Άρθρα

9 Οκτωβρίου 1974: Η αποθέωση του Μίκη – Μια μαγική βραδιά

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Δεν έχουν περάσει ούτε δυόμιση μήνες από τότε που καθαιρέθηκε η χούντα, αποκαθιστώντας τη συνταγματική νομιμότητα. Δυόμιση μήνες οι κατάρες πηγαίναν κι ερχόντουσαν. Ωστόσο ο φόβος κρεμόταν φανερός πάνω από τα κεφάλια δικών και ξένων, δικαίων και αδίκων.
Κανείς ποτέ δεν έμαθε ή δεν ήξερε ακόμη (τουλάχιστον ώς τότε) τι απέγιναν τα ξερονήσια, ο Γράμμος, το Βίτσι, οι πρόσφυγες, οι καπετάνιοι, τα παιδομαζώματα…
Μεσάνυχτα είχαμε απ’ αυτά.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι με το που πέφτει η χούντα θέλω να πάω να περπατήσω στον Γράμμο, είναι μια οφειλή τιμής και μνήμης σε όλες τις αδικοχαμένες χιλιάδες των νεκρών, οποιασδήποτε παράταξης, μια οφειλή την οποία χρωστάω στον εαυτό μου, εδώ και χρόνια, αλλά…
Αλλά οι νάρκες καιροφυλακτούν. Ποιος να τις μαζέψει. Ήδη δώδεκα ορειβάτες στον Βόιο έπεσαν θύματα έκρηξης ναρκών εκείνο τον καιρό…
Όμως ένα άλλο θέμα ήταν αν ζούσαν εκείνοι οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, που ακόμη τους αποκαλούσαν συμμορίτες, οι πολιτικοί εξόριστοι τέλος πάντων, πού ζούσαν, αν ζούσαν και πώς. Και κυρίως αν επρόκειτο να ξαναγυρίσουν. Κι ακόμη χειρότερα. Πώς θα τους υποδέχονταν οι ντόπιοι. Συγγενείς και εχθροί… Πάνε περίπου 24 χρόνια, από τότε…
*
Προσηλωμένος στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα, παρακολουθούσα από μακριά τα δραματικά γεγονότα και μόνο όταν κατέβαινα Πειραιά, ζούσα σε ένα κλίμα ίδιο κι απαράλλαχτο όπως το παλιό. Εννοώ το προχουντικό. Ο Πειραιάς ήταν ακόμη δουλεμένος καλά από τον Σκυλίτση, τον δραστήριο χουντικό δήμαρχο, που έφερε στην πόλη τα πάνω κάτω. Που έδιωξε τους μαστροπούς και τις καλντερμτζούδες. Που έσβησε σε μια νύχτα την Τρούμπα. Που άλλαξε την εικόνα του λιμανιού.
Με τη Μαρία, τον θηλυκό μέντορά μου, τα πήγαινα έτσι κι έτσι, στη δικηγορία. Εκείνη ήταν ένας «λύκος» απέναντι σε όλους, ακόμη και στα παιδιά της. Για τον μπαρμπα-Γιάννη, δε το συζητώ. Τον δάγκωνε με τα νύχια.
Τώρα που αποκαταστάθηκε η δημοκρατία κι ανοίξανε τα σύνορα, έ, δεν μπορεί, θαρχόταν όπου νάναι κι εκείνος ο «ξένος» κόσμος. Το δήλωνε άλλωστε κι ο Καραμανλής. Τέρμα τα μίση. Τέρμα οι διαφορές, τέρμα οι εξορίες. Σιγά σιγά θα μπει ένα σχέδιο επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων από τις χώρες του σοβιετικού μπλοκ. Που έτσι κι αλλιώς έπνεε τα λοίσθια. Κι ο Πειραιάς το περίμενε πώς και πώς. Συνηθισμένος ήταν. Ξένο βέβαια τον έλεγα εγώ, αλλά δεν ήταν ξένος. Πάντως εμείς ως οικογένεια δεν είχαμε κανέναν εξόριστο ούτε φυγάδα στο λεγόμενο παραπέτασμα. Εκτός από ένα παιδικό φίλο του μπάρμπα μου του Νικόλα και πατριώτη της μάνας που ζούσε στη Βάρνα της Βουλγαρίας και τον οποίο επισκεφτήκαμε λίγο μετά το άνοιγμα των συνόρων….
Πάντως η Μαρία είχε μεσάνυχτα από την αλλαγή. Ήταν βέβαια δημοκρατική, κι επιθυμούσε την απαλλαγή από τη χούντα, αλλά εγώ ήμουν που την ενημέρωνα για όσα άκουγα από τρίτους.
Έτσι βαδίζαμε σ’ έναν δρόμο σίγουρο και προετοιμασμένο από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, καθώς ο Ιωαννίδης που ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο, δεν στάθηκε ικανός να ηνιοχήσει το στράτευμα, κάνοντάς τα όλα μπάχαλο.
Τα βράδια μετά το γραφείο – ήταν και αρχή της δικαστικής σεζόν – ο κόσμος δειλά δειλά έβγαινε στις παραλίες και στα μαγαζιά με όρεξη για συζήτηση και κριτική, ολοένα πιο ψυχωμένος και διψασμένος να μάθει νέα, αφού όλα ακόμη ήτανε φλου…
Ένα βράδυ που είμασταν στο γραφείο της Αθήνας (Σταδίου 48) μπήκε σα σίφουνας, η Μαρία, με πήρε από το χέρι και μούπε:
Μπρος, πάμε Καλλιμάρμαρο, απόψε θα γίνει χαμός με τον Μίκη.
Ήταν η πρώτη του Μίκη, στην Ελλάδα, ύστερα από τόσα χρόνια σιωπής και απουσίας. Πρωτόγνωρο για μένα.
Γύρω και πέρα και μακριά και δώθε και κείθε του Καλλιμάρμαρου γινότανε το σώσε. Φωνές, τραγούδια, ιαχές, συνθήματα, που ξεσήκωναν τον κόσμο, έφερναν ένα κλίμα που δεν είχε ξαναζήσει σε μάκρος και ένταση, άλλη φορά η Αθήνα.

Η τελευταία συναυλία του Θεοδωράκη 25 Ιουνίου 2019 στο Παναθηναϊκό Στάδιο

Με τα τραγούδια του Μίκη, εκείνο το βράδυ κυκλοφορούσαμε, κοιτάζοντας βέβαια δεξιά κι αριστερά, μήπως μας τη φέρουνε τα μουλωχτά του Ιωαννίδη.
Αποκατάσταση – αποκατάσταση, αλλά κανείς δεν ξέρει πώς και πόσοι γαλουχήθηκαν με τα νάματα της χούντας.
Ώσπου ήρθε εκείνη η βραδιά του Οκτώβρη, μέσα στο ’74, λίγους μήνες μετά τη μεταπολίτευση που ακόμη φαινόταν επίφοβη, και στο γραφείο του Πειραιά πλέον, όταν η Μαρία μου πέταξε την είδηση πως στο Καραϊσκάκη θα γίνει η μεγάλη πολιτική συναυλία του Θεοδωράκη, με όλους τους αντιστασιακούς τραγουδιστές και πρέπει να βιαστούμε γιατί δεν θα βρίσκουμε θέση.

Αιφνιδιάστηκα. Η Μαρία είχε πια μπει στο πετσί της δημοκρατίας, δε την ένοιαζε αν θα κακοχαρακτηριστεί κι έμπαινε μπροστά σε πορείες, διαμαρτυρίες, πικετοφορίες και φυσικά σε συναυλίες των πρώην απαγορευμένων συνθετών και τραγουδοποιών.
Έτσι κινήσαμε για το Καραϊσκάκη. Παρκάρησε κάπου μακριά το Σανμπίμ και με τα πόδια φτάσαμε στο στάδιο. Από τον πολύ κόσμο δεν μπορέσαμε να βρούμε θέση. Ασε που μπήκαμε στο στάδιο με βάσανα. Είχανε φρακάρει οι πόρτες (βέβαια ήταν ακόμη μακριά τα γεγονότα του Φλεβάρη του ’81), αλλά το στάδιο κινδύνευσε με κατάρρευση. Στριμωχτήκαμε κάπου στα κάγκελα. Αλλά στα κάγκελα τη Μαρία τη στρίμωξαν κομμάτι περισσότερο ή μάλλον δεν άντεξε την πίεση και την πήρα να κατεβούμε στο κάτω διάζωμα, όπου όλοι ήταν όρθιοι. Όμως κι εκεί τα πράγματα δεν ήτανε καλύτερα.

Κάποια στιγμή παρατήρησα ότι ο κόσμος, που ερχόταν ακόμη και πλημμύριζε κάθε κενή θέση ορθίου – δεν το συζητώ για κάθισμα – έσπασε το φράγμα των κιγκλιδωμάτων και μπουκάρισε στον αγωνιστικό χώρο, τραβώντας για το τερραίν, στη μέση του οποίου είχε στηθεί η εξέδρα των τραγουδιστών, του Θεοδωράκη και των μουσικών.
Βλέποντάς τους ο Μίκης πήρε το μικρόφωνο και φώναξε ώστε να το ακούσει όλο το γήπεδο:
«Διακόπτουμε για λίγο μέχρι να τακτοποιηθεί ο κόσμος και μέσα στο χορτάρι».
Τι ήταν να το πει. Αρχισε ο κόσμος να εγκαταλείπει τις κερκίδες και να μπαίνει, πατείς με πατώ σε, στον αγωνιστικό χώρο και να στριμώχνεται κάτω από την ξύλινη εξέδρα.
Το ίδιο κάναμε κι εμείς. Πήρα τη Μαρία από το χέρι, γιατί έτσι κι αλλιώς φοβόταν το στριμωξίδι, το τσαλαπάτημα, τη φασαρία που συνεπάγονταν αυτή η έξαλλη επίθεση όλων στο σημείο που βρισκόταν η εξέδρα, και σπρώχνοντας βρήκαμε ένα κενό γρασιδιού και κουρνιάσαμε σχεδόν κάτω από το σκαλέτο της εξέδρας.
Αλλά εκείνη την ώρα συνέβη κάτι απροσδόκητο. Κάτι που δημιούργησε πανικό και φόβο σε πολλούς. Σβήσανε τα φώτα. Μπλοκάραν οι γραμμές ή υπήρξε δολιοφθορά; Φως φανάρι πως κάποιος κατέβασε τις ασφάλειες. Τότε ο Μίκης ξαναπήρε το μικρόφωνο και σε επήκοο όλων κατήγγειλε τους δολιοφθορείς νοσταλγούς της χούντας.
Τι ήταν να το πει. Όλος ο κόσμος άρχισε τα ουρανομήκη συνθήματα με ιαχές που πλημμύρισαν τον πειραϊκό ουρανό διοχετεύοντας το καταπιεσμένο πάθος των επτά χρόνων σε όλο το λεκανοπέδιο.

Αμέσως μετά άρχισε να τραγουδά τα απαγορευμένα του Μίκη και να στήνει σιγά σιγά μέσα στο σκοτάδι ένα ανήκουστο γλέντι με χορό πάνω στο γρασίδι του φαληρικού σταδίου. Πήραμε κι εμείς να χορεύουμε.
Μέχρι να αποκατασταθεί η «βλάβη» o κόσμος είχε φτιαχτεί και τραγούδαγε χορεύοντας, έτσι που όταν επανήλθε το φως, ο Μίκης δεν τους διέκοψε, αλλά σιγομουρμούριζε τα τραγούδια της μαζικής παρέας συντονίζοντας και τους μουσικούς.
Ο Πέτρος Πανδής, η Μαρία Φαραντούρη, ο Νταλάρας, ο Μητσιάς, ο Ξυλούρης, η Μαρία Σουλδάτου, ο Αντώνης Καλογιάννης, ανέβαιναν ένας ένας και στο τέλος όλοι μαζί πιασμένοι από τα χέρια τραγουδούσαν σε ένα κλίμα ανεπανάληπτης έκστασης και μέθης.
Χώρια που τα δυο μπουζούκια της ορχήστρας του Μίκη κατείχαν οι βιρτουόζοι Λάκης Καρνέζης και Κώστας Παπαδόπουλος. Ίσως οι περισσότεροι δε ξέρουν πως αυτά τα μπουζούκια έκαμαν διάσημο τον Μίκη σε όλο τον κόσμο. Οι χορδές τους έτσι κι αλλιώς μας είχαν μαγέψει και προχουντικά ακόμα…

Διακρίνονται οι Ρέμος, Μπάσης, Χαλκιάς, Λέκκας, Θαλασσινός, Βιτάλη, Στ. Κόκκοτας, Νέγκα, Ισαΐα, Παπαδόπουλος με τα ψηλά ρεβέρ, Μητσιάς, Μπέζος, Βαλτινός

Ήταν το μεγαλύτερο πανηγύρι που έστησε η Ελλάδα από συστάσεως ελληνικού κράτους. Όλη η καταπίεση, ειδικά από τους αριστερούς και τους κυνηγημένους, έβγαινε εκείνες τις ώρες. Πενήντα χιλιάδες κόσμος μέσα στο Καραϊσκάκη, κι άλλος τόσος απέξω και δε σταματούσε εκείνο το βράδυ να γλεντά, να χορεύει, να τραγουδά, να ουρλιάζει, να βγάζει όλη την καταπίεση της επτάχρονης μουγγαμάρας και «πολιτισμένης» σιωπής…
Ήταν το βράδυ της 9ης Οκτωβρίου του 1974.

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το