Άρθρα

Αγιογραφία ενός Έλληνα – Χορεύοντας με τις σμέρνες στο Αιγαίο

Του Απόστολου Παντσά 

Το Πορτή στα ορεινά της Καρδίτσας, όπου γεννήθηκε λίγο μετά τον εμφύλιο, τον έκανε να νοιώθει πάντα υπερήφανος αφού στο ίδιο χωριό γεννήθηκε και ο Κρίς Σπύρου, βουλευτής των Δημοκρατικών των ΗΠΑ και κυβερνήτης του Νιου Χάμσαιρ το 1984, όπου όποια Ελληνο-Αμερικανική πέτρα και αν σηκώσεις από κάτω θα τον βρεις μέχρι και σήμερα.

Ο Απόστολος θα μιλήσει και θα ξαναμιλήσει για τον Σπύρου με μια περίεργη περηφάνεια ανάμικτη με μια δόση αυτοκριτικής και ενοχών, αφού χωρίς να του λείπει τίποτε από τα προσόντα του Κρίς ο ίδιος κατέληξε να γίνει ένας απλός οδηγός που μοιραζε τα προϊόντα της ΙΟΝ στη Μαγνησία.

Η πίκρα γίνεται μεγαλύτερη όταν μιλάει για το πρόσφατο παρελθόν όταν η οικονομική κρίση τον ξέβρασε στα αζήτητα του ΟΑΕΔ και στο κυνήγι των ενσήμων, μπας και πάρει καμιά συνταξούλα. Τα ένσημα, τόσο εκείνα της ευεργεσίας από φιλους και συγγενείς , όσο και τα δουλεμένα πραγματικά από εργασία, αυτονόητα έγιναν ξαφνικά το αδιάκοπο αντικείμενο του υπαρξιακού του πόθου.

Η Καρδίτσα του άφησε μια μόνιμα βαριά προφορά, (του μειώσε τα φωνήεντα και του αύξησε τα σύμφωνα στις λέξεις ), που δεν λέει να ξεφτίσει παρά τα απίθανα πολλά χρόνια που άρχισαν να κυρτώνουν την πλάτη του και έχουν απο καιρό ροζιάσει τα χέρια του στις δεκάδες των εργασιών που έκανε στα σαράντα χρόνια που ζει στο Βόλο.

Η Καρδίτσα του χάρισε επίσης και εκείνη τη σπιρτάδα του καταφερτζή που ακονίζεται με τη φτώχεια και εμπλουτίζεται με την αναδουλειά και τις κλειστές πόρτες. Ο Αποστόλης είναι η εικόνα του κλασσικού Έλληνα που μετά τον εμφύλιο οι φτωχοί, νικητές και ηττημένοι, έσπερναν στην καθημαγμένη ύπαιθρο. Τελικός αποδέκτης οι μεγάλες πόλεις όπου ανέστιοι και προλετάριοι έγιναν ο ιδανικός κιμάς στις κρεατομηχανές του κομματικού πελατειακού κράτους της Δεξιάς στην αρχή, του ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια, της Αριστεράς του «ηθικού πλεονεκτήματος» αργότερα.

Ο Απόστολος από το Πορτή Καρδίτσας, καπάτσος από κούνια κι αυτάρκης, με τα χρόνια και το νταλαβέρι απόκτησε «ειδικότητες» σε όσα βάνει το μυαλό του ανθρώπου. Οδηγός ,αλλά και οικοδόμος, φούρναρης αλλά και πλασιέ, εμπειρικός μηχανικός,κ.α.

Κορυφαίες οι επιδόσεις του στο ψάρεμα. Κάθε είδους ψάρεμα, δίχτυα, παραγάδια, συρτή, τσαπαρί, τα πάντα όλα. Από τα πρόβατα και τα γίδια έως τα 17 του πέρασε να αλωνίζει τα πέλαγα και να μοιράζει σκαθάρια και σαργούς στους γηγενείς των παράλιων χωριών.

Με τα χρόνια μπήκε σε όλα τα θαλασσινά μυστικά, έγινε εξπέρ του πελάγους.Το ένστικτο της επιβίωσης τον έμπασε στον μυστήριο κόσμο της θάλασσας. Ο μακρύς του δρόμος από τα βάθη της Θεσσαλίας ως το μέσον του πελάγους αυτό το μεσημέρι του Ιούνη πέρασε από το μυαλό μου σαν μια ατελεύτητη σειρά από σεκανς, παλιάς ασπρόμαυρης ελληνικής ταινίας με τον Χατζηχρήστο η ίσως τον Τάσο Γιαννόπουλο, που ξαμολημένοι στη θηριοβόρα Αθήνα πασχίζουν, αυτός και οι όμοιοί τους, να μείνουν πάνω στο συρματόσχοινο που ένωνε την αρχή με το τέλος της ζωής τους.

Έτσι όπως τον έβλεπα στη πρύμνη, λεπτό μυώδη, ελαφρώς κυρτωμένο, με κίτρινο τζόκει, άσπρο φανελάκι και τζην να δουλεύει με μαεστρία την πένσα και το μαχαίρι, προσπαθούσα να τον φανταστώ λιανόπαιδο να κουβαλάει στη πλάτη σφαχτάρια.

Άλλωστε το γδαρσιμο της σμέρνας καμία μα καμία διαφορά δεν έχει με το γδάρσιμο του αρνιού. Έκοβε το δέρμα, το τραβούσε, καθάριζε, προχωρούσε. «Η Σμέρνα είναι παιχνίδι μπροστά στα αρνιά και τα κατσίκια» έλεγε και τραβούσε με δύναμη προς τα κάτω το κιτρινόμαυρο δέρμα της, αποκαλύπτοντας το ολόασπρο της κρέας, έτσι όπως ήταν κρεμασμένη στην σκάλα του σκάφους.

Κι όταν την έγδαρε τελείως άρχισε να την χουφτώνει με τα δυο του χέρια σφιχτά και να τα πιέζει και να τα κατεβάζει προς την ουρά. Άγγιζε σχεδόν παθιασμένα σαν να χούφτωνε το μπούτι της Μπελούτσι, σαν να άγγιζε τα στήθια της, πάλαι ποτέ, Τζέιν Μάσφιλντ των εφηβικών του χρόνων. Το έκανε μεθοδικά, για να σπάσει τα κοκκαλα της σμέρνας, να μαλακώσει το κρέας και ο μεζές να γίνει ακόμη πιο σπάνιος στο τηγάνισμα.

Μετά αυτήν την ιδιότυπη μάλαξη άρχισε με αργές τελετουργικές κινήσεις να την κόβει σε φέτες. Ήταν σαν να χόρευε μαζί της. Εκεί στην άκρη της πρύμνης. Παρακολουθούσαμε εκστατικοί αυτόν το μακάβριο χορό, σαν άσκηση επιβίωσης εκεί στη μέση του Αιγαίου.

Μόνη έγνοια του έμπειρου γδάρτη σμέρνας ήταν να μην πέσει στο νερό. Γιατί ό ο Απόστολος, αυτός ο γητευτής στεριάς και θάλασσας δεν είχε καταφέρει ποτέ να μάθει κολύμπι.

Γιατί, τι τα θες, εκείνα τα ορεινά της Καρδίτσας του είχαν παραχώσει βαθιά στο υποσυνείδητο ότι η θάλασσα είναι θάλασσα και δεν παλεύεται ίσος προς ίσον όσα παραγάδια κι αν δολώσεις, όσες σμέρνες και αν ξεπετσιάσεις …

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το