Θ Plus

Ακραίφνιο – Τετράστερη πόλη

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Γιατί πόλη τετράστερη; Μα γιατί η ιστορία της πόλης αυτής που ακράγγιζε τη λίμνη Κωπαΐδα, συγκλόνιζε με την πολυεπίπεδη έκφανσή της.
Ας μετρήσουμε από το ένα ώς το τέσσερα: H αρχαία ακρόπολη πάνω στον λόφο που επόπτευε όλη τη λίμνη. Το Ιερό του Απόλλωνα στον λόφο του Πτώου. Ο ναός της Δήμητρας και ο βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου, στις παρυφές της ακρόπολης και του σημερινού σύγχρονου οικισμού του Ακραίφνιου.
*
Λίγο μετά το 100ό χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Αθήνας – Λαμίας βλέπουμε πάντα μπροστά μας μια τεράστια πράσινη πινακίδα με την ένδειξη Αλίαρτος και Ακραίφνιο. Η κατεύθυνση προς Ακραίφνιο γίνεται απευθείας προς τα δεξιά.
Στρίβοντας λοιπόν προς τα δεξιά μετά την έξοδο από την Εθνική Οδό, παίρνουμε τον φαρδύ δρόμο που ανηφορίζει για καμιά οχτακοσαριά μέτρα, ωσότου μπαίνουμε στον Οικισμό του Ακραίφνιου.
Μπαίνοντας στο χωριό κι ύστερα από λίγα μέτρα ακόμη παρατηρούμε μια πινακίδα που κατευθύνει τον επισκέπτη προς τα δεξιά σε έναν ανηφορικό στενόδρομο, μέσα από τα σπίτια του χωριού. Ύστερα από ακόμη μια στροφή δεξιά και ιδιαίτερα ανηφορική σε τσιμεντόδρομο φτάνουμε στην είσοδο μιας παλιάς (μεταβυζαντινής) εκκλησίας, που είναι του Αγίου Γεωργίου, με παλιό καμπαναριό κι ένα παλιό οθωμανικό σαράι. Στην εκκλησία του Γεωργίου έχουν ενσωματωθεί δομικά υλικά και αρχαίες επιγραφές που είναι ορατές στις εντοιχισμένες πλευρές του. Λίγα μέτρα παραπάνω από τον ναό αυτόν ο δρόμος σταματάει, δίπλα από ένα σπίτι, που είναι και το τελευταίο του οικισμού, στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου.
Στο σημείο εκείνο αφήνουμε το αμάξι μας και μπαίνουμε στην επικράτεια του αρχαιολογικού χώρου που σημαίνεται με την πινακίδα «Προς ακρόπολη».
Από εκεί αρχίζει μια περιπέτεια που μόνο στην Ελλάδα είναι δυνατή. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη του πού βρίσκεται αυτή η ακρόπολη. Ο ανιχνευτής πρέπει να διαθέτει μαντικές ικανότητες και περιθώρια μέγιστης αντοχής και υπομονής, για να βγάλει άκρη με τη θέση της εν λόγω αρχαίας ακρόπολης.
Εν πάση περιπτώσει στην Ελλάδα βρισκόμαστε και ζούμε το μεγαλείο της, σε κάθε μας βήμα.
Ανηφορίζουμε πλαγιαστά και πέφτουμε σε δυο αλυσοδεμένα σκυλιά που τραβούνε την αλυσίδα του σε πλάτος. Αποφεύγουμε τα σκυλιά και παίρνουμε εκείνη την κατεύθυνση που στην άκρη της διακρίνεται ένα κιόσκι.
Για να βρεθούμε στο κιόσκι αυτό θα πρέπει να διανύσουμε στην τύχη και στο ψάξιμο διέξοδο και τρύπες κάτω από πυκνά χόρτα και στάχια.
Φτάνοντας στο κιόσκι, νομίζουμε πως τελειώσανε τα δύσκολα κι ότι από εκεί θα φαινότανε η ακρόπολη του αρχαίου Ακραίφνιου. Όμως ένα αχνό μονοπάτι ξετυλίγεται με νότια κατεύθυνση και βέβαια απομακρύνει την πορεία μας από τον ποθητό στόχο.
Περνάμε πάνω από υποψίες αρχαίου τείχους και πάνω από κάποιες δεξαμενές που υποδηλώνουν την ύπαρξη οικιστικής ζώνης.
Διασχίζοντας την πλευρά αυτή του λόφου φτάνουμε σε μια πλατιά λεκάνη εδάφους, από την οποία έχουμε πανοραμική εικόνα του αρχαίου λόφου. Έτσι παρατηρούμε σε ανατολική θέση την υποψία μιας περιτείχισης, που φως φανάρι ανήκει στην αρχαία πόλη, σε αντίθετη κατεύθυνση και αρκετά μακριά από το σημείο που βρισκόμαστε.
Πασχίζουμε με βάση τη νοητή κατεύθυνση να προσεγγίσουμε την ορατή οχύρωση της αρχαίας πόλης. Μονοπάτι δεν υπάρχει και η πορεία μας γίνεται δραματική μέσα από ακανθώδεις θάμνους και κρυμμένες από την ψηλή θερινή βλάστηση αιχμηρές πέτρες και βραχάκια που εμποδίζουν την κανονική διάβαση του ανώμαλου εδάφους.
Θα χρειαστούμε είκοσι λεπτά για να φτάσουμε σχεδόν δίπλα από την εντυπωσιακή οχύρωση των κλασικών χρόνων, ύστερα από επίπονη διαδρομή μέσα από ακαθάριστο και ασημάδευτο κοίλωμα του εδάφους.

Η είσοδος στο χωριό και τον αρχαιολογικό χώρο του Ακραίφνιου

Η κορυφή του λόφου, η οχυρωματική ανάπτυξη της αρχαίας πόλης και η πράγματι εντυπωσιακή πύλη της ακρόπολης αποζημιώνουν τον οδοιπόρο με την καλαίσθητη κυκλώπεια αρχιτεκτονική τους.
Η αρχαία πόλη Ακραιφία ή Ακραίφνιο βρισκόταν νότια του σημερινού Ακραιφνίου, ανατολικά του κάμπου της Κωπαΐδας καταλαμβάνοντας ολόκληρη την επιφάνεια του λόφου Βίγλιζα ή Σκοπιά.
Η μεγαλύτερη ακμή της πόλης τοποθετείται, σύμφωνα με όλα τα μέχρις στιγμής ευρήματα, στον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. Η πόλη έμεινε ζωντανή ώς τα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια.
Το τείχος που περιέβαλλε την πόλη, χτίστηκε κατά τον 4ο αιώνα, μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους. Ήταν και είναι οικοδομημένο με πολυγωνικούς λίθους, σύμφωνα με το σύστημα της ελληνικής τοιχοδομίας. Το τείχος ξεκινούσε από το ψηλότερο σημείο του λόφου και σχημάτιζε τραπεζοειδή ανάπτυξη. Η μια πλευρά κατηφόριζε προς τον σημερινό Οικισμό, ενώ η άλλη λίγο μετά την ορθή γωνία, που σχημάτιζαν οι δυο πλευρές, είχε μια μικρή πύλη κι έναν πενταγωνικό πύργο, ενώ στη συνέχεια ακολουθούσε κατεύθυνση δυτική διασχίζοντας ομαλό κι επίπεδο ανάγλυφο, για να καταλήξει στη νότια είσοδο του σημερινού χωριού.
Η παλιότερη μαρτυρία για την ακρόπολη της Ακραιφίας προέρχεται από τον Ηρόδοτο (Η,135). Η πόλη, σύμφωνα με τον Στράβωνα ήταν χτισμένη στο ψηλότερο σημείο, («εν ύψει» γράφει), ενώ ο σύγχρονος οικισμός είναι χτισμένος σε μια κοιλότητα του λόφου που ανήκει στο Πτώον Όρος.
Παρά την καταστροφή της πόλης από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, ένα μεγάλο μέρος του αρχαίου τείχους διασώθηκε και διατηρείται σε καλή κατάσταση, ιδιαίτερα αυτό του ανατολικού τμήματος που βρίσκεται κοντά στη μικρή πύλη, αλλά και στο δυτικό τμήμα του λόφου, ώς εκεί που σταματά και το πλάτωμα του λόφου. Λείψανα της αρχαίας πόλης είναι ασφαλώς θαμμένα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους κι επάνω σε αυτή. Είναι ορατές κάποιες λαξευμένες κατασκευές, καθώς βαδίζουμε επιφυλακτικά πάνω σε αυτό το χορταριασμένο πλάτωμα.
Αλλά συστηματική ανασκαφή σε ολόκληρη την περιφέρεια της αρχαίας πόλης δεν έχει γίνει.
*

Η πύλη εισόδου στην αρχαία ακρόπολη

Από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου κατηφορίζουμε όσο να πάρουμε τον δρόμο που θα μας βγάλει στον κεντρικό άξονα του χωριού. Αντί όμως να επιστρέψουμε στην Εθνική Οδό, θα πάρουμε τον ανηφορικό δρόμο που έχει προορισμό το όρος Πτώον, το μοναστήρι της Αγίας Πελαγίας και το φημισμένο Ιερό του Πτώου Απόλλωνα.
Ύστερα από τρία χιλιόμετρα περίπου κι αφού θα έχουμε προσπεράσει τη διασταύρωση για το Κόκκινο και το Κάστρο, θα φτάσουμε σε σημείο που δεξιά μας φεύγει χωματόδρομος που οδηγεί στο Ιερό του Απόλλωνα.
Λίγο πριν φτάσουμε στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής διακρίνουμε πινακίδα με την ένδειξη πως από το σημείο του δρόμου και πάνω ολόκληρη η πλαγιά κάτω από μια βραχώδη προεξοχή, ανήκει στην ιερότητα του Απολλώνιου χώρου.
Εκεί μέσα κι αφού διασχίσουμε ένα μέτριο πρανές με πλούσια χλόη, θα δούμε τα ερείπια του ναού του Πτώου Απόλλωνα.
Οι ανασκαφές στο πολύ σπουδαίο αυτό Ιερό είχαν ξεκινήσει από τα τέλη του προπερασμένου αιώνα. Από τότε είχε φανεί ότι η γης του Πτώου έκρυβε ανεπανάληπτους θησαυρούς. Βρέθηκαν τα θεμέλια του ναού, δυο στοών και μιας δεξαμενής.
Μέσα σε αυτόν τον ναό λειτουργούσε και το μαντείο του Απόλλωνα, το οποίο χαρακτηριζόταν αψευδές και αλάθητο, σύμφωνα με τον Παυσανία, αλλά και πολύφωνο, καθώς έδινε χρησμούς και σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα.
Το όνομά του το όρος Πτώον το πήρε κατά μια εκδοχή από τον γιο του Απόλλωνα και της Ζευξίππης Πτώο (ο άλλος γιος ήταν ο Ακραίφνιος), κατά μια άλλη εκδοχή από τη ρήμα «επτοήθη», το οποίο αναφέρεται στη Λητώ που ήρθε στο βουνό αυτό να γεννήσει τον παράνομο καρπό της με τον Δία. Μια τρίτη άποψη, του Παυσανία, επιμένει ότι το όνομά του το Πτώον το επήρε από τον ομώνυμο γιο του βασιλιά του Ορχομενού Αθάμαντα και της Θεμιστώς.
Το Ιερό και Μαντείο διατήρησε για πολλούς αιώνες τη φήμη και το μεγαλείο του, ενώ υπάρχουν πληροφορίες που αναφέρουν ότι ακόμη και στη διάρκεια του 2ου μ.Χ. αιώνα (εποχή του Ηρώδη του Αττικού) ήταν γνωστό και λειτουργούσε ακόμη.
Εκεί κοντά στα τέλη της πρώτης χιλιετίας, οι χριστιανοί ξεσήκωσαν από το Απολλώνιο Ιερό πολλά θραύσματα και υλικά, τα οποία ενσωμάτωσαν στον ναό της Οσίας Πελαγίας που χτίστηκε σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου ψηλότερα από τον Ναό.
*

Το τείχος της αρχαίας πόλης

Το σημαντικότερο κτήριο του Ιερού ήταν ο ναός του Απόλλωνα, από τον οποίο σήμερα ελάχιστα διακρίνονται και έχουν απομείνει, μετά τις «αφαιμάξεις» που του έγιναν κατά καιρούς. Ο ναός κατά τον Αναστάσιο Ορλάνδο, ήταν περίπτερος, δωρικού ρυθμού, με πλήθος κιονοστοιχίες. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με μεγάλες πλάκες, ενώ από τα θραύσματα των μελών του συμπεραίνεται ότι διέθετε γλυπτικό διάκοσμο και στη ζωφόρο και στα αετώματα.
Περπατώντας σήμερα στον εκτεταμένο αυτό χώρο του Ιερού διακρίνουμε τειχία από την οχύρωσή του, διάφορα θραύσματα βοηθητικών κτηρίων και λίγες πέτρες από τον σηκό του αρχαίου ναού.
Διασχίζοντας το σημείο όπου βρισκόταν το Ιερό κατηφορίζουμε λίγο, ώσπου σε μια επίπεδη λεκάνη διακρίνουμε τα απομεινάρια μιας δεξαμενής νερού, η οποία εξυπηρετούσε το λουτρικό συγκρότημα του Ιερού. Εκεί μπορούμε να δούμε τμήματα πολυγωνικής τοιχοδομίας.
*
Πέρα από την ακρόπολη του Ακραίφνιου και το Ιερό του Απόλλωνα στο Πτώον, ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να δει τα θεμέλια του Ναού της Δήμητρας, που βρίσκεται σε επικλινή λόφο, σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου από το Ιερό του Απόλλωνα και είναι πράγματι εντυπωσιακή τόσο η θέση, όσο και ο ορθογώνιος σηκός του. Ο ναός αυτός φέρεται να ιδρύθηκε γύρω στο 600 π.Χ.
Κλείνοντας την περιήγησή μας στον ευρύτερο τομέα της αρχαίας πόλης, του Ιερού του Απόλλωνα και του ναού της Δήμητρας, οφείλουμε να επισημάνουμε την ύπαρξη του περίφημου σπηλαίου Σαρακήνο, το οποίο βρίσκεται δυτικά του σημερινού χωριού κοντά στα όρια της Κωπαΐδας και παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, αφού στο εσωτερικό του έχουν βρεθεί αντικείμενα και σκεύη που ανάγονται στη νεολιθική εποχή.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το