Πολιτισμός

«Αίας» του Γιάννη Ρίτσου στο Ζαγόρι της Πίνδου

Η Εστία Θεάτρου ΕΡΙΝΕώΣ του Βόλου με τη συνεργασία του Πολιτιστικού Συλλόγου Τσεπέλοβου, του Ορειβατικού Συλλόγου Λάιστας και τη συνδιοργάνωση του Δήμου Ζαγορίου έδωσε την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη δυο παραστάσεις του ποιητικού μονόλογου του Γιάννη Ρίτσου ΑΙΑΣ από την ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, την πρώτη βραδιά στον Καλλιτεχνικό Σταθμό της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Τσεπέλοβου και τη δεύτερη στην πλατεία των Ταξιαρχών της Λάιστας.
Η παράσταση ήταν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της σκηνοθετικής έμπνευσης του δικού μας Γιάννη Τράντα και της γενικότερης αντίληψης για τη μετάπλαση του ποιητικού έργου ΑΙΑΣ από τον Πέτρο Δουρδουμπάκη.

Εδώ δεν έχουμε να μιλήσουμε για κάποια από τις ογκώδεις και πλούσιες παραγωγές των επιχορηγούμενων θιάσων της πρωτεύουσας, τραγικών έργων της αρχαιότητας, από τις οποίες βρίθει η Επιδαύρια καλοκαιρινή παράσταση, με ένα πλήθος απαράδεκτων σκηνικών, χορευτικών και διαλογικών μεταπλάσεων, οι οποίες αν και χρηματοδοτούνται πλουσιοπάροχα από τον πολιτικό κορβανά, ξεχνιούνται τις επόμενες μέρες από την εμφάνισή τους.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πολύ έξυπνη ιδέα της ομάδας των παιδιών του Ερινεού (ας τον πούμε έτσι τον αρχαίο σικυώνα) να δημιουργήσουν αυτή τη λιτή και συνάμα πλούσια μονολογική απόδοση των στίχων του Ρίτσου πάνω στο αντιφατικό και διπρόσωπο δράμα του ήρωα του Τρωικού πολέμου Αίαντα του Τελαμώνιου.

Ο τραγικός μύθος του Σοφόκλειου Αίαντα αρχίζει και τελειώνει με ένα ασύλληπτο για τα κοινά δεδομένα δράμα, που εστιάζεται στην εκδικητική τρέλα του Τελαμώνιου ήρωα να σφάξει όλους τους αρχηγούς τα εκστρατείας, επειδή δεν του απέδωσαν τα όπλα του ξαδερφού του νεκρού Αχιλλέα, καθώς πίστευε ότι τα εδικαιούτο.
Με την παρέμβαση της Αθηνάς το μυαλό του Τελαμώνιου ήρωα θολώνει και αντί για ανθρώπους ο τελευταίος κατασφάζει όλα τα πρόβατα που βρίσκονται μπροστά του, μέσα σε ένα λυσσαλέο και παρανοϊκό κλίμα βρασμού ψυχικής ορμής που συνθέτει το τραγικό ψυχόδραμα του ποιητή.
Ο ποιητικός παρεμβατισμός του Γιάννη Ρίτσου, αντίθετα πιάνει τον σφυγμό της Αιαντικής τραγικότητας από τη στιγμή που συνέρχεται και βλέπει την τρέλα από την οποία είχε καταληφθεί και την ακατανόητη ροπή του στην εξολόθρευση του κοπαδιού που δεν του έφταιγε σε τίποτα.
Το έργο του Ρίτσου είναι ένας δραματικός μονόλογος του καταθλιπτικού ήρωα που όχι μόνο αναγνωρίζει το πάθος και το βάθος της έκστασης από την οποία είχε καταληφθεί, αλλά και συνθέτει μιαν υπέροχη και μοναδική στα χρονικά των τραγικών επινοήσεων μετάπλαση απολογισμών του μετανοιωμένου ήρωα.
Άπανθ’ ο μακρός καναρίθμητος χρόνος/ φύει τ’ άδηλα και φανέντα κρύπτεται γράφει ο Σοφοκλής στον Αίαντά του (646-647) που πάει να πει ότι «όλα ο μακρύς κι άπειρος χρόνος τα κρυφά φανερώνει και τα φανερά αποσκεπάζει».

H παράσταση του Ρίτσου για τον «δικό του» Αίαντα αρχίζει έξυπνα με τον πρόλογο – Εισαγωγή της Μαρίας Γώγου που βγαίνει στο υπερυψωμένο βάθρο ντυμένη με ένα ολόσωμα μαύρο ριχτάρι, που προοιωνίζει το δράμα του μανικού ανθρώπου, του οποίου σε λίγο θ’ αρχίσει ο μονόλογος της ψυχοδραματικής του απολογίας.
Πριν όμως από την προλογική αυτή ρήση, ο Πέτρος Δουρδουμπάκης, – ποιητής, δημοσιογράφος και προ πάντων o μουσικός κι εκτελεστής εξαιρετικά σπάνιων συνθέσεων -, θα μας εισαγάγει στο κλίμα της παράστασης και στην τραγική ατμόσφαιρα του δραματικού μονόλογου που θ’ ακολουθήσει.
Ο Γιάννης Τράντας θα μπει αθόρυβα στη σκηνή φορώντας ένα μαύρο μακρύ χιτώνα να πλαισιώνει τους εσωτερικούς του ακροβατισμούς. Μπαίνει με βήματα μελετημένα στο πάλκο, ενώ κρατάει ακόμη στο χέρι του το ματωμένο ξίφος και αρχίζει την απολογητική του (δραματοποίηση της μανίας του).
Μέσα από το χιτώνα φορεί ένα ριχτό βαμβακερό σάλι και πιο μέσα μια ξεσχισμένη φανέλα, ματωμένη κι αυτή, ενώ για παντελόνι φορεί μια μελανόμορφη περισκελίδα που καταλήγει σε δυο αρβύλια στρατιωτικά, με κορδόνια λυμένα και υπερχειλή.

Έχει σημασία η στολή του, γιατί είναι χαρακτηριστική του κλίματος της απολογίας και του μονολόγου του. Πόσο πιο εκφραστική είναι αυτή η στολή το δείχνει η όλη εκτίμηση του σκηνοθέτη την οποία τρέφει ο καλός ηθοποιός στο βαθύτερο νόημα του ποιητικού δράματος.
Ο λόγος του, η κίνησή του, ο παλμός και ο σφυγμός ενός τραγικού ήρωα που αναζητά τη λύτρωση μέσα από δραματικές ποιητικές εκρήξεις, δίνονται από τον Τράντα με μέτρο, δίχως εκρηχτικές ζυμώσεις κι είναι διαβασμένος τόσο που συγκινεί το ακροατήριο κρατώντας το σε υψηλό βαθμό αγωνίας για την τύχη και τη συγνώμη του ήρωα απέναντι, πρώτα στον εαυτό του κι έπειτα στην παραστεκάμενη σύντροφό του, την άφωνη Τέκμησσα, τον ρόλο της οποίας αποδίνει με υπέροχο στατικό χαρακτήρα η ηθοποιός Ευγενία Τσούτη.
Η τελευταία φορεί ένα κομψό και ολόσωμο λευκό νυφικό που διπλώνει τις πτυχές του σε γραμμές εκφραστικές της άγνοιας και συμπάθειας μαζί των ψυχικών τραυμάτων του άντρα της.
Ένα μικρό ανάκλιντρο, μια ξύλινη θήκη δίπλα του κι ένα κριάρι ολοζώντανο στο περβάζι του τείχους συμπληρώνουν το λιτό και τόσο εκφραστικό σκηνικό της ποιητικής μονωδίας του Ρίτσου.

Λιτή, αξιοπρόσεχτη η σκηνοθεσία του Τράντα, πυκνός πλην χαμηλόφωνος ο τραγικός του ορισμός, έξοχη η μουσική επένδυση του Δουρδουμπάκη, που έχει στο ενεργητικό του πληθώρα θεατρικών επενδύσεων μεγάλων παραστάσεων, Εδώ θα σταθούμε για να πούμε ότι ο τελευταίος στέκει στον τοίχο της πλατείας πέντε μέτρα μακριά από τη σκηνή, θεατός και συνδεδεμένος με τις χορδές της μουσικής του πανδαισίας στα διαστήματα του μονολόγου, καθώς ντύνει με διακριτικότητα την απολογητική του δράματος, αλλά και με έντεχνο και πρωτότυπο μουσικό παρεμβατισμό.
Μπράβο στα παιδιά του Ερινεού και προσωπικά στο Γιάννη Τράντα που φρόντισε, επένδυσε και απόδωσε με λιτό και ταπεινό τρόπο το μονόλογο του Γιάννη Ρίτσου σε ένα περιβάλλον μαγικό, στην ωραιότερη πλατεία του Ζαγορίου, της πανέμορφης Λάιστας.
Μικρές ταπεινές παραστάσεις σαν κι αυτή του Τράντα θα κοσμούν το θεατρικό λόγο του καλοκαιριού σε αντίθεση με τις θορυβώδεις κι εκκωφαντικές ανούσιες παραστάσεις των χλιδάτων παραγόντων της κούφιας θεατρικής μας πιάτσας.
Λάιστα 15-8-2024

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το