Πολιτισμός

Αλλοτινές Αποκριές

 

«…νοσταλγώ την αποκριά,
που συνδύαζε την ευλαβική
διατήρηση της παράδοσης
με την πιο μοντέρνα
καρναβαλική προσέγγιση,
υιοθετώντας απ’ αυτήν
τα υγιή νεωτερικά της στοιχεία»

Της
Ιωάννας Μπάτσαλα – Παπαδοπούλου

Η Αποκριά της Ναούσης, λοιπόν, ήταν κι εξακολουθεί να είναι ξακουστή στα πέρατα της Οικουμένης. Φίλοι της παράδοσης, αλλά και της σύγχρονης εκδοχής του καρναβαλιού συρρέουν κάθε χρόνο στην «πόλη του οίνου», για να γλεντήσουν, να απολαύσουν και να γνωρίσουν αυτή την τόσο ξεχωριστή αποκριά.
Παρόλο που ο χρόνος κυλά και η ζωή αλλάζει, παραμένουν – ευτυχώς – κάποια πράγματα αναλλοίωτα στον χρόνο, άθικτα και ζωντανά, που σώζονται ό,τι και να συμβαίνει γύρω. Ένα απ’ αυτά τα μοναδικά σωζόμενα ανθρώπινα επιτεύγματα είναι η διαφύλαξη της ναουσαίικης αποκριάς.
Με μεγάλη αγάπη, χαρά κι ανυπομονησία, οι Ναουσαίοι περιμένουμε κάθε χρόνο την Αποκριά, γιατί τότε αναβιώνει το ιστορικό δρώμενο του «Γενίτσαρου και της Μπούλας».
Ήμουν, θυμάμαι, γύρω στα δέκα, τετάρτη δημοτικού, όταν περίμενα καρτερικά εκείνες τις ημέρες, αλλά ο Κύριος είχε (για τις μισές από αυτές ευτυχώς!) άλλα σχέδια για εμένα. Ήμουν άρρωστη στο σπίτι. Το ίδιο και η αγαπημένη μου αδελφή, Γωγώ. Με πυρετό, ακεφιά και τη λύπη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μας, ξαπλώναμε στα κρεβάτια μας παρακολουθώντας τηλεόραση.
Ενώ, λοιπόν, υπό κανονικές συνθήκες εκείνο το απόγευμα, όπως και όλα τα αποκριάτικα απογεύματα, η μητέρα θα μας έβγαζε βόλτα στην πλατεία, ντυμένες καρναβάλια, για να χορέψουμε σε παραδοσιακούς, αλλά και σε μοντέρνους ρυθμούς στην εξέδρα που ήταν στημένη εκεί, να πάρουμε παρπαδούλες, δηλαδή ποπ κορν, μαλλί της γριάς, καραμελωμένα μήλα και πετειναράκια γλειφιτζούρια, μείναμε στο σπίτι περίλυπες και άτονες.
«Τουλάχιστον θα μας παραγγείλεις πίτσα;», ρώτησα, σχεδόν παρακλητικά, τη μητέρα μου.
«Θα σας παραγγείλω∙ και την αγαπημένη σας σαλάτα!», μου απάντησε εκείνη μ’ ένα μειδίαμα σχηματισμένο στα χείλη.
Αν μη τι άλλο, χαρήκαμε που θα τρώγαμε απ’ έξω. Ενόσω απολαμβάναμε το έτοιμο φαγητό μας και ήμαστε στενοχωρημένες για το γεγονός ότι χάναμε τις αποκριάτικες μέρες και νύχτες, χτυπάει το κουδούνι.
«Ποιος να είναι άραγε;», αναρωτήθηκε η αδελφή μου. Και η μητέρα συμπλήρωσε: «Περίεργο να χτυπάει κάποιος το κουδούνι, εφόσον έχουμε τα κλειδιά πάνω στην πόρτα και κάλλιστα μπορεί να ανοίξει».
Χωρίς να χάνει καιρό η μητέρα μου, έσπευσε να δει ποιος χτυπούσε το κουδούνι επίμονα. Μια κραυγή έκπληξης έφτασε στο δωμάτιο όπου γευμάτιζαν οι μικρές ασθενείς.
«Τι συμβαίνει, μαμά; Ποιος είναι;», ρώτησα νωχελικά.
«Ελάτε γρήγορα να δείτε!», μας παρότρυνε γεμάτη χαρά.
Τρία καρναβάλια στέκονταν στην είσοδο του σπιτιού μας. Αφού καλοδεχτήκαμε τους αναπάντεχους επισκέπτες, ένα αίσθημα έκπληξης, χαράς κι απορίας συνάμα μας συνεπήρε. Χωρίς να χάνουμε καιρό, επιδοθήκαμε σ’ έναν άνευ προηγουμένου αγώνα «μαντεψιάς», μια προσπάθεια αναγνώρισης των αληθινών προσώπων που κρύβονταν πίσω από τα καρναβαλικά προσωπεία.
Οι απρόοπτες επισκέψεις μασκαράδων στα σπίτια ήταν μια ευχάριστη συνήθεια των ημερών του καρναβαλιού, η οποία σήμερα, καλώς ή κακώς, εκλείπει.
«Ποιοι μπορεί να είναι;», κοιτούσα συνωμοτικά την αδελφή μου, προσπαθώντας να διαβάσω κάποια κίνηση, ένα σημάδι της γλώσσας του σώματος.
«Μήπως είσαι η θεία;», ρώτησε εξεταστικά η Γωγώ το πρόσωπο που ήταν στα ροζ ολόσωμα ντυμένο. Το καρναβάλι έγνεψε αρνητικά.
Αφού πέρασε λίγη ώρα μάταιης προσπάθειας αναγνώρισης των μασκαράδων, οι τελευταίοι μας λυπήθηκαν, ήμαστε άρρωστες γαρ, κι αποφάσισαν να αποκαλύψουν τα πρόσωπά τους. Ήταν, τελικά, η πρώτη εξαδέλφη της μαμάς μου, μαζί με δυο φίλες της.
Δε θα λησμονήσω ποτέ τη χαρά που πήραμε εκείνο το απόγευμα της Αποκριάς. Κι ήταν ακόμα πολλά τα αντίστοιχα απογεύματα που έχω να θυμάμαι. Χαρούμενες στιγμές που – δυστυχώς – έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί για όλους μας κι οι επόμενες γενιές δε θα έχουν τη χαρά να ζήσουν.
Για καλή μας τύχη, οι μέρες της αδιαθεσίας μας πέρασαν γρήγορα και, τουλάχιστον, χαρήκαμε τη δεύτερη Κυριακή της Αποκριάς, την Κυριακή της Τυρινής, κατά την οποία κορυφώνονται οι καρναβαλικές εκδηλώσεις στην ηρωική πόλη της Ναούσης.
Κατά τα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια της αθωότητας, εκτός της αναβίωσης του τοπικού μας δρωμένου, συμμετείχαν στις εκδηλώσεις σύσσωμα τα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σύλλογοι πολιτισμού της πόλης και της τοπικής περιφέρειας, μικροί και μεγάλοι. Εκείνη τη χρονιά, λοιπόν, γίναμε κι εμείς με τη Γωγώ μέτοχοί τους, όπως κάθε χρονιά, άλλωστε, αυτή τη φορά με τον Πολιτιστικό Σύλλογο των Λευκαδίων, του χωριού απ’ όπου κατάγεται η μητέρα μας. Μικρές μαζορέτες, ντυμένες στα λευκά και μπλε, κρατώντας χρωματιστά κομφετί στα χέρια, ξεχυθήκαμε στους δρόμους χορεύοντας∙ χορεύοντας τη ζωή.
Έρχονται στιγμές που αναπολώ αυτή την αποκριά∙ τη ναουσαίικη αποκριά που συνδύαζε την ευλαβική διατήρηση της παράδοσης με την πιο μοντέρνα καρναβαλική προσέγγιση, υιοθετώντας απ’ αυτήν τα υγιή νεωτερικά της στοιχεία. Νοσταλγώ το πλήθος που συνέρρεε, για να γίνει κοινωνός της χαράς και της ζωής είτε με την παραδοσιακή, είτε με την αποκριάτικη μέθεξη.
Ναι, η ζωή κυλά και κυλάμε κι εμείς μαζί της. Αν και σήμερα η Αποκριά στη Νάουσα έχει πάρει αμιγώς παραδοσιακό χαρακτήρα, τα χρόνια της παλιάς αίγλης έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένα μέσα μου. Ο παρονομαστής είναι ο ίδιος. Η Νάουσα, η πατρίδα μου, ανάμεσα στα άλλα, φημίζεται για την Αποκριά της∙ για το ένα και μοναδικό ιστορικό της δρώμενο, «Γενίτσαροι και Μπούλες». Και πάντα την Κυριακή της Αποκριάς, που πλησιάζει και φέτος, η καρδιά μου θα σκιρτά∙ από μακριά αυτή τη φορά.
Ο πένθιμος ήχος του ζουρνά, ο βαρύς ήχος του νταουλιού, ο «πρόσωπος» του Γενίτσαρου, τα ασημικά και η «πάλα» του, ήτοι το σπαθί του, η «Μπούλα», οι εκατοντάδες επισκέπτες, το ξινόμαυρο κρασί της Νάουσας που ρέει άφθονο, ο χορός, η χαρά, η ξεγνοιασιά, η ζωή σηματοδοτούν την Αποκριά στη Νάουσα. Αυτή είναι η Νάουσα. Αυτοί είμαστε. Μέσα από την παράδοση γράφουμε ιστορία. Καλή Αποκριά!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το