Πολιτισμός

92 χρόνια από τον θάνατο του Κώστα Καρυωτάκη

Της Μαρίας Αλμπανίδου
νομικού MSc, ποιήτριας

Καλημέρα, καλημέρα αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι! Σήμερα σας έχω έναν εξαιρετικό ποιητή που έχει αφήσει το σημάδι του στην ιστορία της ποίησης, τον Κώστα Καρυωτάκη, καθώς στις 21 Ιουλίου 2020 συμπληρώνονται 92 χρόνια από τον θάνατό του.
Άντλησα τις πληροφορίες μου από τον τόμο για τον Κώστα Καρυωτάκη της σειράς «Έλληνες ποιητές» των εκδόσεων «Καθημερινή» που ανήκει στο προσωπικό μου αρχείο και από έρευνα στο internet.
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη της Αρκαδίας, πατρίδα της μητέρας του Κατίγκως Σκάγιαννη. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν νομομηχανικός και καταγόταν από τη Συκιά της Κορινθίας. Εκεί βρισκόταν και το σπίτι της οικογένειας, όπου συχνά περνούσε τα καλοκαίρια του ο ποιητής. Είχε μία αδελφή έναν χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό, τρία χρόνια μικρότερό του, τον Θάνο. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν ν΄ αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έτσι ο Κώστας Καρυωτάκης πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σε πολλές πόλεις: Λευκάδα, Πάτρα, Λάρισα, Καλαμάτα, Αργοστόλι, Αθήνα και Χανιά, όπου φοίτησε τις δύο τελευταίες τάξεις του λυκείου (1911-1913). Στη συνέχεια βρέθηκε μόνος πλέον στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά στην ηλικία των 17 χρόνων. Πήρε το πτυχίο του το 1917 με λίαν καλώς από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δοκίμασε να σταδιοδρομήσει ως δικηγόρος. Όμως, ζώντας μία ζωή μποέμικη, χωρίς γνωριμίες και στήριξη, δεν κατάφερε ν΄ αποκτήσει πελατεία. Έτσι αναγκάστηκε, μάλλον με την προτροπή του πατέρα του, να στραφεί το 1919 προς τη δημοσιοϋπαλληλία. Ήταν μία επιλογή που δεν ταίριαζε με την καλλιτεχνική του φύση και τη δίψα του για ελευθερία, μολονότι η ευφυΐα του και οι σπουδές του, σε συνδυασμό με τη γνώση της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας, τον καθιστούσαν υπάλληλο ιδιαίτερα ικανό. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας (όπου εκτελούσε χρέη Νομάρχη) και Αττικής.

Διάβαζε συστηματικά ξένη λογοτεχνία, παρακολουθούσε τα σύγχρονα ρεύματα, συνεργαζόταν με όλα τα σοβαρά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του και σύχναζε στα στέκια των διανοούμενων και των καλλιτεχνών. Είχε από νωρίς ξεχωρίσει ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του, πήρε μέρος σε νεανικές λογοτεχνικές κινήσεις και στο τέλος του 1927 ασχολήθηκε ενεργά με το συνδικαλιστικό κίνημα των Δημοσίων Υπαλλήλων.
Αυτή η τελευταία δραστηριότητα σε μία εποχή ιδιαίτερα ταραγμένη του στοίχισε μία δυσμενή μετάθεση και μία αθέμιτη καταδίωξη. Αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου του 1928. Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του:
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στον θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
(Υ.Γ.) Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».

Τον 21ο αιώνα έχει πλέον δημιουργηθεί μία ευρύτερη συναίνεση γύρω από τη σημασία της ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη. Γιατί αυτή η ποίηση δεν τροφοδότησε απλώς έναν μεσοπολεμικό Καρυωτακισμό με κύρια χαρακτηριστικά την απαισιόδοξη στάση και το αίτημα της φυγής από την πραγματικότητα. Ποιητής της κοινωνικής αμφισβήτησης και της υπαρξιακής αγωνίας, ο Καρυωτάκης προίκισε την παράδοση της ελληνικής λογοτεχνίας με μία φωνή μοναδικής ευαισθησίας και οξυδέρκειας που φτάνει στ’ αυτιά μας διαυγής και οικεία. Η αυτοκτονία του στη μακρινή επαρχία, όπου τον είχε εξορίσει ένας μνησίκακος και αυταρχικός κρατικός μηχανισμός, θεωρήθηκε κατεξοχήν ποιητική πράξη και έγινε αφορμή να αναδειχθεί από τους νέους της εποχής του ως σύμβολο καθώς δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση. Ωστόσο αυτό το τελευταίο και συγκλονιστικότερο κεφάλαιο της βιογραφίας του δεν μπορεί να εξηγήσει την αντοχή που δείχνει το έργο του στο πέρασμα του χρόνου. Είναι ο ποιητής που όχι μόνο εξακολουθεί να διαβάζεται αδιάλειπτα, αλλά το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού ανανεώνεται και αυξάνει, όπως δείχνουν οι πολλές εκδόσεις των έργων του, ο εντυπωσιακός αριθμός μελοποιήσεων των ποιημάτων του, η δραματική σειρά της ΕΡΤ που πρωτοπροβλήθηκε τον Ιανουάριο του 2009 από την ΕΤ1 που αναφερόταν στη ζωή του ποιητή και στον έρωτά του με την επίσης ποιήτρια, Μαρία Πολυδούρη σε σκηνοθεσία Τάσσου Ψαρρά με τους Δημοσθένη Παπαδόπουλο και τη Μαρία Κίτσου και τέλος οι χιλιάδες διαδικτυακές αναφορές στην ποίησή του.

Για τον Καρυωτάκη το αίτημα της ειλικρίνειας, η κατάθεση μιας τέχνης που «γράφεται με αίμα», αναδεικνύει τη σημασία του βιώματος στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η ποίηση, η δημοσιοϋπαλληλία, ο έρωτας, η αρρώστια, ο συνδικαλισμός, η διάψευση, η προδοσία και το υπαρξιακό άγχος είναι πεδία επίμονου αναστοχασμού που εκφράζονται δυναμικά σ’ ένα έργο εξαιρετικής ποιότητας. Η γλώσσα του Καρυωτάκη έχει κάτι από το άρωμα της σύγχρονης πόλης: Δίνει στη νεοελληνική ποίηση την αναζωογονητική αμεσότητα που έχει ανάγκη.
Σας παραθέτω εδώ το πολύ γνωστό ποίημά του που έχει μελοποιηθεί, το «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες»:
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει, στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες. Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη, στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει, μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις, χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε. Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε. Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Κώστας Καρυωτάκης: Ο άνθρωπος που άφησε το στίγμα του στην ποίηση. Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του ’20 και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές (Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος).
Διαβάστε τον! Πραγματικά θα μαγευτείτε!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το