Πολιτισμός

«An Unfinished Journey» από το CineDoc – Μια ταινία για το Αφγανιστάν και τη θέση των γυναικών στο καθεστώς των Ταλιμπάν

Της Ελένης Χρυσοπούλου,
διευθύντριας CineDoc Βόλου

Σε πανελλήνια προβολή το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ CineDoc Βόλου θα προβάλει το Σάββατο 12 Οκτωβρίου, ώρα 20.00, στο Πολιτιστικό Κέντρο Νέας Ιωνίας, το ντοκιμαντέρ δύο σκηνοθετριών – της Αμερικανίδας Amie Williams και της Αφγανής Aeyliya Husein – «An Unfinished Journey».

Πρόκειται για ένα σημαντικό πολιτικό ντοκιμαντέρ, που με τις ρέουσες εξελίξεις σε Λίβανο, Ιράν και Ισραήλ, φέρνει στο προσκήνιο τις συνθήκες, δυναμικές και τον φανατισμό στη Μέση Ανατολή. Η θεματική του ντοκιμαντέρ ενισχύεται από την καλεσμένη ομιλήτρια δρ. Φωτεινή Τσιμπιρίδου, καθηγήτρια στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, η οποία θα συνομιλήσει με το κοινό για θέματα φύλου, θρησκείας και εξουσίας στο Αφγανιστάν και τη Μ. Ανατολή.

Ο φακός των δύο σκηνοθετριών καταγράφει τις εμπειρίες των τεσσάρων πρωταγωνιστριών – τρεις από τις οποίες συμμετείχαν σε υψηλές θέσεις στη Βουλή, πριν την επικράτηση των Ταλιμπάν, από τη φυγή τους στην εξορία, πρώτα σε στρατόπεδο προσφύγων στην Ελλάδα και έπειτα στον Καναδά, όπου προσπαθούν να αφυπνίσουν την καναδική κυβέρνηση και τους πολίτες για την κατάσταση στη χώρα τους, αποτελώντας πρότυπο για τα παιδιά, αλλά και την επόμενη γενιά. Επιπλέον, η δύναμη αυτού του ντοκιμαντέρ είναι ότι αμφισβητεί τα απλοποιημένα στερεότυπα για τους άνδρες και γυναίκες της Μέσης Ανατολής – οι γυναίκες παρουσιάζονται πάντοτε καταπιεσμένες και θύματα, ενώ οι άνδρες εχθρικοί, βίαιοι και επικίνδυνοι. Οι ιστορίες των τεσσάρων πρωταγωνιστριών καταρρίπτουν αυτά τα στερεότυπα και αναδεικνύουν ένα πλούσιο παρελθόν ακτιβισμού στο Αφγανιστάν, ακόμη και στο Ιράν. Χαρακτηριστικά, οι γυναίκες στο Αφγανιστάν είχαν αποκτήσει το δικαίωμα της ψήφου τριάντα χρόνια πριν την Ελλάδα!

Το ντοκιμαντέρ πραγματεύεται το ζήτημα του έμφυλου Απαρτχάιντ στη Μ. Ανατολή. Προερχόμενος ο όρος από το νομικό σύστημα για φυλετικό διαχωρισμό στη Νότια Αφρική από το 1948 έως το 1994 (Apartheid – διαχωρισμός στα Afrikaans), περιγράφει τον διαχωρισμό και τον εκτοπισμό μιας μεγάλης ομάδας πολιτών από τη δημόσια ζωή και τις σχετικές αποφάσεις – τις γυναίκες, μέσα από την αφαίρεση του δικαιώματος στην εκπαίδευση, στην εργασία ακόμη και στη χρήση των δημόσιων χώρων. Μέσα από την κάμερα του «An Unfinished Journey» εμείς ως θεατές έχουμε το προνόμιο να παρακολουθήσουμε τον αγώνα εκτοπισμένων γυναικών ενάντια σε καταστάσεις που φαντάζουν αδιανόητες στις δυτικές κοινωνίες.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ο λόγος που η σκηνοθέτιδα Amie Williams μένει μόνιμα στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα δικά της λόγια, «εγκατέλειψα την πατρίδα μου όταν εκλέχτηκε ο Trump. Για την ακρίβεια, κάλυπτα ως δημοσιογράφος την τελετή ορκωμοσίας του ως προέδρου, όταν μου επιτέθηκαν με αέριο. Ποτέ δε θα ξεχάσω αυτή την αίσθηση φόβου στην ίδια μου τη χώρα και σε συνδυασμό με τις απόψεις του για τα δικαιώματα και τη θέση των γυναικών, πήρα την απόφαση να μετακομίσω στην Αθήνα, από όπου δεν έχω φύγει έκτοτε. Στην Ελλάδα έζησα έντονα το κύμα φυγής κοριτσιών από το Αφγανιστάν, λόγω του καθεστώτος των Ταλιμπάν, τον φόβο και τη σιωπή τους και αποφάσισα να τους δώσω φωνή μέσα από την κάμερά μου».

Όταν επιλέχθηκε πριν λίγους μήνες το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ από το CineDoc, κεντρικό κριτήριο ήταν το έμφυλο και η γυναικεία καταπίεση, αλλά και η ενδυνάμωση μέσα από το παράδειγμα των πρωταγωνιστριών, ωστόσο οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν είναι ραγδαίες και αφορούν και τα δύο φύλα. Τον Σεπτέμβριο βγήκε από τους Ταλιμπάν νέος νόμος, 87 σελίδων και 37 άρθρων, για την «προώθηση της αρετής και την πρόληψη της ανηθικότητας», ο οποίος ρυθμίζει και περιορίζει τη ζωή όλων των Αφγανών σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, τη σαρία. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τις συρράξεις στη Μ. Ανατολή, καθιστούν το «An Unfinished Journey» ένα εργαλείο ερμηνείας του παρόντος, αλλά και του μέλλοντος.

Για να καταστεί πιο εύκολη για τους θεατές του CineDoc η παρακολούθηση του ντοκιμαντέρ της 12ης Οκτωβρίου, ακολουθεί μία ιστορική αναδρομή:

Ήταν Αύγουστος του 2021, όταν η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τις σκηνές που εκτυλίσσονταν στο διεθνές αεροδρόμιο της Καμπούλ, πρωτεύουσας του Αφγανιστάν. Χιλιάδες απελπισμένοι πολίτες κρέμονταν από τα τελευταία δυτικά αεροπλάνα που αναχωρούσαν μεταφέροντας διπλωμάτες και στρατιώτες. Πολλοί δεν άντεχαν, έπεφταν και έχαναν τη ζωή τους. Οι Ταλιμπάν, που είχαν απομακρυνθεί από την εξουσία με αμερικανική παρέμβαση το 2001, επανήλθαν λίγες εβδομάδες πριν από την 20ή επέτειο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου που οδήγησαν στον πόλεμο. Παρά τις υποσχέσεις της οργάνωσης για αμνηστία, εξασφάλιση των δικαιωμάτων των γυναικών και ενός ασφαλούς περάσματος των πολιτών προς το αεροδρόμιο της Καμπούλ, η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Γυναίκες και παιδιά ξυλοκοπήθηκαν και μαστιγώθηκαν στην προσπάθειά τους να φτάσουν στο αεροδρόμιο, τη μοναδική ίσως διέξοδο προς την ελευθερία τους.

Οι Ταλιμπάν ξεκίνησαν απευθείας διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ το 2018 και το 2020 κατέληξαν σε συμφωνία με την κυβέρνηση του τότε προέδρου Donald Trump. Η λεγόμενη Συμφωνία της Ντόχα προέβλεπε ότι οι ΗΠΑ θα αποχωρούσαν από το Αφγανιστάν και ότι οι Ταλιμπάν θα σταματούσαν τις επιθέσεις εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων. Θα εμπόδιζαν επίσης την Αλ Κάιντα ή άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις να επιστρέψουν στη χώρα και θα ξεκινούσαν εθνικές ειρηνευτικές συνομιλίες.

Η συμφωνία όμως έμεινε στα χαρτιά. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά την υπογραφή της, οι Ταλιμπάν επεκτείνονταν ταχύτατα σε όλη τη χώρα, συνεχίζοντας τις επιθέσεις εναντίον των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και πολιτών. Οι Ταλιμπάν – ή «σπουδαστές» στη γλώσσα της αφγανικής εθνότητας των Παστούν – πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο βόρειο Πακιστάν, λίγο μετά την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν.

Ήταν ένα κίνημα των Παστούν που πιστεύεται ότι ξεκίνησε από θρησκευτικά σεμινάρια, με χρήματα από τη Σαουδική Αραβία, τα οποία δίδασκαν μια σκληροπυρηνική εκδοχή του σουνιτικού ισλαμισμού. Από τα εδάφη όπου ξεκίνησαν στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν υπόσχονταν ειρήνη και ασφάλεια και δεσμεύονταν να επιβάλουν μια αυστηρή εκδοχή του θρησκευτικού νόμου της σαρίας όταν θα καταλάμβαναν την εξουσία.

Η οργάνωση γρήγορα επέκτεινε την επιρροή της σε μεγάλο μέρος της χώρας. Τον Σεπτέμβριο του 1995 κατέλαβαν την επαρχία της Χεράτ, στα σύνορα με το Ιράν, και έναν χρόνο αργότερα κατέλαβαν την Καμπούλ και ανέτρεψαν την κυβέρνηση του προέδρου Burhānuddīn Rabbānī, ενός από τους «πατέρες» των Aφγανών μουτζαχεντίν που αντιστάθηκαν στους Σοβιετικούς. Το 1998, οι Ταλιμπάν ήλεγχαν πλέον το 90% της χώρας.

Για μεγάλο μέρος του αφγανικού πληθυσμού, οι Ταλιμπάν ήταν ευπρόσδεκτοι, κυρίως χάρη στην επιτυχή αντιμετώπιση της διαφθοράς και τη βελτίωση των συνθηκών ασφάλειας. Όμως οι Ταλιμπάν επέβαλαν απάνθρωπες ποινές, σύμφωνα με τη δική τους ερμηνεία της σαρίας, όπως δημόσιες εκτελέσεις για όσους είχαν καταδικαστεί για φόνο ή μοιχεία και ακρωτηριασμό για όσους κρίνονταν ένοχοι για κλοπή. Απαγόρευσαν επίσης την τηλεόραση, τη μουσική και τον κινηματογράφο, ενώ οι άνδρες ήταν υποχρεωμένοι να αφήνουν μούσι.

Υπό τους Ταλιμπάν ήταν έγκλημα να γεννηθείς κορίτσι. Το σχολείο απαγορευόταν στα κορίτσια άνω των 10 ετών, στις γυναίκες απαγορευόταν να εργάζονται, να βγαίνουν από το σπίτι χωρίς τη συνοδεία ενός άνδρα συγγενή, να έχουν ακάλυπτα δημοσίως μέρη του σώματός τους – και για τον λόγο αυτό υποχρεώθηκαν να φοράνε μπούρκα – ή να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας που παρέχονταν από άνδρες. Επιπλέον, στις γυναίκες απαγορευόταν να ασχολούνται με την πολιτική ή να μιλάνε δημοσίως.

Ουσιαστικά, ήταν έγκλειστες στο σπίτι τους. Στην πρωτεύουσα Καμπούλ οι κάτοικοι υποχρεούνταν να καλύπτουν τα παράθυρα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο των σπιτιών τους ώστε οι γυναίκες που βρίσκονταν μέσα σε αυτά να μην είναι ορατές από τον δρόμο.

Ο βιασμός και η βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών ήταν κοινή πρακτική. Οι τιμωρίες για όσες παραβίαζαν τον άγραφο νόμο των Ταλιμπάν ήταν απάνθρωπες: Το 1996 έκοψαν το δάχτυλο μιας γυναίκας στην Καμπούλ επειδή είχε βαμμένα νύχια.

Από τα Μίνι στην Μπούρκα

Κατά τη διάρκεια των αλλαγών του πολιτικού σκηνικού στο Αφγανιστάν τα τελευταία 50 χρόνια, τα δικαιώματα των γυναικών έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από διαφορετικές ομάδες με στόχο τα πολιτικά οφέλη – κάποιες φορές βελτιώνονταν, αλλά τις περισσότερες καταπατούνταν. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 που ξέσπασε ο σοβιετικο-αφγανικός πόλεμος, ο 20ός αιώνας είχε καταγράψει μια σχετικά σταθερή πρόοδο στον τομέα των δικαιωμάτων των γυναικών στη χώρα.

Οι Αφγανές απέκτησαν δικαίωμα ψήφου το 1919 – μόλις έναν χρόνο αργότερα σε σχέση με τις γυναίκες στο Ηνωμένο Βασίλειο και έναν χρόνο πριν από τις γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τη δεκαετία του ’50 καταργήθηκε η «purdah» (στα ιρανικά σημαίνει «κουρτίνα» και αναφέρεται στο έθιμο που υπάρχει σε κάποιες μουσουλμανικές και ινδουιστικές κοινωνίες για τον διαχωρισμό των πολιτών με βάση το φύλο. Με βάση το έθιμο αυτό, οι γυναίκες έμεναν σε ξεχωριστά δωμάτια ή πίσω από μια κουρτίνα, φορούσαν μπούρκα και περιορίζονταν όλες οι προσωπικές, οικονομικές και κοινωνικές τους δραστηριότητες εκτός του σπιτιού).

Τη δεκαετία του ’60 ένα νέο Σύνταγμα έφερε την ισότητα σε πολλούς τομείς της ζωής, ανάμεσά τους και στη συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Οι γυναίκες ήταν μορφωμένες και εργάζονταν, ειδικά στην πρωτεύουσα και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Ενδεικτικό είναι ότι το 50% των φοιτητών και το 60% των καθηγητών στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ ήταν γυναίκες. Επίσης, γυναίκες ήταν το 70% των εκπαιδευτικών στα σχολεία, το 50% των δημοσίων υπαλλήλων και το 40% των γιατρών στην Καμπούλ. Ο φακός του ερασιτέχνη φωτογράφου Podlich έχει απαθανατίσει γυναίκες να κυκλοφορούν με μίνι φούστες, να ψωνίζουν ελεύθερες στις υπαίθριες αγορές και κατοίκους να δείχνουν ευτυχισμένοι, να πηγαίνουν εκδρομές και να διασκεδάζουν, εικόνες που παρέπεμπαν στα πρότυπα της Δύσης.

Όλα αυτά άλλαξαν με την έλευση των Ταλιμπάν στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ωστόσο, το 2001, με την ήττα των Ταλιμπάν, οι γυναίκες μπόρεσαν να ελπίσουν: Πέταξαν την μπούρκα και άρχισαν και πάλι να κυκλοφορούν χωρίς τη συνοδεία ανδρών. Περίπου το 38% επέστρεψαν στις δουλειές τους, το 35% των μαθητών στα σχολεία ήταν κορίτσια και τα πανεπιστήμια άνοιξαν και πάλι τις πόρτες τους στις φοιτήτριες.

Οι Ταλιμπάν είχαν δώσει δείγματα γραφής και τον περασμένο Αύγουστο που κατέλαβαν και πάλι την εξουσία τίποτα δεν προμήνυε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Οι συνθήκες ζωής για τις γυναίκες θα θύμιζαν και πάλι μεσαίωνα, κάτι που δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει ένας κάτοικος της Δύσης. Η νέα ντε φάκτο προσωρινή κυβέρνηση, στην οποία δεν συμμετέχει καμία γυναίκα, υποσχέθηκε ότι οι γυναίκες θα έχουν δικαίωμα στην εργασία και στην εκπαίδευση εντός ενός ισλαμικού πλαισίου και δεσμεύτηκε για μια προσέγγιση διακυβέρνησης με συμπερίληψη. Ωστόσο, οι Ταλιμπάν απαγόρευσαν στις γυναίκες να συνεχίσουν να εργάζονται. Οι οδηγοί ταξί έλαβαν εντολή να μην παραλαμβάνουν γυναίκες αν δεν φορούν συγκεκριμένο είδος χιτζάμπ, ήραν την υπόσχεση παροχής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στα κορίτσια (μέχρι νεωτέρας), διέταξαν όλα τα πάρκα ψυχαγωγίας να διαχωρίζουν τους επισκέπτες με βάση το φύλο και έδωσαν εντολή στις αεροπορικές εταιρείες να μη δίνουν εισιτήρια στις γυναίκες που δεν συνοδεύονται στο ταξίδι τους από έναν άνδρα της οικογένειάς τους.

Για την καλύτερη εξυπηρέτηση των θεατών, εισιτήρια αριθμημένων θέσεων πωλούνται στο κατάστημα «έντεκα» – Ψηφιακές Εκτυπώσεις, από Δευτέρα έως Παρασκευή, ώρες 9.00 – 17.00, και στο ταμείο του Πολιτιστικού Κέντρου Νέας Ιωνίας την ημέρα της προβολής, από τις 19.00. Τιμή εισιτηρίου: 6 ευρώ.

Με ελληνικούς και αγγλικούς υποτίτλους.

Περισσότερες πληροφορίες στο www.cinedoc.gr, τη σελίδα του CineDoc Βόλου στο Facebook – CineDoc – Greece (Volos) και τον αντίστοιχο λογαριασμό στο Instagram @cinedocvolos. Εmail: [email protected]/.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το