Άρθρα

«Αλάτι ο θάνατος και τη ζωή πολύ τη νοστιμίζει»

*Ν. Καζαντάκης, «Οδύσσεια», (Βιβλίο k 18 στίχος 912)

Του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου,
Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ

Συνιστά ο απολογισμός μιας ζωής προς την τελευτή του βίου αξιόπιστη μαρτυρία για όσα βιώσαμε; Συγκροτούν η συσσωρευμένη εμπειρία και η νοσταλγία του παρελθόντος μια στοχαστική ματιά απαλλαγμένη από τις εντάσεις, τις επιθυμίες και τις ενοχές που μας βαραίνουν στη διαδρομή μας; Η συνείδηση της θνητότητας ήταν στο επίκεντρο της φροϋδικής σπουδής προς το τέλος της ζωής του θεμελιωτή της ψυχανάλυσης. Όσο κι αν εξορκίζουμε τον θάνατο, μέσω μηχανισμών απομάκρυνσης απωθώντας όσα δεν είναι απτά για άμεση απόλαυση ή εχέγγυα ευημερίας, μήπως τελικά η συνείδηση του εφήμερου φωλιάζει στις ρωγμές της εσωτερικής μας ζωής; Όση επίγνωση κι ευαισθησία κι αν έχουμε ο θάνατος δεν μας αγγίζει παρά ως προσωπική υπόθεση, ως μια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Γίνεται αντιληπτός σαν το έρεβος που ακολουθεί το φως της ζωής. Γιατί ο θάνατος μας αφορά στη σχέση μας με τους οικείους και αγαπημένους. Περιθωριακά και επιδερμικά μάς αγγίζουν οι φρικαλεότητες που συμβαίνουν γύρω μας, οι καταστροφές και τα εγκλήματα που φροντίζει να μας προσφέρει ως θέαμα προς κατανάλωση η ειδησεογραφία. Η καθημερινότητά μας αλλά και ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός μας οργανώνονται γύρω από τις συντεταγμένες της ατομικής επιβίωσης. Διαφοροποιούμαστε ριζικά από τα άλλα έμβια όντα στη διαπάλη μας με το θάνατο. Στο ζωικό βασίλειο η αρμονική συμβίωση διασφαλίζει την επιβίωση μέσα από το συνεχή κύκλο κατανομής εργασιών στα μέλη της ομάδας, χωρίς η συνείδηση της θνητότητας να επιδρά καταπιεστικά πάνω τους. Αντίθετα, ο άνθρωπος οπλισμένος με τη γλώσσα, ικανός να επινοεί εργαλεία, με την κληρονομικότητα να εμπλουτίζει τη γνωσιακή και πολιτισμική αλληλουχία των γενεών, αντιδρά στην ιδέα του θανάτου και καλλιεργεί με ποικίλους τρόπους την προσδοκία μιας μεταθανάτιας ζωής, παρηγοριά στην αναπόφευκτη φυσική αποσύνθεσή του. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που αντιστέκεται στο είδος του θανατώνοντας συνανθρώπους του χωρίς να συντρέχουν λόγοι αυτοσυντήρησης, απλώς και μόνο για τη διαστροφική ηδονή της αυτοεπιβεβαίωσης ή της εξύψωσης. Είναι το μοναδικό όν που αυτοχειριάζεται όταν δυσκολεύεται να προσαρμοσθεί στις δυσκολίες της ζωής, όταν η κατάθλιψη και η απόγνωση κυριεύουν τη διαθεσιμότητα για ζωή, όταν αποδομείται ο κοινωνικός ιστός που τον συνέχει με τα άλλα μέλη της κοινωνίας.

Αν και μέλη μιας κοινωνίας που μας καλεί να σεβαστούμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούμαστε και καλύπτουμε τις βιοτικές και αισθηματικές μας ανάγκες, ακροβατούμε ανάμεσα στο συλλογικό αγαθό και στην άναρχη ατομικότητα. Συχνά είναι τόσο ανθεκτική στο δημόσιο αγαθό η επηρμένη φύση του ατόμου που υπερβαίνει ότι πολυτιμότερο υπάρχει στην κλίμακα των αξιών του που είναι η ανθρώπινη ζωή, όπως και αξίες που δίνουν νόημα στην ύπαρξή του ως συλλογικού όντος.
Στον παγκοσμιοποιημένο και μορφοποιημένο σήμερα κόσμο η απώλεια του νοήματος της ζωής είναι όλο και πιο αισθητή. Η κυρίαρχη λογική αποδεικνύεται ατελέσφορη στη λειτουργία της. Η άμετρη ευημερία μιας ακόρεστης, στις φιλοδοξίες της και στη συσσώρευση πλούτου, μειοψηφίας αγνοεί στις εφήμερες επιδιώξεις της ότι η αιωνιότητα είναι αδήριτα συνδεδεμένη με τη διασφάλιση της συνέχειας του είδους, με την αειφορία της φύσης.
Η λογοτεχνική μυθοπλασία μας υποδεικνύει με αλληγορικό λόγο τη χιμαιρική διάσταση της αιωνιότητας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη χώρα του Luggnagg, ο Gulliver στα περίφημα ταξίδια του μαθαίνει ότι μερικοί από τους ιθαγενείς, οι Struldbruggs, γεννιούνται σε μια κατάσταση αθανασίας. Σε ύφος ραψωδίας, που διασκεδάζει τους Luggnaggs περιγράφει τι θα έκανε ο ίδιος αν ήταν αθάνατος, αλλά οι ιθαγενείς τελικά του εξηγούν ότι ένας Struldbrugg έχει αιώνια ζωή αλλά όχι αιώνια νεότητα. Όταν ο Γκάλιβερ συναντά μερικούς από τους Struldbruggs, νιώθει απέχθεια από την παραμόρφωση και τη γήρανσή τους και η «έντονη επιθυμία του για διαρκή ζωή» μειώνεται.

Στο μυθιστόρημα του Michel Houellebecq «La Possibilité d’une île», επιστημονικής φαντασίας θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, περιγράφεται ουσιαστικά ο απολογισμός της ζωής του Daniel 1, που γράφτηκε από τον ίδιο λίγο πριν από το θάνατό του, διαβάστηκε και σχολιάστηκε μερικές χιλιετίες αργότερα από τους μακρινούς νεοάνθρωπους κλωνοποιημένους απογόνους του, Daniel 24, μετά Daniel 25. Ο Miskiewicz ένας τρελός επιστήμονας που ειδικεύεται στη γενετική και τη μοριακή βιολογία αναλαμβάνει να δημιουργήσει με συνεχείς κλωνοποιήσεις τους άνδρες του μέλλοντος απευθείας σε ένα ενήλικο σώμα 18 ετών, έτσι ώστε να επιτευχθεί η πραγματική αθανασία. Χρειάστηκαν ακόμη τρεις αιώνες δουλειάς στους διαδόχους του Miskiewicz για να επιτευχθεί η δημιουργία των πρώτων νεοκλωνοποιημένων γενεών. Λίγες χιλιετίες αργότερα, η Γη κατοικείται ως επί το πλείστον από νεοάνθρωπους που περνούν το χρόνο τους διαβάζοντας τις ιστορίες ζωής των ανθρώπινων «προγόνων» τους και υποφέροντας στη δυσβάστακτη εξέλιξη τους να αποποιηθούν αγάπη και επιθυμία. Παραμένουν μόνο εδώ και εκεί, χαμένοι σε τεράστια δάση, στην ερειπωμένη Νέα Υόρκη ή στη Μαδρίτη που καταστράφηκαν μετά από έναν πυρηνικό πόλεμο, οι «άγριοι», στην πραγματικότητα όσοι επιβίωσαν μετά την καταστροφή και επέστρεψαν κατά κάποιο τρόπο στην πολιτεία σε προϊστορική κατάσταση. Ο Daniel 1 έχει απόλυτη επίγνωση ότι «οι παραστάσεις του είναι συνολικά απεχθείς» και ότι έχει στοιχειωθεί, σ’ όλη του η ζωή, από τους θαυμάσιους στίχους του Θανάτου των φτωχών του Μπωντλαίρ.

Ζωής πηγή είν’ ο Θάνατος κι’ η ελπίδα μας η μόνη
Σκοπός του βίου μονάκριβος κι’ αλί! Η παρηγοριά μας,
Κι’ ως να βραδιάσει σφίγγεται να κρατηθεί η καρδιά μιας
Το δυνατό αυτό πίνοντας, που μας μεθάει, αφιόνι.
Μέσα στη βαρυχειμωνιά, την πάχνη και το χιόνι,
Η λάμψη είν’ η παλλόμενη στο μαύρο ορίζοντά μας
Ξενοδοχείο περίφημο γραμμένο στα χαρτιά μας
Που τρώει και κάθεται κανείς, ξαπλώνεται και υπνώνει.
Του απόκληρου είναι ο θησαυρός, η αρχαία γενέτειρά του
Είν’ ο Άγγελος που των φτωχών και των γυμνών την κλίνη
Στρώνει, και στα μαγευτικά τα λιανοδάχτυλά του.
Τα όνειρα τα εκστατικά του ύπνου τα δώρα κλείνει
Των θεών η δόξα, ο μυστικός είναι σιτοβολώνας
Ο διάπλατος στους ουρανούς τους άγνωστους πυλώνας!
«Ο Θάνατος των Φτωχών», Μετάφραση Αλέξανδρος Μπάρας (Νέα Εστία, Τεύχος 575)

Κανένα τεχνολογικό θαύμα δεν μπορεί να περιορίσει τον πλανητικό θάνατο, να παρατείνει για πάντα τη ζωή μας. Μόνο η μελαγχολική επίγνωση της κοινής, ανυπεράσπιστης ευθραυστότητάς μας μπροστά σε αυτή τη μόνιμη απειλή μπορεί να μας οδηγήσει να αποκηρύξουμε το απατηλό δέλεαρ της τεχνικής παντοδυναμίας και τον πειρασμό της εφήμερης καταστροφικής απόλαυσης. Η συνείδηση της θνητότητας μπορεί από απαισιόδοξη παραδοχή να μετασχηματισθεί σε δύναμη για να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον, να ισχυροποιήσουμε την αδελφοσύνη, να ξαναδώσουμε τη μαγεία της ζωής στον κόσμο των καθημερινών μας σχέσεων μέσα από την αγάπη και τη φιλία, να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας ως αναπόσπαστο μέλος μιας ενιαίας κοινότητας επίγειου πεπρωμένου. Η παραδοχή του πεπερασμένου της παρουσίας μας στη Γη αλλά και των άπειρών δυνατοτήτων μας προς το καλό ή το κακό είναι η πρόκληση για να γεφυρώσουμε τη ζωή με τον θάνατο. Γιατί αν το άλας μωρανθεί, προειδοποιεί η ευαγγελική ρήση, εν τίνι αλισθήσεται;

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το