Τοπικά

Αναγκαία η επέκταση της ΜΕΘ σε κλίνες – Απολογισμός της πανδημίας στο Νοσοκομείο Βόλου από τον Γ. Κόκορη

Στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά του κορωνοϊού βρέθηκε για 2,5 και πλέον χρόνια ο παθολόγος – εντατικολόγος, διευθυντής της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου Βόλου κ. Γιάννης Κόκορης, ο οποίος προβαίνει σε έναν απολογισμό της υγειονομικής περιπέτειας που ζήσαμε, περιγράφει τη σημερινή κατάσταση και εκτιμά τι μπορεί να μας επιφυλάσσει το μέλλον.
Παράλληλα στέκεται σε όσα μας δίδαξε η πανδημία, υπογραμμίζει την αξία του δημόσιου συστήματος υγείας που στάθηκε όρθιο στα δύσκολα και τονίζει την ανάγκη ενίσχυσης της ΜΕΘ σε κλίνες και προσωπικό.

Στο ερώτημα πώς βίωσε συναισθηματικά όλη αυτή την πρωτοφανή υγειονομική κρίση ευρισκόμενος μάλιστα στην πιο κρίσιμη μονάδα υγείας του ΕΣΥ, που είναι η ΜΕΘ, απάντησε πως «μας κυριαρχούσαν τα συναισθήματα της λύπης και της στεναχώριας, όταν έπρεπε να εισαχθεί ένας άνθρωπος στη ΜΕΘ, γιατί ήταν βαριά άρρωστος από τον κορωνοϊό. Βέβαια εμείς κάναμε το καλύτερο δυνατόν για τους ασθενείς μας. Και αυτό ισχύει διαχρονικά, όχι μόνο με τον κορωνοϊό, αλλά και με άλλες παθήσεις. Μην ξεχνάμε πως στη ΜΕΘ νοσηλεύονται οι βαρέως πάσχοντες, άρα για εμάς αποτελεί μια καθημερινότητα το να λαμβάνουμε δύσκολες αποφάσεις από τη μια και από την άλλη να προσπαθούμε με ένα ανθρώπινο πρόσωπο να προσεγγίσουμε και να ενημερώσουμε τους ασθενείς των συγγενών. Τώρα, αν θα μείνουμε και εμείς αλώβητοι, είναι ένα ερώτημα που ακόμη δεν μπορώ να απαντήσω, ίσως να το κάνω στο τέλος της καριέρας μου».
Η ΜΕΘ για το διάστημα που ήταν σε έξαρση η πανδημία, διέθετε οκτώ κλίνες για τους νοσούντες από κορωνοϊό και τέσσερις κλίνες για τις άλλες παθήσεις.
«Αυτό έχει αλλάξει εδώ και καιρό. Έχουμε οκτώ κλίνες για τις παθήσεις εκτός κορωνοϊού και τέσσερις κλίνες για τον κορωνοϊό που μάλιστα με βάση τις τελευταίες οδηγίες του υπουργείου Υγείας μπορεί και να κλείσουν. Πάντως να έχουμε γεμάτες και τις τέσσερις κλίνες κορωνοϊού είναι κάτι που έχει να συμβεί από τα μέσα του 2022. Εδώ και έναν χρόνο η πανδημία είναι σαφώς πιο διαχειρίσιμη. Από το καλοκαίρι έχουμε νοσηλεύσει στη ΜΕΘ λίγο πάνω από δέκα άτομα που ανήκαν σε ευπαθείς ομάδες με μέση ηλικία άνω των 70 ετών. Βέβαια κάποια μορφή δομών νοσηλείας για τον κορωνοϊό θα διατηρηθεί, αλλά θα είναι στο επίπεδο της συν-νοσηλείας με τους υπόλοιπους ασθενείς. Έχουμε, άλλωστε στη ΜΕΘ δύο μονάδες που η μία έχει και αρνητική πίεση, οπότε εκεί θα μπορούμε να καλύψουμε την όποια ανάγκη προκύψει στο μέλλον» τόνισε ο κ. Κόκορης.
Ερωτηθείς, αν ενισχύθηκε η ΜΕΘ σε προσωπικό, απάντησε πως «η ανάπτυξη της ΜΕΘ με άλλες τέσσερις κλίνες από οκτώ που είχε προ πανδημίας, ήταν μια τιτάνια προσπάθεια. Υπήρξε ενίσχυση σε επικουρικό προσωπικό, ενώ είχαμε και σημαντική υποστήριξη σε υλικοτεχνική υποδομή. Και αυτό ήταν ένα κέρδος που μένει και είναι τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός που προμηθευτήκαμε. Παράλληλα χρειαζόμαστε ανθρώπινο δυναμικό και θέλουμε να πιστεύουμε πως η πολιτεία θα μας στηρίξει για να συνεχίσουμε να προσφέρουμε υψηλής ποιότητας ιατρικές υπηρεσίες. Πιο συγκεκριμένα ίσως να χρειαζόμαστε έναν με δύο γιατρούς και περισσότερους νοσηλευτές που θα πρέπει να εκπαιδευτούν, καθώς η ΜΕΘ είναι ένας ειδικός χώρος που απαιτεί εμπειρία και γνώση».

Ο ίδιος μαζί με άλλους γιατρούς στη ΜΕΘ, στις Παθολογικές και άλλες κλινικές του Νοσοκομείου έδωσαν μάχη για 2,5 και πλέον χρόνια να αντιμετωπίσουν τον κορωνοϊό και να σώσουν ανθρώπινες ζωές. Και μπορεί από το προηγούμενο καλοκαίρι και μετά η κατάσταση να έχει κάπως εξομαλυνθεί και τα περιστατικά που νοσηλεύτηκαν σε αυτό το επτάμηνο στη ΜΕΘ, να είναι λίγα, ωστόσο όλοι θυμούνται ποια κατάσταση επικρατούσε από τα τέλη του 2020 μέχρι και την άνοιξη του 2022.
Ο κ. Κόκορης ανέφερε πως «υπάρχει ανάγκη για ευρύτερη επέκταση της ΜΕΘ σε κλίνες, και υπάρχουν σχέδια. Μακάρι να μπορούσε να αυξηθεί ο αριθμός των κλινών σε μόνιμη βάση για να καλυφθούν οι ανάγκες των κατοίκων της Μαγνησίας».
Αναφερόμενος σε όλα όσα μας δίδαξε η πανδημία ο κ. Κόκορης τόνισε πως «η πανδημία μας έμαθε πράγματα. Πρώτον ανέδειξε τη σημασία ενός ισχυρού δημόσιου συστήματος υγείας, καθώς κληθήκαμε να μπούμε στην πρώτη γραμμή για να αντιμετωπίσουμε μια άγνωστη νόσο η οποία δυστυχώς είχε πολύ υψηλή θνητότητα και χάθηκαν πολλοί άνθρωποι, ειδικά αυτοί που ανήκαν σε ευπαθείς ομάδες. Ακόμη και τώρα, όσοι ανήκουν σε πολύ ευπαθείς ομάδες, έχουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο για επιπλοκές από τον κορωνοϊό, αν νοσήσουν. Επίσης η πανδημία μάς δίδαξε πόσο σημαντικά είναι τα μέτρα ατομικής προστασίας, δηλαδή να μπορούμε και εμείς οι ίδιοι να προστατεύουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Ανέδειξε τον τομέα της κοινωνικής αλληλεγγύης».

Ο ιός βρίσκει τείχος ανοσίας

Για την τωρινή φάση της πανδημίας ο κ. Κόκορης είπε πως «η πανδημία έχει μετατραπεί σε ενδημία, ο ιός είναι ενδημικός και εδώ και πολύ καιρό επικρατεί η μετάλλαξη όμικρον η οποία είναι μεταδοτική, αλλά έχει τα χαρακτηριστικά της ήπιας νόσησης, ενώ βρίσκει τείχος ανοσίας από εμβολιασμένους και νοσήσαντες. Άρα πρακτικά και όσο ο καιρός βελτιώνεται, τον ιό θα τον αντιμετωπίζουμε σαν μια λοίμωξη του αναπνευστικού που δεν θα πιέζει το σύστημα ανοσίας. Ενδεχομένως και εντός του 2023 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας να κηρύξει το τέλος της πανδημίας».
Ο κ. Κόκορης αναφέρεται στους γιατρούς και τι μπορεί να γίνει στο μέλλον λέγοντας πως «με την πανδημία οι γιατροί, ειδικά και οι νεότεροι, που μπήκαν σε αυτό τον πόλεμο, απέκτησαν εμπειρία και δεξιότητες που θα τους φανούν χρήσιμες. Δεν θέλουμε, βέβαια να ξανασυμβεί πανδημία και πιστεύω ότι για τη γενιά μας δεν θα δούμε ξανά τόσο δύσκολη κατάσταση. Αλλά στη φύση θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν μικρόβια και ιοί. Μάλιστα λόγω της καταστροφής του περιβάλλοντος δημιουργείται συχνά ένα τέτοιο εκρηκτικό μείγμα όσον αφορά στην πίεση πάνω στη φυσική επιλογή και αυτό αναδεικνύει νέες νόσους που κατά βάσει είναι λοιμώξεις. Το μέλλον, αν δεν κάνουμε κάτι πολύ θεαματικό όσον αφορά στην αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης, θα μας οδηγήσει σε νέες υγειονομικές κρίσεις. Αυτό είναι δυστυχώς βέβαιο. Και γι’ αυτό είναι καθαρά πολιτικό θέμα».
Τέλος στέλνει το μήνυμα πως «και να ξεχάσουμε την πανδημία, να μην ξεχάσουμε τα μέτρα ατομικής προστασίας στην καθημερινότητά μας. Έτσι θα είμαστε και πιο έτοιμοι, αν εμφανιστεί μια νέα πανδημία».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το