Πολιτισμός

Αμάντα Μιχαλοπούλου: Δεν είναι ένας ο εαυτός μας, αλλιώς το υστερόβουλο εγώ, αλλιώς το προδομένο…

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στην Αθήνα και δημοσιογραφία στο Παρίσι. Αρθρογραφούσε επί χρόνια στην εφημερίδα «Καθημερινή». Έχει γράψει οχτώ μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και αρκετά παιδικά βιβλία.
Τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω για το Γιάντες (1996), το Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών και το Liberis Liber των ανεξάρτητων Καταλανών εκδοτών για το Θα ήθελα (2005) καθώς και το Βραβείο Διηγήματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για τη Λαμπερή μέρα (2012). Έργα της έχουν ανέβει στο θέατρο και έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες. Πιο πρόσφατη μετάφραση το διήγημά της «Μεσοποταμία» στον τόμο Best European Fiction 2018 (Dalkey Archive).
Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, στο Βρετανικό Συμβούλιο, στο Μουσείο Ηρακλειδών, στην Πύρνα και στην Artens.
Η συζήτησή μας έγινε με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο «Μπαρόκ» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

– Μπαρόκ, ο τίτλος του νέου σας μυθιστορήματος. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;
Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που μικραίνει αντί να μεγαλώνει, βαδίζει από τα πενήντα της χρόνια προς τα πίσω, προς τη νεότητά της, συναντώντας παλιότερες εκδοχές του εαυτού της. Σε κάθε κεφάλαιο διαβάζουμε μια ιστορία που ανταποκρίνεται σε μια χρονιά της ζωής της και συμπυκνώνει κατά κάποιο τρόπο όσα της συνέβησαν, όσα έμαθε ζώντας.

– Γιατί ξεκινήσατε από την ηλικία των 50 μέχρι και την ηλικία μηδέν; Αφού η ζωή συνεχίζεται…
Ξεκινάω από μια ηλικία που ξέρω καλά επειδή γιόρτασα τα πενήντα μου χρόνια πρόσφατα. Είμαι κι εγώ «μισόν αιώνα άνθρωπος», που έλεγε και ο Αντώνης Σουρούνης. Η ζωή δεν είναι γραμμική και δεν ξέρουμε πόσο θα ζήσουμε. Ήθελα να γράψω για όσα ξέρω, για όσα συνέβησαν ήδη. Και για όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί, επειδή δε ζούμε μόνο με γεγονότα αλλά και με φαντασιώσεις και με ψευδαισθήσεις, συχνά πιο ισχυρές από την πραγματικότητα.

– Πόσο ελκυστικό, αλλά και επισφαλές, είναι για έναν συγγραφέα να χρησιμοποιεί ως κεντρική ηρωίδα τον εαυτό της ;
Όπως το λέτε, ελκυστικό και επισφαλές. Γι’ αυτό εδώ και χρόνια έκανα ένα βήμα μπροστά και δυο πίσω γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα. Υπερίσχυσε η περιέργειά μου: Πώς αφηγείται κανείς, αναρωτιόμουν, χρησιμοποιώντας τον εαυτό του ως πειραματόζωο; Στο μεταίχμιο μυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας; Ζούμε τελικά τη ζωή μας ως μυθιστόρημα; Αυτά ήταν τα ερωτήματα που με απασχόλησαν. Αυτά και το παιχνίδι με την ταυτότητα. Όταν ας πούμε ο Ε.Χ. Γονατάς έγραφε «Για το χρώμα του μελανιού στα γράμματα του Νίκου Καχτίτση» μας μάθαινε πολλά για το αυτοβιογραφικό παιχνίδι. Ήταν σαν να λέει, θα γράψω για έναν φίλο και συνάδελφο με τον οποίο πράγματι αλληλογραφούσα, έτσι ώστε να εντείνω την αληθοφάνεια μιας επινοημένης τελικά ιστορίας.

– Μπήκατε στη διαδικασία να περικόψετε στοιχεία που ενδεχομένως να έδιναν περισσότερες πληροφορίες στους αναγνώστες σας από όσες θα θέλατε;
Ναι – όχι για να αυτολογοκριθώ, θέλω να πιστεύω, αλλά για να υπηρετήσω την οικονομία του κειμένου. Δηλαδή αν κάτι ήταν ενδιαφέρον και εντυπωσιακό αλλά δεν σχετιζόταν με την αφήγηση, έπρεπε αναγκαστικά να μείνει απέξω. Το κριτήριο ήταν η αφηγηματικότητα και η προ-οικονομία. Η οποία όπως διαπίστωσα λειτουργεί και ανάποδα, όταν σκαλίζουμε το παρελθόν και ψάχνουμε να βρούμε τι μάς προετοίμασε για όσα ζήσαμε και σε ποιο βαθμό η ζωή μας είναι αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Ποιος είναι ο ρόλος της ελεύθερης βούλησης και της μοίρας.

– Τα 50 χρόνια είναι θεωρητικά η ηλικία της ωριμότητας, του επαναπροσδιορισμού της αυτοκριτικής, αλλά και της νοσταλγίας, στοιχεία που εντόπισε η δική μου ανάγνωση. Συμφωνείτε;
Απολύτως. Η νοσταλγία όμως είναι κακός σύμβουλος επειδή βάζει μπροστά μια μηχανή εξιδανίκευσης. Χρειάζεται μια απόσταση από όσα ζήσαμε, ένα πάγωμα της καρδιάς. Κι αυτό δεν είναι ψυχρότητα, αντιθέτως. Η απόσταση δεν αναχαιτίζει τις αναμνήσεις, αλλά τις τοποθετεί στο μικροσκόπιο, βάζει ανάμεσα σε μας και στα όσα ζήσαμε ένα προστατευτικό φίλτρο που μας μεταφέρει ψυχικά στη θέση ενός τριτοπρόσωπου αφηγητή, ενός ερευνητή που αγαπάει το πεδίο της έρευνάς του και συμπάσχει όσο χρειάζεται, όχι υπερβολικά όμως.

– «Ο εαυτός είναι εξίσου περίπλοκος με το σύμπαν», γράφετε στο πρώτο κεφάλαιο. Είμαστε εν τέλει σε μια μόνιμη αναζήτηση του εαυτού;
Των εαυτών καλύτερα. Δεν είναι ένας ο εαυτός μας, αλλιώς αφηγείται το υστερόβουλο εγώ κι αλλιώς το προδομένο, αλλιώς ο εαυτός που πενθεί κι αλλιώς εκείνος που ερωτεύεται. Θα έχετε παρατηρήσει ότι συνήθως διηγούμαστε την ιστορία μας ανεκδοτολογικά, προσπαθώντας να αποδείξουμε κάτι – πως είμαστε γενναίοι, ή ταλαιπωρημένοι από τη ζωή ή ενδιαφέροντες. Οι περισσότεροι αναγνώστες που με πλησιάζουν στο τέλος μιας εκδήλωσης λένε, αν σου πω την ιστορία μου θα γράψεις βιβλίο. Εννοούν ότι η ζωή τους είναι δραματική και συναρπαστική. Κι έχουν δίκιο. Η αγαπημένη μου δραστηριότητα στο μετρό ή στην ουρά της τράπεζας είναι να λαθρακούω τις ιστορίες των άλλων.

– Και οι αναμνήσεις μας; Πόσο διαφέρει η οπτική μας προς αυτές με το πέρασμα των χρόνων;
Ο λόγος που διηγούμαστε ξανά και ξανά τραγικές ιστορίες είναι για να συμφιλιωθούμε με το παρελθόν μας. Όπως τα παραμύθια και οι μύθοι της αρχαιότητας, έτσι και οι προσωπικές μας ιστορίες είναι γεμάτες με επιστρωματώσεις συμβόλων για τον φόβο, την επιθυμία, την ανησυχία, την αγάπη. Κι αν φτάσουμε στο σημείο να διηγούμαστε σαν να συνέβη σε κάποιον άλλο η ζωή μας, τότε γινόμαστε πιο ικανοί να καταλάβουμε, να συγχωρέσουμε και να προχωρήσουμε.

– Ποιες αξίες θεωρείτε αδιαπραγμάτευτες ;
Την ανεκτικότητα – για την οποία δεν διακρινόμουν παλιότερα. Την ελευθερία και το αίσθημα ευθύνης απέναντι στις πράξεις μας.

– Αφιερώνετε το βιβλίο στη μητέρα σας. Είναι αλήθεια ότι η μητρότητα μας κάνει να συναισθανθούμε περισσότερο τις δικές μας μητέρες;
Υποθέτω πως ναι. Αυτό δεν είναι το θέατρο της ζωής; Ξαναζούμε την ιστορία μας, ενσαρκώνοντας άλλο ρόλο.

– Τα κείμενα του Μπαρόκ ανήκουν σε διαφορετικές φόρμες. Είναι τελικά το Μπαρόκ ένα παιχνίδι συγγραφής και επινόησης του εαυτού;
Επινόησης του εαυτού και επινόησης της γραφής ταυτόχρονα. Κάθε κεφάλαιο διεκδικούσε τον δικό του τρόπο γραφής: Υπάρχουν αυτοδιηγητικοί και ετεροδιηγητικοί αφηγητές, θεατρική γραφή, ποίηση, αλληλογραφία, αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο του ενικού και πρώτο πληθυντικού, ημερολόγιο. Βλέπετε πόσοι εαυτοί μας κατακλύζουν; Και πόσο μπαρόκ, πόσο δραματικοί είναι; Πώς συνωστίζονται και εκπτυχώνονται σαν σεντόνια που ακολουθούν το σώμα; Αυτό ήθελα να πετύχω. Ένα μπαρόκ άγαλμα σε κίνηση που να το κοιτάζεις από όλες τις μεριές και ν’ ανακαλύπτεις κάθε φορά κάτι νέο, και συγχρόνως το όλο να είναι πιο ενδιαφέρον από τα μέρη που το απαρτίζουν. Και να είναι αυτό το άγαλμα έτοιμο ανά πάσα τιμή να ξεκολλήσει από το βάθρο του και να πετάξει. Ο ορισμός του μπαρόκ δηλαδή.

Συνέντευξη: Χαριτίνη Μαλισσόβα

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το