Τοπικά

Αδυνατούν να εξαγοράσουν την ποινή και πηγαίνουν φυλακή δεκάδες καταδικασθέντες – συλληφθέντες στη Μαγνησία

Δεκάδες καταδικασθέντες από την δικαιοσύνη έχουν οδηγηθεί στη φυλακή μέσω της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Βόλου, καθώς δεν είχαν χρήματα να εξαγοράσουν τις ποινές τους… Ο αριθμός αυτών που οδηγούνται στη φυλακή, αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια, λόγω της οικονομικής κρίσης.

Δεν έχουν χρήματα να εξαγοράσουν την μετατρέψιμη ποινή τους και οδηγούνται στα κελιά. Δεκάδες καταδικασθέντες είτε από το Μονομελές, είτε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, αλλά και φυγόποινοι καταδικασθέντες τόσο από τα Πλημμελειοδικεία του Βόλου όσο και από άλλα δικαστήρια της χώρας έχουν οδηγηθεί στις φυλακές μέσω της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Βόλου, αφού συνελήφθησαν στην περιοχή ευθύνης της, καθώς αδυνατούσαν να εξαγοράσουν τις ποινές που τους επιβλήθηκαν.
Σύμφωνα με στοιχεία της Εισαγγελίας Βόλου, από την 1η Ιανουαρίου φέτος μέχρι τις 15 Μαρτίου, είχαν οδηγηθεί στις φυλακές 34 συνολικά καταδικασθέντες και φυγόποινοι, που συνελήφθησαν στην περιοχή ευθύνης της και οι ποινές τους δεν ήταν εφέσιμες και με τριετή αναστολή, ενώ αδυνατούσαν να τις εξαγοράσουν, εφόσον ήταν μετατρέψιμες.
Ειδικότερα, 14 καταδικασθέντες στο Μονομελές και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, τόσο με την τακτική όσο και με την αυτόφωρη διαδικασία, οδηγήθηκαν στη φυλακή, καθώς δεν είχαν να πληρώσουν την μετατρέψιμη ποινή τους, δεν τους δόθηκε τριετή αναστολή και δυνατότητα έφεσης.
Δεκαπέντε καταδικασθέντες από άλλα δικαστήρια της χώρας, που ήταν φυγόποινοι και συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν επίσης στη φυλακή, ενώ στο κελί οδηγήθηκαν και πέντε φυγόποινοι που συνελήφθησαν, καθώς είχαν καταδικαστεί από το Μονομελές και Τριμελές Πλημμελειοδικεία του Βόλου.

Αναστολή και μετατροπή
Το δικαστήριο, εφόσον καταλήξει σε καταδικαστική απόφαση, οφείλει να εξετάσει πρώτα, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναστολής αυτεπαγγέλτως και μετά να προχωρήσει σε τυχόν μετατροπή της ποινής σε χρήμα. Για το σκοπό αυτό, πλέον, ο Νόμος ορίζει ότι το δικαστήριο οφείλει να έχει στο φάκελο της δικογραφίας, το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου, ώστε να φαίνεται αν είναι «λευκός» ή έχει καταδίκες και τι ύψους συνολικά. Επειδή όμως το ποινικό μητρώο συχνά απουσιάζει από το φάκελο, ρωτάει συνήθως ο πρόεδρος τον καταδικασθέντα αν έχει καταδικασθεί ποτέ άλλοτε…

Σε περίπτωση που κάποιος καταδικασθεί με αναστολή, πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πληρώνει τα δικαστικά έξοδα και αφήνεται ελεύθερος. Συνεπώς, για να καταλήξει κανείς στη φυλακή, όταν καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης έως 5 έτη και όχι κάθειρξης, θα πρέπει να μην έχει τις προϋποθέσεις αναστολής (π.χ να έχει προηγούμενη καταδίκη 2 ετών) και να αποφασίσει το Δικαστήριο, ότι η μετατροπή της ποινής σε χρήμα δεν είναι αρκετή, αλλά απαιτείται εκτέλεσή της (με συγκεκριμένη όμως και ειδική αιτιολογία).
Και σε αυτή την περίπτωση όμως, αν πρόκειται για δίκη σε πρώτο βαθμό, το δικαστήριο χορηγεί στην έφεση ανασταλτικό χαρακτήρα και έτσι ασκείται έφεση και ο καταδικασθείς αφήνεται ελεύθερος, έως ότου αποφανθεί και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Σημειώνεται ότι για ποινές φυλάκισης έως 3 έτη, η έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, ενώ για ποινές από 3 έως 5 έτη, αποφασίζει το δικαστήριο.

Αναφορικά με το ποιος δικαιούται να λάβει αναστολή της ποινής του, ο Νόμος διακρίνει δύο βασικές περιπτώσεις: Όταν η ποινή φυλάκισης, που επιβάλλεται, είναι μέχρι 3 έτη και όταν η ποινή φυλάκισης είναι από 3 έως 5 έτη (που είναι και το ανώτατο όριο). Και στις δύο περιπτώσεις, κοινή προϋπόθεση είναι ο καταδικασθείς, είτε να έχει λευκό ποινικό μητρώο, είτε να έχει προηγούμενες καταδίκες, οι οποίες αθροιστικά να μην υπερβαίνουν το ένα έτος. Σημειώνεται ότι στο δικαστήριο δίνεται και διακριτική ευχέρεια, να μη δώσει αναστολή, εφόσον αιτιολογημένα κρίνει ότι επιβάλλεται η εκτέλεση της ποινής (σχετικά σπάνια).
Στην πρώτη περίπτωση, όπου η ποινή είναι κάτω από 3 έτη, η αναστολή δίνεται για χρονικό διάστημα από ένα έως τρία έτη και έχει το νόημα, ότι εφόσον ο καταδικασθείς δε διαπράξει άλλο αδίκημα (ειδικά το ίδιο ή παρόμοιο) μέσα στο χρόνο της αναστολής, η ποινή διαγράφεται. Στη δεύτερη περίπτωση, όπου η ποινή είναι από 3 έως 5 έτη φυλάκισης, προβλέπονται επαχθέστεροι όροι αναστολής και μάλιστα υπό επιτήρηση.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το