάν είναι κατά βάση αυτό, οι πολιτικές παύουν να είναι πολιτική και γίνονται καθαρά τρόπος αναπαραγωγής της εξουσίας. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων κτυπούν την πόρτα της χώρας, την ώρα που αυτή βουλιάζει. Κανείς όμως δεν ομολογεί ότι η ανάταξη και η σωτηρία είναι σκληρή υπόθεση. Όλοι κονταροχτυπιούνται για την έξοδο από τα μνημόνια, για τη νέα αρχή για το ότι θα διασφαλίσουν στους αδύνατους την επιβίωση. Μια επιβίωση όμως, που προϊδεάζει «αδέσποτα ζώα» σε κοινωνικά παντοπωλεία και φαρμακεία.

Όμως μια χώρα που έχει πτωχεύσει, ένα μαγαζί υπερδανεισμένο, δεν μπορεί να πράττει χωρίς να δίνει λογαριασμό, σ΄ αυτόν που τον τροφοδοτεί με χρήμα. Δεν μπορεί επίσης να υπόσχεται ίδια ζωή με το παρελθόν χωρίς κόστος. Η ανακατανομή της φτώχειας δεν είναι λύση. Και η πρόοδος, η επιχειρηματικότητα, κ’ η ανταγωνιστικότητα, δεν είναι έγκλημα.
Από την άλλη, η ανάταξη των δυνάμεων (των πολιτικών) της χώρας είναι ανέφικτη, εάν δεν γνωρίζουμε που βρισκόμαστε και προς τα πού πάμε. Τα ευχολόγια αποτελούν πια παρελθοντολογία για τους σκεπτόμενους πολίτες. Αοριστολογίες και προθέσεις δεν είναι ικανές, να ποδηγετήσουν πια ισχυρές προσωπικότητες πολιτών, που στο πρόσωπο της νέας γενιάς στρέφονται στη μετανάστευση. Και η καθοδική πορεία συνεχίζεται. Έτσι το πιο μεγάλο στοίχημα για τη χώρα καθίσταται η αναστροφή της πορείας αυτής.
Οι σκιαμαχίες προσώπων λίγο ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη, αφού την ιστορία την κινούν συνήθως αντικειμενικές και απρόσωπες συνθήκες και εξελίξεις. Οι δυνάμεις της κοινωνίας που ασφυκτιούν, ενεργοποιούν νέα ρεύματα. Αυτό συμβαίνει ήδη. Το ζητούμενο είναι εάν αυτό θα μας ξεπεράσει ή θα εκφραστεί μέσα από ένα νέο κόμμα, της ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας, ενσωματώνοντας με μετάλλαξη τους υφιστάμενους σχηματισμούς, οδηγώντας τη χώρα σε μια νέα εποχή.
Θα χυθεί πάλι πολύ μελάνι, θα γραφτούν όμορφα λόγια για το μέλλον, που χάνεται και για το παρελθόν που ήταν μεν καλό για όλες τις επιτυχίες, ήταν όμως και κακό για τις αποτυχίες και τα δεινά που συσσώρευσε.

Όμως «προς γαρ το τελευταίο εκβάν έκαστο των πριν υπαρξάντων κρίνεται». Και όπως φαίνεται, το τελευταίο εκβάν, δεν είναι άλλο από την τωρινή προσπάθεια. Η κίνηση των 58, το βάσανο της Ελιάς, έρχεται τώρα να επενδυθεί με τη μορφή της αναζήτησης ενός νέου φορέα. Η τρίτη αυτή προσπάθεια – που έχει βέβαια ποιοτικότερα και συλλογικότερα χαρακτηριστικά – θα είναι η τελευταία και καθοριστική για την επιτυχία ή μη του εγχειρήματος. Κάθε απόκλιση από πολιτική στόχευση που θα εγκλωβίζεται σε προσωπικές επιλογές και σκιαμαχίες προσώπων, θα εξυπηρετεί αλλότρια συμφέροντα, δυναμιτίζοντας την προσπάθεια.
Οι προτάσεις που θα προβληθούν από τους υποψήφιους, πρέπει να προβάλλουν συγκεκριμένες απόψεις γύρω από κρίσιμα ζητήματα της χώρας. Μόνο έτσι θα έχει πολιτικό νόημα η προσπάθεια αυτή.

Η υπέρβαση της πόλωσης είναι αναγκαία, για να δράσει καταλυτικά μία πολιτική πρόταση, που υπερβαίνει το παρελθόν, κοιτάζοντας μόνο μπροστά, μέσα από τη δημιουργία του νέου σχήματος. Η αναγκαιότητα γι΄ αυτή την υπέρβαση περνά μέσα από την ειλικρινή απάντηση των υποψήφιων προέδρων στα παρακάτω ερωτήματα:
– Ποια είναι η αλήθεια τους για την κρίση;
– Ποιες ήταν οι παθογένειες του παρελθόντος και ποιες συνεχίζονται;
– Τι αναζητείται στη νέα αυτή προσπάθεια;
– Ποια θα είναι η διαδικασία μετάβασης από το παλιό στο νέο;
– Ποια θα είναι η στρατηγική μας για τη λειτουργία της χώρας μέσα στο ευρωπαϊκό μοντέλο;
– Μπορεί η χώρα να αναστρέψει την πορεία της, να γίνει πρωτοπόρα σε ποιους τομείς και με ποιο συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης;
– Πόσο ισχυρό είναι σήμερα το αφήγημα, ότι πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού; Είναι αυτό ορθό και πώς συνδέεται με την αποξένωση από κάθε μορφή πελατοκρατίας και παλαιοκομματισμού;
– Ποιος πρέπει να είναι ο νέος ρόλος του κράτους και πως νοούμε την παραγωγικότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη;
– Ποια πρέπει να είναι η αναδιοργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης;
– Πώς πρέπει να είναι ο σύγχρονος πολιτικός λόγος;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα εξειδικεύσουν και θα καθορίσουν το στίγμα του νέου φορέα.
– Θα μπορέσουν οι δυνάμεις της ανατροπής να υπερνικήσουν αυτούς, που θέλουν τη χώρα θεσμικά και πολιτισμικά καθηλωμένη;
– Θα μπορέσουν οι νέοι δημιουργικοί άνθρωποι, οι διανοούμενοι, οι επιστήμονες, τα μυαλά που λέμε ότι φεύγουν στο εξωτερικό, να νιώσουν ισονομία και ξεκάθαρο πλαίσιο λειτουργίας των θεσμών, ώστε να αγκαλιάσουν τη νέα προσπάθεια και να γίνουν συνδημιουργοί και συνοδοιπόροι του νέου εγχειρήματος;
Τότε και μόνο τότε το παιχνίδι θα έχει κερδηθεί. Τότε και μόνο τότε όλο αυτό το δυναμικό που έχει τεθεί στο περιθώριο, ωθούμενο στη μετανάστευση, θα μπορέσει να ξεπεράσει κάθε παρηκμασμένη αντίληψη, που έχει επικαθίσει σε κάθε μηχανισμό, είτε αυτός είναι διοικητικός, είτε πολιτικός, ελέγχοντας, αποτρέποντας κάθε προωθητική αλλαγή, που θα μπορούσε να επέλθει, προς όφελος της χώρας και της πλειονότητας των πολιτών της.
Το εγχείρημα είναι μεγάλο. Θα αποτύχει εάν δεν παράγει συγκεκριμένη πολιτική πρόταση, έχοντας καταγραφεί στη συνείδηση των πολιτών, σαν μια προσπάθεια συνένωσης διαφορετικών προσώπων και αντιλήψεων.

Είναι όμως η κοινωνία έτοιμη να δεχθεί κάτι καινούργιο; Η θα εγκλωβιστεί αναπαράγοντας πρότυπα του παρελθόντος; Όταν έχει απορρίψει αξιακά – για διαφορετικό λόγο τον καθ’ ένα – όλους τους κρατούντες πολιτικούς σχηματισμούς, πως θα εμπνευστεί από ακαθόριστο πολιτικό λόγο; Όταν έχει συνδέσει τη σκληρή αλλαγή στην καθημερινότητά του με την παραπάνω απόρριψη, πως θα δεχθεί να εμπνευστεί και να εμπιστευτεί την λύτρωσή του, σε πρόσωπα που έχουν ασκήσει από κορυφαίες θέσεις κυβερνητική πολιτική σε προηγούμενες κυβερνήσεις; Εκτός εάν οι υποσχέσεις χωρίς βάση, το όνειρο χωρίς πραγματισμό, δώσουν τη θέση τους ξανά στην απόδραση από τη σκληρή πραγματικότητα, την οποία κανένας δεν θέλει να αποδεχθεί.
Είναι σαφής η καχυποψία των ενεργών πολιτών και ταυτόχρονα δικαιολογημένη σε μεγάλο βαθμό. Τι θα πρέπει λοιπόν να γίνει;
Οι βαθιές κοινωνικές αλλαγές, οι ριζικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς την πλήρη προσχώρηση της κοινωνικής πλειοψηφίας στις ιδέες των μεταρρυθμίσεων.
Οι ανάγκες της κοινωνίας φαντάζουν ώριμες, αλλά η ίδια η κοινωνία μοιάζει φοβική μπροστά στο εγχείρημα ενός καθαρού πολιτικού λόγου.
Ποια θα πρέπει λοιπόν να είναι η παρέμβασή μας;
Αυτή που συντηρεί και υποθάλπει την υφιστάμενη δομή; Αυτή που οδηγεί τα μυαλά και τα ταλέντα εκτός Ελλάδος, στηρίζοντας τη διεκδίκηση αιτημάτων αναξιοπαθούντων σε βάρος της δυναμικής ανάπτυξης της χώρας;
Απαιτείται ειλικρίνεια, για να αντιμετωπιστεί δημιουργικά και παραγωγικά ένα νέο μοντέλο. Η νέα γενιά πρέπει να είναι πρωτοπόρα. Η παραχώρηση ηγετικών πολιτικών και δημόσιων ρόλων και θέσεων σε νέους ανθρώπους είναι απόλυτα αναγκαία. Το οφείλουν οι παλιοί στους νέους. Οφείλουν και οι ίδιοι να διεκδικήσουν τη δυνατότητα, να πάρουν αποφάσεις για τη ζωή τους. Η υποθήκευση του μέλλοντός τους, που τους επιφυλάχθηκε στην πιο παραγωγική τους ηλικία, αποτελεί μονόδρομο, για να καταλάβουν με ποιο τρόπο θα συνεχίσουν τη ζωή, που τους αφαιρέθηκε.
Αυτοί είναι που θα επωμισθούν την εθνική προσπάθεια για εθνική αναγέννηση και δημιουργία. Για την οικοδόμηση μιας νέας Ελλάδας. Μακριά από φαντασιώσεις και ψεύδη. Με έργο και δράση. Με ορθολογισμό και ρεαλισμό. Με όραμα και όνειρο. Με πνοή και έμπνευση.
Σ΄ αυτό το εγχείρημα πρέπει να συνδράμουν και παλιοί. Αυτοί που κουβαλούν ακόμα φορτίο εμπιστοσύνης στην κοινωνία και όχι κάποιοι που απλά επιδιώκουν να επιλύσουν προσωπικά υπαρξιακά τους προβλήματα.
Τότε μόνο τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας – η ήδη εξαφανισμένη και ξενιτεμένη αποκαλούμενη μεσαία τάξη – θα μπορέσουν να γίνουν πρωτοπόρα και να σηματοδοτήσουν την ελληνική ριζοσπαστική Σοσιαλδημοκρατία του μέλλοντος, οδηγώντας μέσα από νέες δομές του πολιτικού, διοικητικού,οικονομικού και κοινωνικού μηχανισμού την ελληνική κοινωνία σε μια νέα εποχή.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το