Δασικές εμφανίζονται εκτάσεις 100.000 στρεμμάτων στον Αλμυρό και οι αγρότες θα πρέπει να προσκομίσουν επικυρωμένους από τη δικαιοσύνη τίτλους ιδιοκτησίας. Εάν δεν έχουν στα χέρια τους τους επικυρωμένους τίτλους θα κληθούν να επαναγοράσουν τη γη καθώς οι εκτάσεις θεωρούνται δημόσιες. Θα πρέπει στην ουσία να υπάρξει όχι μόνο αλλαγή χρήσης γης, αλλά και επαναγορά.
Στη Θεσσαλία πρόβλημα αντιμετωπίζουν 15.000 αγρότες που έχουν στην κατοχή τους γεωργικές εκτάσεις 300.000-400.000 στρεμμάτων οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν όχι μόνο την αλλαγή χρήσης της γης, αλλά και τους τίτλους εξαγοράς.
Ο αγροτοσυνδικαλιστής κ. Δημήτρης Νανάς τόνισε πως από την ώρα που δεν λήφθηκαν υπόψη οι χάρτες του 2007, οι αγρότες αντιμετωπίζουν μια χαοτική κατάσταση. Το δασαρχείο ζητά οι τίτλοι να είναι δικαστικά αναγνωρισμένοι είτε από το οικείο Πρωτοδικείο είτε από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Οι αγρότες που δεν έχουν αναγνώριση από τη δικαιοσύνη θα πρέπει να καταβάλλουν για την εξαγορά αλλά και την αλλαγή χρήσης το λιγότερο 250 ευρώ το στρέμμα, ενώ τα έξοδα για δασολόγο, μηχανικό και δικηγόρο μαζί με την πληρωμή των αντίστοιχων παράβολων αγγίζουν τις 4.000 ευρώ.
Στο μεταξύ, αγρότες της περιοχής εκπροσωπούμενοι από τον δικηγόρο, κ. Σωκράτη Κόκκαλη, έχουν ετοιμάσει αίτηση-διαμαρτυρία, με την οποία ζητούν από την κυβέρνηση να καταθέσει νομοθετική ρύθμιση για να αναγνωριστούν ως «ιδιοκτήτες, νομείς, κάτοχοι και αδιαφιλονίκητοι κύριοι, έναντι όλων, συμπεριλαμβανομένου και του Ελληνικού Δημοσίου, όσων εκτάσεων αγοράστηκαν κατόπιν άδειας του υπουργείου Γεωργίας».
«Εμείς, οι κάτοικοι της ελληνικής επαρχίας, που κατέχουμε την ιδιόκτητη γη μας από τους προγόνους μας, αισθανόμαστε έντονα την αναλγησία του κράτους, καθόσον εξομοιωνόμαστε με τους καταπατητές δημόσιας έκτασης, αφού τα δασαρχεία αμφισβητούν την ιδιοκτησία μας. Ειδικότερα, ανατρέχοντας στον τρόπο κτήσης της κυριότητας επί της ιδιοκτησίας μας, απώτερος δικαιοπάροχος όλων μας ήταν κάθε φορά Τούρκος πολίτης, ο οποίος και κατείχε την εκάστοτε έκταση δυνάμει έγκυρων οθωμανικών τίτλων, την οποία στη συνέχεια μεταβίβασε σε Έλληνες πολίτες, δυνάμει έγκυρων συμβολαίων που μετεγράφηκαν νόμιμα στα υποθηκοφυλακεία του νομού, με άδεια που έλαβε από τον υπουργό Γεωργίας. Εν συνεχεία κατά το έτος 1924 και έπειτα, από αυτούς τους Έλληνες πολίτες, οι πρόγονοί μας αγόρασαν εξ αδιαιρέτου δυνάμει έγκυρων και νομίμως μετεγγραμμένων συμβολαίων την εκάστοτε έκταση, ενώ στα πωλητήρια συμβόλαια επισυνάπτεται και μνημονεύεται σχετική απόφαση του υπουργού Γεωργίας, σύμφωνα με το Ν. 3250/1924, ο οποίος επέτρεψε την πώληση όλων αυτών των εκτάσεων.
Με το πέρασμα των χρόνων ακολούθησαν άτυπες αλλά και συμβολαιογραφικές διανομές των αγροτεμαχίων, αφού οι πρόγονοί μας είχαν την εδραία πεποίθηση ότι είναι αδιαφιλονίκητοι κύριοι, νομείς και κάτοχοι των ανωτέρω εκτάσεων, τόσο έναντι τρίτων όσο και έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, και συνεπώς η κάθε οικογένεια έλαβε στην απόλυτη κυριότητα, νομή και κατοχή της το τμήμα εκείνο της μεγαλύτερης έκτασης που της αντιστοιχούσε, ενώ ακολούθησαν μετέπειτα μεταβιβάσεις, φθάνοντας μέχρι τις ημέρες μας, όπου έκαστος εξ ημών τυγχάνει αποκλειστικός κύριος της έκτασης που διανεμήθηκε. Αφ’ ης στιγμής αναλάβαμε την κυριότητα, νομή και κατοχή της ιδιοκτησίας μας, καλλιεργούμε την ανωτέρω έκταση αδιαλείπτως και τη χρησιμοποιούμε, έχοντας την απόλυτη βεβαιότητα και εδραία πεποίθηση περί της απολύτου και αδιαμφισβήτητης κυριότητάς μας επ’ αυτής, ασκώντας αδιαλείπτως, χωρίς καμία διατάραξη, όλες τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής και κατοχής, δίχως να αμφισβητηθούν ποτέ όχι μόνο τα δικαιώματα ημών ως κυρίων των εν λόγω εκτάσεων, αλλά ούτε και των δικαιοπαρόχων μας, από οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ούτε και από το Ελληνικό Δημόσιο», αναφέρει η αίτηση που αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή και αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύει ο «Αγροτικός Τύπος».
Στην εν λόγω διαμαρτυρία σημειώνεται επίσης ότι όλες οι εκτάσεις που αγοράστηκαν με νόμιμους τίτλους, κατόπιν άδειας του υπουργού Γεωργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3250/1924, ουδέποτε ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο, καθώς αποκτήθηκαν με αδιάλειπτη σειρά νομίμως μετεγγραμμένων συμβολαιογραφικών τίτλων (παράγωγο τρόπο).
Προσθέτουν δε ότι «επικουρικά» τυγχάνουν κύριοι, νομείς και κάτοχοι των ακινήτων με τακτική ή και έκτακτη χρησικτησία (πρωτότυπο τρόπο), με προσμέτρηση στο χρόνο νομής τους και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους κατά τη διάταξη του άρθρου 1051 του Αστικού Κώδικα. «Ειδικότερα, από τον χρόνο που αποκτήσαμε τα αγροτεμάχια, νεμόμαστε και κατέχουμε αυτό εμφανώς έναντι κάθε τρίτου και του Δημοσίου, διαρκώς και αδιάκοπα καλή τη πίστη, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία και διάνοια κυρίου, ασκώντας αδιαλείπτως επ’ αυτού άμεση φυσική εξουσία και επιχειρώντας κάθε ανεξαιρέτως πράξη που προσιδιάζει στη φύση και στον προορισμό τους ως αγροτεμαχίων, χωρίς να ενοχληθούμε ποτέ από οποιονδήποτε τρίτο, ούτε φυσικά από το Ελληνικό Δημόσιο», επισημαίνεται στην αίτηση. Επιπλέον, αναφέρουν ότι καλλιεργούν τις εκτάσεις αυτές, τις μισθώνουν, προβαίνουν σε αγοραπωλησίες ή δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς, από τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο εισπράττει τον φόρο πώλησης ή κληρονομιάς αντίστοιχα, τα δηλώνουν σε κάθε είδους δημόσιες Αρχές, φορολογικές ή άλλες (δήλωση φόρου εισοδήματος, Ε9, ΕΤΑΚ, ΕΕΤΗ- ΔΕ, ΕΝΦΙΑ) καταβάλλοντας και τους αντίστοιχους φόρους, ενώ προβαίνουν σε δήλωση ΟΣΔΕ από το 1981, εισπράττοντας ενισχύσεις.
Το παράδοξο, σύμφωνα με τους αγρότες της Μαγνησίας που υπογράφουν τη διαμαρτυρία, είναι ότι «το Ελληνικό Δημόσιο κατά το παρελθόν είχε αναγνωρίσει τους προκτήτορές μας ως κύριους, αφού τα ανωτέρω κτήματα εξαιρέθησαν υπέρ ημών των ιδιοκτητών, κατόπιν απόφασης της κατ’ αρθ. 71 του Αγροτικού Κώδικα Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, από την απαλλοτρίωση που διέταξε ο υπουργός Γεωργίας κατά το έτος 1954.
Περί το έτος 1948 περίπου και έπειτα, προέβημεν σε αλλαγή χρήσης κατόπιν νομίμων αδειών που εκδίδοντο από το υπουργείο Γεωργίας και από τη Διεύθυνση Γεωργίας του εκάστοτε Νομού, οι οποίες μάλιστα προσκομίζονταν στη` Διεύθυνση Εγγείων Βελτιώσεων του Νομού μας (μηχανική καλλιέργεια), οι οποίες άδειες όμως δεν βρίσκονται εις χείρας μας, αλλά ούτε και στο αντίστοιχο αρχείο των υπηρεσιών αυτών, εξαιτίας του μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρήλθε».