Τοπικά

Άκυρη η καταγγελία σύμβασης πρώην διευθυντή του Γηροκομείου Βόλου

Άκυρη έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), με την υπ’ αριθμόν 33/2020 απόφασή του, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του πρώην διευθυντή του Γηροκομείου Βόλου Γεωργίου Ραπτόπουλου από το ίδρυμα, το οποίο και υποχρεώνει «να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος, σύμφωνα με τους όρους της εργασιακής του σύμβασης».
Η σύμβαση εργασίας του πρώην διευθυντή του Γηροκομείου Βόλου είχε καταγγελθεί από το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος στις 22 Φεβρουαρίου του 2019, με συνέπεια ο κ. Ραπτόπουλος να προσφύγει δικαστικά κατά της απόφασης. Παράλληλα με την απόφασή του το Πρωτοδικείο «απειλεί σε βάρος του πρώτου εναγόμενου (ΣΣ του ιδρύματος) χρηματική ποινή ύψους 100 ευρώ, για κάθε ημέρα που δεν θα αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος».
Σύμφωνα με την απόφαση «υποχρεώνει τον πρώτο εναγόμενο (ΣΣ το ίδρυμα) να καταβάλει στον ενάγοντα αποδοχές υπερημερίας για το διάστημα από τον μήνα Απρίλιο του 2019 έως και τον μήνα Μάρτιο του 2020, ύψους 1.775,86 ευρώ μηνιαίως, νομιμότοκα από το τέλος κάθε μήνα και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κηρύσσει την απόφαση κατά την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και δη για το ποσό των 5.330 ευρώ. Αναγνωρίζει ότι το πρώτο εναγόμενο (ΣΣ το ίδρυμα) υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Καταδικάζει τον πρώτο εναγόμενο (ΣΣ το ίδρυμα) στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των 300 ευρώ. Επίσης το δικαστήριο απέρριψε «την αγωγή καθ’ ο μέρος αυτή στρέφεται κατά του δεύτερου εναγόμενου (ΣΣ του προέδρου του Π. Πάνου)», ενώ καταδίκασε τον ενάγοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του δεύτερου εναγόμενου (ΣΣ του κ. Π. Πάνου), τα οποία ορίζει στο ποσό των 150 ευρώ».

Η υπόθεση είχε συζητηθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου την 22α Νοεμβρίου 2019. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, «με δεδομένο ότι ζήτημα νομιμότητας της πρόσληψης του ενάγοντος δεν τίθεται, ούτε, όμως και ζήτημα πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων αυτού, αφού ουδέν τέτοιο αποδεικνύεται, αλλά και λαμβανομένων υπόψη της επί μακρόν αγαστής συνεργασίας μεταξύ του ενάγοντος, των εναγόμενων και των εκάστοτε μελών του Δ.Σ. του Ιδρύματος και δη μέχρι τον Μάιο του έτους 2018, την εκφρασθείσα πολλάκις από τα μέλη της Διοίκησης του Ιδρύματος ικανοποίησή τους αναφορικά με τις δεξιότητες και την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των υποθέσεων του Ιδρύματος από τον ενάγοντα, την αιφνίδια μεταστροφή της έναντι του ενάγοντος στάσης του δεύτερου εναγόμενου και των μελών της διοίκησης του Ιδρύματος μετά την προσφυγή του στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και την εντός τριμήνου από αυτή λήψη της σχετικής απόφασης περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση, ότι αιτία της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος δεν αποτέλεσε συμπεριφορά αυτού συνδεόμενη με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του, δοθέντος ότι κάτι τέτοιο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την έως τότε αξιόλογη πορεία του, χωρίς μάλιστα να έχει εκφραστεί εναντίον του κανένα παράπονο και χωρίς επιβολή ουδεμίας πειθαρχικής ποινής, αλλά η έχθρα και το κλίμα εμπάθειας που δημιουργήθηκε αρχικά μεταξύ του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου λόγω της μεταξύ τους αντιπαράθεσης για τα προαναφερθέντα τιμολόγια και εν συνεχεία και μετά την προσφυγή του ενάγοντος ενώπιον του ΣΕΕ και με τα λοιπά μέλη του Δ.Σ. του Ιδρύματος, τα οποία υιοθέτησαν τις θέσεις του προέδρου, καθόσον, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων στην παρούσα δίκη, αλλά και σε έτερη προηγηθείσα δίκη, στο Ίδρυμα δημιουργήθηκαν εν τοις πράγμασι δύο «στρατόπεδα» ήτοι υποστηρικτές του ενάγοντος και υποστηρικτές του εναγόμενου.

Μετά ταύτα αποδεικνύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι η κρινόμενη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος τυγχάνει άκυρη ως καταχρηστική, διότι έλαβε χώρα λόγω έχθρας και εμπάθειας, καθώς και λόγω προηγούμενης συμπεριφοράς του ενάγοντος περί τη διεκδίκηση εργασιακών του δικαιωμάτων, μη αρεστής στον εργοδότη – πρώτο εναγόμενο, με αποτέλεσμα να παρέλκει η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών αγωγικών ισχυρισμών περί καταχρηστικότητας της επίμαχης καταγγελίας, καθιστάμενου του πρώτου εναγόμενου εκ μόνου του λόγου αυτού υπερήμερου ως προς την αποδοχή της εργασίας του ενάγοντος και ως προς την καταβολή των αποδοχών του. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για μισθούς υπερημερίας χρονικού διαστήματος από τον Απρίλιο του έτους 2019 έως και τον Μάρτιο του έτους 2020, όπως ζητεί (106 ΚΠολΔ), το ποσό των (1.775,86 ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 12 μήνες =) 21.310,32 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της τελευταίας ημέρας εκάστου μηνός, εντός του οποίου κατέστησαν ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί. Τέλος, εξαιτίας της ανωτέρω καταχρηστικής συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου, εκδηλούμενης τούτης διά της καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από τον νόμιμο εκπρόσωπό του και λόγω των συνθηκών, από τις οποίες η καταγγελία αυτή έλαβε χώρα και δη ενόψει της αμφισβήτησης της επαγγελματικής επάρκειας του ενάγοντος και των δημοσίων διαστάσεων που έλαβε το εν λόγω ζήτημα, ο ενάγων υπέστη επαγγελματική μείωση και ηθική βλάβη από την προσβολή της προσωπικότητάς του στο κοινωνικό και επαγγελματικό του περιβάλλον, προς αποκατάσταση της οποίας, δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, η οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ανέρχεται στο ποσό των 2.000,00 ευρώ, το οποίο θεωρείται ότι είναι εύλογο, με βάση το είδος της ηθικής βλάβης που ο ενάγων υπέστη και τη βαρύτητα του πταίσματος του πρώτου εναγόμενου, την ομαλή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του ανωτέρω μέχρι τον χρόνο της άκυρης καταγγελίας, την ένδικη συμπεριφορά των μελών του Δ.Σ. του πρώτου εναγόμενου και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή κατά την επικουρική της βάση ως βάσιμη κατ’ ουσία, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 22-2-2019 καταγγελίας σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου, να υποχρεωθεί το τελευταίο να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος, σύμφωνα με τους όρους της εργασιακής του σύμβασης, να απειληθεί κατά του πρώτου εναγόμενου χρηματική ποινή ύψους 100 ευρώ για κάθε ημέρα που δεν θα αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος, απορριπτόμενου του αιτήματος περί απειλής προσωπικής κράτησης του δεύτερου εναγόμενου και εντεύθεν της ένδικης αγωγής ως προς αυτόν, να υποχρεωθεί το πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα αποδοχές υπερημερίας για το διάστημα από τον μήνα Απρίλιο του 2019 έως και τον μήνα Μάρτιο του 2020, ύψους 1.775,86 ευρώ μηνιαίως, νομιμοτόκως από το τέλος κάθε μήνα και μέχρι την πλήρη εξόφληση και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, κατά το αναφερόμενο στο διατακτικό ποσό, όσον αφορά στις απαιτήσεις που ανάγονται σε χρονικό διάστημα τριών μηνών πριν από την άσκηση της κρινόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 910 παρ. 4 ΚΠολΔ, ενώ όσον αφορά στις λοιπές απαιτήσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο, η καθυστέρηση δε στην εκτέλεση δεν θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα (άρθρα 907 και 908 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εναγόμενου πρέπει, ενόψει της απόρριψης της αγωγής ως προς αυτόν, να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, ενώ μέρος των δικαστικών εξόδων του τελευταίου πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού υποβληθέντος αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος του πρώτου εναγόμενου κατά τον λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το