Άρθρα

Ακατάλληλα θρανία και καταπόνηση μαθητών από σχολικές τσάντες

Tου δρ Παναγιώτη Β. Τσακλή*

Η σχολική αίθουσα, είναι ο πιο σημαντικός χώρος εργασίας, μαθητών και διδασκόντων. Σε ένα ιδανικό αλλά και ρεαλιστικό σενάριο, με την επιλογή εργονομικών επίπλων, η τάξη μπορεί να μετατραπεί σε ένα θετικό εργασιακό περιβάλλον, με τη μάθηση και την προσωπική ανάπτυξη στο κέντρο και τη δημιουργία ενός ποικίλου και ευέλικτου χώρου, που υποστηρίζει τις διάφορες ανάγκες και ικανότητες τόσο των μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών.
Σήμερα, γνωρίζουμε ότι το φυσικό περιβάλλον στην τάξη έχει μεγάλη σημασία για τη μάθηση. Η καλή στάση του σώματος, ο φωτισμός, η ακουστική, ο εξαερισμός και ένα ευέλικτο περιβάλλον που δημιουργεί παραλλαγές, βελτιώνουν την ευημερία και διευκολύνουν τη διατήρηση υψηλού επιπέδου συγκέντρωσης. Αλλά είναι γεγονός, ότι πολλοί μαθητές – αν και το σχολείο είναι ο χώρος εργασίας τους – δεν έχουν την ευκαιρία να εργαστούν σωστά, χρησιμοποιώντας έπιπλα ακατάλληλα για την ηλικία και το ύψος τους. Επιπλέον, η διακύμανση του ύψους μεταξύ διαφορετικών μαθητών σε μια τάξη μπορεί να είναι σημαντική και επίσης, η ίδια αίθουσα μπορεί να χρησιμοποιείται συχνά από διαφορετικές τάξεις μαθητών, με μεγάλες διακυμάνσεις μεταξύ των υψών. Επομένως, είναι σημαντικός ο σχεδιασμός και ο εφοδιασμός με ρυθμιζόμενες λύσεις και προϊόντα.
Μία μεγάλη έρευνα που διεξήγαγε η Kinnarps και συν. στα Σουηδικά σχολεία, στέλνει ένα σαφές μήνυμα:
«Το 40% των μαθητών δεν αισθάνονται άνετα να κάθονται στις καρέκλες τους και ταυτόχρονα το 50% από αυτούς πιστεύουν ότι το φυσικό περιβάλλον είναι σημαντικό, ή ακόμα και καθοριστικό, για το πώς αισθάνονται στο σχολείο. Οι εκπαιδευτικοί τους συμφωνούν. Δύο στους τρεις εκπαιδευτικούς πιστεύουν ότι το φυσικό περιβάλλον είναι σημαντικό για την απόδοση των μαθητών».

Επιπλέον, τα παιδιά περνούν πολλές ώρες την ημέρα στον υπολογιστή, παίζοντας βιντεοπαιχνίδια και διαβάζοντας στο γραφείο για τα μαθήματά τους. Υπάρχει αναπόφευκτα μία ασυμφωνία μεταξύ σωματικού μεγέθους των παιδιών και μεγέθους επίπλων και εξοπλισμού των υπολογιστών.
Οι προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ασχολούμενοι με την πρόληψη των καταπονήσεων στα παιδιά, είναι πολλές και αφορούν στοιχεία όπως, η ποικιλομορφία του σωματικού τους μεγέθους, ο ρυθμός ανάπτυξής τους και ο υψηλός επιπολασμός της παχυσαρκίας, αλλά και διαφορές μεταξύ τους στις φυσικές ικανότητες και τη δύναμη, καθώς και σε γνωστικά χαρακτηριστικά.

Παρατηρούμε μεγάλη ποικιλομορφία σε παιδιά δευτέρας δημοτικού, με τα κορίτσια να μεγαλώνουν γρηγορότερα από τα αγόρια. Η παιδική παχυσαρκία έχει τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του 60 έως το 2000, με τα παιδιά 6-11 ετών να εμφανίζουν αύξηση από 4% σε 16% μέσα στις δεκαετίες και αυτά των 12-19 ετών, από 5% σε 16%. Η φυσική ικανότητα δύναμης, εμφανίζεται μεγαλύτερη στα αγόρια έναντι των κοριτσιών, μετά τα 10 έτη, με μεγαλύτερη διαφορά μετά τα 16. Η ικανότητα δύναμης των παιδιών συχνά υπερεκτιμάται και κατά την ενασχόλησή τους με τον αθλητισμό από μικρές ηλικίες, ελλοχεύει ο κίνδυνος εμφάνισης κακώσεων και συνδρόμων καταπόνησης, που μπορεί να επηρεάσουν και την ανάπτυξή τους. Ταυτόχρονα, τα παιδιά θέλουν να κάνουν δραστηριότητες που τους αρέσουν και τείνουν να υπερβάλουν με αυτές, είτε είναι αθλήματα και παιχνίδια ή άλλες δραστηριότητες γνωστικού περιεχομένου, όπως σερφάρισμα στο διαδίκτυο, βιντεοπαιχνίδια, κινητό κ.λπ.

Είναι θεμελιώδους σημασίας, τα παιδιά να διδαχθούν σωστή εμβιομηχανική από μικρή ηλικία, να κατανοήσουν και να αισθανθούν το σώμα τους σε σχέση με τη σωστή στάση τους σε κάθε δραστηριότητα, ώστε να εμπεδωθούν τα ορθά πρότυπα, τα οποία και οργανώνονται στον εγκέφαλο σαν κινητική μάθηση, περίπου από τα 7 έτη.
Η χρήση της σχολικής τσάντας, είναι μια δυναμική δραστηριότητα του παιδιού, που περιλαμβάνει όλη τη διαδικασία φόρτωσης και μεταφοράς, με ότι συνεπάγεται αυτό για το μυοσκελετικό του σύστημα. Μελέτες στις ΗΠΑ, δείχνουν πάνω από 40 εκ. παιδιά, να κουβαλούν το σχολικό υλικό τους σε σακίδια πλάτης, με αρκετές χιλιάδες μυοσκελετικές κακώσεις και το 23% των μαθητών δημοτικού και το 33% του γυμνασίου, να δηλώνουν πόνο στην περιοχή της πλάτης. Ως εναλλακτική λύση προτείνονται οι τροχήλατες τσάντες (τρόλεϊ). Σε μελέτη μας, σχετικά με τις επιβαρύνσεις από το σακίδιο πλάτης σε σύγκριση με τις τσάντες τρόλεϊ, είδαμε πως οι μαθητές των μικρότερων τάξεων του δημοτικού (1η-2η τάξη) προτιμούν τις τσάντες τρόλεϊ σε σχέση με τους μεγαλύτερους μαθητές (5η – 6η τάξη), που προτιμούν τις τσάντες ώμου. Στους μαθητές των μεσαίων τάξεων (3η – 4η τάξη), τα ποσοστά μοιράζονται. Σε σχέση με το σημείο εμφάνισης του πόνου, παρατηρήθηκε ότι οι μαθητές με σάκο ώμου, στην πλειοψηφία τους ανέφεραν πόνο στους ώμους, 54,7%, στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, 6,7%, στη θωρακική μοίρα σπονδυλικής στήλης, 4,0% και 34,6% δεν ανέφεραν πόνο, ενώ εκείνοι με τρόλεϊ μόνο το 17,6% ανέφεραν πόνο στους ώμους, στον αγκώνα 9,9%, στον καρπό 8,8%, στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης 6,6% και το 57,1% δεν ανέφεραν πόνο. Είναι ξεκάθαρο πως οι τροχήλατες τσάντες καταπονούν λιγότερο και είναι πιο εύχρηστες, ειδικά για μεταφορές σε απόσταση, αρκεί να έχουν και δυνατότητα ρύθμισης του βραχίονα τους, ώστε να έλκεται από κατάλληλο ύψος λαβής, ανάλογα τα μεγέθη του παιδιού.
Οι παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν μυοσκελετικούς τραυματισμούς στα παιδιά λόγω των σακιδίων πλάτης, είναι κυρίως το μεγαλύτερο του φυσιολογικού βάρους και το μεγάλο χρονικό διάστημα και απόσταση μεταφοράς. Το μέγιστο βάρος της τσάντας, δεν πρέπει να υπερβαίνει το 15% του σωματικού βάρους του παιδιού και οι μελέτες δείχνουν πως κατά μέσο όρο, τα παιδιά του γυμνασίου μεταφέρουν τσάντες περίπου 7.0 κιλά, ενώ του λυκείου περίπου 6.3 κιλά.

Πάνω από το 83% των παιδιών δημοτικού κάθονται σε σχολικά έπιπλα που δεν είναι κατάλληλα για το σωματικό τους ύψος και περνούν συνολικά με άλλες δραστηριότητες, περίπου 9 ώρες την ημέρα σε καθισμένη θέση. Η πλειοψηφία των σχολικών επίπλων είναι παλαιωμένα και δεν συμμορφώνεται με τις ελάχιστες ορθοπεδικές – φυσιολογικές ανάγκες των παιδιών, με τις παραδοσιακές καρέκλες να είναι άκαμπτες, με οπίσθια κλίση και να προκαλούν θέση κυρτότητας στη σπονδυλική στήλη του παιδιού. Έτσι έχουμε φαινόμενα κακής κυκλοφορίας του αίματος στις περιοχές που έρχονται σε επαφή με τη σκληρή καρέκλα (πλάτη, πόδια), κυφωτική θέση (καμπούριασμα) με τάση σε ώμους και αυχένα και συμπίεση στην περιοχή της κοιλιάς και τα εσωτερικά όργανα. Ταυτόχρονα με το κάθισμα, βρίσκουμε στη σχολική αίθουσα επίπεδα θρανία (δίχως κλίση), τα οποία επιτείνουν την κυφωτική στάση και αυξάνουν την κάμψη της κεφαλής, με κίνδυνο αλλοιώσεων στον αυχένα των παιδιών, δυσφορίας και πονοκεφάλων.
Ταυτόχρονα με τους μαθητές, μοιράζονται και χρησιμοποιούν τη σχολική αίθουσα και οι εκπαιδευτικοί, με μια αμφίδρομη και ανατροφοδοτική διαδικασία συνύπαρξης. Πριν από την πανδημία, ένας από τους πιο κοινούς τύπους τραυματισμών που οδηγούσε τους δασκάλους σε απουσίες και αποζημιώσεις λόγω ασθένειας, ήταν τα σύνδρομα υπέρχρησης, ως αποτέλεσμα της παρατεταμένης ορθοστασίας, του γραψίματος στον πίνακα, της βαθμολόγησης και της χρήσης του υπολογιστή. Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί ενστερνίζονται και υπόκεινται σε διάφορους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, που συνοδεύουν τη σπουδαιότητα του λειτουργήματός τους, με αυξημένο στρες, αίσθημα ευθύνης και επιλογές της πολιτικής διδασκαλίας, καθώς και κάθε λογής διαπροσωπικές επαφές με τους μαθητές και τους οικείους τους. Αναπόφευκτα και ενίοτε διαβαθμισμένα ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης, υποφέρουν εκδηλώνοντας παθολογίες και από τα άλλα συστήματα του οργανισμού τους.

Η αίθουσα διδασκαλίας, είναι ο χώρος που περικλείει όλα τα παραπάνω, οριοθετεί και επιβάλει πρακτικές και ρυθμίσεις και ως τέτοιος παράγοντας, θα πρέπει να σχεδιάζεται, ώστε να είναι λειτουργική. Η τοποθέτηση και προσανατολισμός των θρανίων σε σχέση με το σημείο διδασκαλίας, έχει φανεί πως παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη τόσο των μυοσκελετικών καταπονήσεων των μαθητών, όσο και της γνωστικής και συναισθηματικής τους απόδοσης. Ταυτόχρονα, λειτουργεί αναλόγως θετικά και από την πλευρά του διδάσκοντα, ο οποίος θα πρέπει να έχει συνεχή και απρόσκοπτη οπτική επαφή με τον κάθε μαθητή και με το σύνολο της τάξης, ελαχιστοποιώντας έτσι περιττές κινήσεις και μετακινήσεις του μέσα σε αυτή.
Προτείνουμε λοιπόν, την τοποθέτηση των θρανίων σε διάταξη τύπου «ψαροκόκαλο», με τον πίνακα και το σημείο διδασκαλίας να βρίσκεται στην κορυφή και στο κέντρο, έτσι ώστε ο κάθε μαθητής τοποθετημένος στο θρανίο του, να μην αναγκάζεται σε παρατεταμένη στροφή της κεφαλής και του κορμού, για να παρακολουθήσει τον διδάσκοντα. Ανάλογες μελέτες, έχουν δείξει μονόπλευρη πολύ αυξημένη τάση στους μυς του αυχένα, όταν παρακολουθούμε με στραμμένο το κεφάλι και σε διαφορετικές ακραίες θέσεις των ματιών, ενώ ο κορμός είναι προσανατολισμένος μπροστά (οριζόντια θρανία). Εκτός από τη μυϊκή καταπόνηση, η οποία μεταφέρεται και στους μυς του κορμού των παιδιών με κίνδυνο πόνου και δυσμορφιών, έχουμε εκδήλωση δυσφορίας κατά τη διάρκεια των ωρών διδασκαλίας. Εξ αιτίας αυτού, έχουν μετρηθεί αυξημένες τιμές κορτιζόλης (ορμόνης στρες), μείωση της τεστοστερόνης, κακή διάθεση και μειωμένη δυνατότητα συγκέντρωσης και γνωστικής επεξεργασίας. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τους παραπάνω παράγοντες καταπόνησης των μαθητών, όπως η τσάντα, τα έπιπλα, η υποκινητικότητα και η έλλειψη άσκησης, μας οδηγούν σε μία κατάσταση των παιδιών μας, υπό συνεχή μάχη με το περιβάλλον τους, η οποία δεν είναι συνειδητά αντιληπτή από αυτά, μιας και η παιδικότητα και το νεαρό της ηλικίας θολώνουν την αίσθηση. Πολύ δε μάλλον, εκφεύγουν της αντίληψης των ίδιων των γονέων και των ειδικών του χώρου της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα την αναποτελεσματικότητα.

* Ο Δρ Παναγιώτης Β. Τσακλής είναι καθηγητής στο Εργαστήριο Εμβιομηχανικής και Εργονομίας @ErgoMechLab στο ΣΕΦΑΑΔ – ΤΕΦΑΑ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Sen. Res. Dept of Molecular Medicine and Surgery, Karolinska Institute, Sweden [email protected]

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το