Άρθρα

51 αισθαντικά ποιήματα του Ηλία Καλλέ

του Γιάννη Δ. Πατρίκου

Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας από τις εκδόσεις «Το δόντι», Πατρών η τρίτη Ποιητική Συλλογή του αγαπητού συναδέλφου μου, διακεκριμένου φιλολόγου και λογοτέχνη Ηλία Δ. Καλλέ (ΗΔΚ) με τίτλο «Αφουγκράσματα», η οποία περιέχει 51 αισθαντικά ποιήματα σε παραδοσιακό ιαμβικό οκτασύλλαβο εναλλασσόμενο με επτασύλλαβο, ορισμένα δε, σε δεκαεπτασύλλαβο κι άλλα σε ελεύθερο στίχο. Είναι σχ. 17Χ24 εκ. κι αριθμεί 82 σελίδες. Ο σχεδιασμός του εξωφύλλου ανήκει στη Ρουμπίνη Πανδή. Με πολλή συγκίνηση ο ποιητής αφιερώνει τη Συλλογή στην αείμνηστη σύζυγό του Μυρσίνη με τους στίχους: «Στο ξύπνιο στη ματιά μου, / στον ύπνο στα όνειρά μου».
Στην «Αντί Προλόγου» σύνθεσή του ο ποιητής μάς γνωστοποιεί πως αυτές οι ποιητικές του δημιουργίες περικλείουν τον εσώψυχο γεμάτο αντιξοότητες πνευματικό του αγώνα για ανάβαση με τα αιθερόδρομα φτερά της σκέψης στα ουράνια πλάτη, όπου διαφεντεύει το φως της Αλήθειας, της όντως ζωής κι έτσι να δώσει απάντηση τους υπαρξιακούς του προβληματισμούς.
«Στης σκέψης το περπάτημα / στου ουρανού τα πλάτη / με αγριοκαίρια πάλεψα, / για να ’βρω κάποιαν άκρη, / Με δέος η ανάβαση / κατάβαση με δίνη / στα σωθικά μου κεραυνός / μεγάλη σκοτοδίνη. / Όλα εδώ μέσα θα τα βρεις / κλεισμένα να κοιμούνται / κατάματα να τα ιδείς / αυτό δε σου αρνούνται».
***
Προβληματισμένος και πικραμένος ο ΗΔΚ από τη γενικότερη αρνητική, δυσοίωνη κατάσταση που βιώνει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια από σφάλματα άλλων κι έχει ως οδυνηρό επονείδιστο αποτέλεσμα τον ξενιτεμό των παιδιών της, ζητεί προσευχητικά τη σωτήρια επέμβαση του Θεού που είναι η τρανή παρηγοριά.
«Γιατί, Θεέ μου, το γέλιο πήρες απ’ τα χείλη / και τα δάκρυα κυλάνε καυτά, / ραγισμένο σαν το καντήλι / κρεμαστό στην Παναγιά; / Ευσπλαχνία κι αγάπη τρανή / να χαθήκαν δεν μπορεί… / Μη μας αποστρέφεις τη ματιά… / Σαν τι η Ελλάδα μας θα ’ναι ταχιά; / … Άλλο τι της έχει απομείνει; / Συ τρανή παρηγοριά. / Μεγάλη θα ’τανε ντροπή / «και ποιος μπορεί να τ’ αρνηθεί»; / λάθος τρανό των αλλονών / στα παιδιά να φορτωθεί; / Όλοι υψώνουμε φωνή / και θερμή την προσευχή / αιμοδότες τα παιδιά / μη γενούν στην ξενιτειά». («Αιμοδότες»).
Ο στίχος «Μη μας αποστρέφεις τη ματιά», μας παραπέμπει στο Μέγα Προκείμενον του κατανυκτικού Εσπερινού της Συγνώμης της Κυριακής της Τυρινής: «Μη αποστρέψεις το πρόσωπό σου από του παιδός σου, ότι (= διότι) θλίβομαι. Ταχύ επάκουσόν μου. Πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν (= στρέψε την προσοχή Σου στην ψυχή μου και λύτρωσέ την)».
***
Ο Έρωτας δονεί κι ερεθίζει την ψυχή του ποιητή. Μια φεγγαρόλουστη βραδιά τον μεταρσιώνει σε ειδυλλιακές καταστάσεις, τις οποίες μάς μεταγγίζει με θελκτικούς αισθαντικούς στίχους: «Τον νου μου απόψε δίλημμα / τρανό τον τριγυρνούσε, / πανσέληνος ανέβαινε, / νεράιδα τραγουδούσε… / Αγέρας χαϊδεύει τα μαλλιά / στο πρόσωπο τα ρίχνει, / τα μάτια βλέπω τα μελιά / μέσα εγώ στο δίχτυ. / Απλώνω και τα χέρια μου / στην αγκαλιά την παίρνω, / αφήνω την πανσέληνο / στον κόρφο της σαν γέρνω. / Τραγούδι εκείνη αρχινά / γλυκά με νανουρίζει, / τον χτύπο ακούω της καρδιάς, / εκείνος με ορίζει. / Με μια καρδιά τώρα οι δυο / αγκαλιασμένοι πάμε / στο μονοπάτι της ζωής / και πίσω δε γυρνάμε». («Άνθη αμάραντα»).
Τα ίδια συναισθήματα ερεθίζουν τον συνθέτη του ποιήματος «Όλη η ζωή στην αγκαλιά σου»… Τα βήματά σου στον ύπνο μου άκουγα / με το νανούρισμα της ακροποταμιάς / και της βελανιδιάς το θρόισμα. / Το άρωμά σου με μέθυσε / και ’νιωσα το βελούδινο πρόσωπό σου / στο απλωτό μου χέρι. / Με το φιλί σου σε πρωτόγνωρα / ερωτικά μονοπάτια με πήγες. / Χειροκροτούσε η φύση… / κι όλο πιο σφιχτά με αγκάλιαζες. / Όλη η ζωή μέσα στην αγκαλιά σου… / Ξύπνησα… Απουσίαζες… / Φευγάτη η ζωή…».
***
Ο ποιητής νιώθει την ανάγκη να προβληματισθεί, να φιλοσοφήσει, να στοχασθεί, για όσα συμβαίνουν γύρω του, εντός κι εκτός της χώρας του και γι’ αυτό ζητάει «μια μοναδική στιγμή να ‘ναι τελείως μόνος του μ’ αυτή «μακριά από τη συνάφεια του κόσμου, από τις πολλές κινήσεις κι ομιλίες» όπως πρέσβευε ο Κ.Π. Καβάφης στο «Όσο μπορείς». «Αφήστε μου μια στιγμή / να ’μαι εγώ κι αυτή, / δίχως παρεμβολή, να ’ναι μοναδική… / … Πόσο δύσκολο είν’ αυτή / να γίνει μοναδική, / κανείς να μην είναι εκεί / μονάχα εγώ και η στιγμή; / Η φύση να δίνει πνοή / και σαν αστραπή ας διαρκεί, / μαζί μου να ταυτιστεί, / να ’ναι καρδιά μου και ψυχή… / Δε θέλω φανφαρονισμούς / και λόγους πολιτικούς… / Αγάπη θέλω και ειρήνη, / μονάχα αυτά να έχουν μείνει. / Μια στιγμή χωρίς ιαχές / χωρίς ζητωκραυγές, / ενώ οι μέρες κυλούν καυτές / μαύρες και ζοφερές. / Μια στιγμή δίχως ρύπους / με της καρδιάς τους χτύπους / χωρίς τα μη και τους τύπους. / Δε θα μπορούσα μήπως;» («Μια στιγμή»)
***
Διακατεχόμενος ο ΗΔΚ, όπως και οι περισσότεροι, άλλωστε, Ελλαδίτες από αρνητική διάθεση προς τη διπρόσωπη συμπεριφορά των κατά καιρούς εμφανισθέντων ταγών και σωτήρων της πατρίδας μας, που άλλα είπαν, έταξαν και άλλα έπραξαν, με πόνο ψυχής καταλήγει στο «Μας εξαπάτησαν και διασαλπίζει πως οφείλουμε όλοι, αγωνιζόμενοι, να πάρουμε τις τύχες στα χέρια μας με πίστη στους εαυτούς μας και στους ομοϊδεάτες μας, για να διαφεντεύσει το δίκαιο και η αλήθεια και να ιαθεί η άρρωστη κοινωνία μας.
«Δε μας είπαν την αλήθεια. / Αγγέλους μας θέλανε. / Δε φτάνανε, όμως, τα φτερά… / Θέλαμε κι άλλα, / για να μπορούμε να πετάμε, / να φεύγουμε πιο γρήγορα / απ’ το κυνηγητό μιας Λερναίας Ύδρας… / Άλλα έπρεπε να πούνε / κι άλλα έπρεπε να γίνουν… / Πολύ λίγη η αλήθεια… / Και μαραζώνουμε / κι απελπιζόμαστε για τον ανευόδωτο αγώνα. / Μας μίλησαν για φωτεινό ουρανό… / Μουντός είναι, όμως… / Μας εξαπάτησαν. / Ας οπλιστούμε με πίστη / στον εαυτό μας και σ’ αυτούς, που όμοια σκέφτονται / και ίδια με μας έχουν την ψυχή. / Θα τα καταφέρουμε. / Η πίστη ας μη μας εγκαταλείψει. / Το δίκιο πρέπει να υπάρξει… / Μπορεί να διαφεντεύσει… / Ας δώσουμε νέα πνοή στην άρρωστη κοινωνία».
***
Η υπέρτατη, συνεχής προς το παιδί της αγάπη της μάνας δονεί τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής του ποιητή και την εξυμνεί με συγκινητικούς βιωματικούς ιαμβικούς στίχους:
«Την κάθε μέρα σε ζητώ, / στον ύπνο μου σε βλέπω / να με κρατάς στην αγκαλιά, / νανούρισμα να σ’ έχω. / Στις ανηφόρες μού ’δινες / το χέρι σου να πιάσω / να κάτσω στον ίσκιο μού ’λεγες / λίγο να ξαποστάσω /… Όπου κι αν ρίξω τη ματιά / κι η σκέψη μου πετάξει, / σαν ηλιαχτίδα φέγγεις εσύ / και δάκρυ να μη στάξει. / Όλες τις μέρες, μάνα μου / η αγάπη σου μεγάλη, / σαν Παναγιά εμέ φυλάς / σ’ απάνεμο λιμάνι». (Στη Μάνα, απάνεμο λιμάνι).
Η συνεχής μνήμη και η υιική αγάπη προς την μακαρίτισσα μητέρα του συνυφαίνονται στους ονειρικούς συγκινητικούς στίχους της συνθέσεως «Χρώματα σε σύγχυση».
***
Πετώντας με αιθερόλαμνα φτερά εξυμνεί ο ποιητής την Ποίηση παρέχοντάς μας υπέροχους διδακτικούς, επιγραμματικούς στίχους. «Η ποίηση είναι η αύρα του ουρανού, / της θάλασσας ο κυματισμός, / η θαλπωρή της ηλιαχτίδας. / Είναι ο χτύπος της καρδιάς, / η μουσική, η αρμονία… / Είναι το γάργαρο νερό / που βάζεις στο λαρύγγι σου / και το δίνεις να πιούν και άλλοι. / Είναι η νηφαλιότητα σαν η μέθη κοπάσει. / Είναι η τρικυμία που σαν περνά / σε κερνά με το ποτήρι της γαλήνης… / Είναι δύναμη εσωτερική, / που ζητά ελευθερία… / Είναι ο καημός και η προσευχή της μάνας / για το ξενιτεμένο παιδί της… / Είναι η συμπαντική αρμονία / η περισκοπική ματιά του Θεού / που φωτίζει τον δρόμο / που σκορπάει το σκοτάδι / και όλα γίνονται φωτεινά. / Είναι το χθες, το σήμερα και το αύριο». (Ημέρα Ποίησης).
***
Φυσιολάτρης ο ΗΔΚ με λεπτούς ιδεώδεις στίχους εξυμνεί τα κάλλη της Άνοιξης: «Στης Άνοιξης καθίσανε / τ’ ολάνθιστο περβάζι / πουλάκια γλυκολάλητα, στης πλάσης την αγκάλη, / και είπαν τραγούδια της χαράς / και της αγάπης πάλι, / που ρόδισαν τριανταφυλλιές / μυρώσαν τα ζουμπούλια / και στην καρδιά μου μίλησαν / λογής… λογής λουλούδια. / … Κι ένα πουλάκι πλουμιστό και πλιότερα λουσμένο / από το δάκρυ της χαράς / στ’ αψήλου καθισμένο / με τα φτερά αποζητά / την πλάση να σκεπάσει / και τη δική μου τη χαρά / σε όλους να μοιράσει… / Φτερούγισε σαν άνεμος, / στην αγκαλιά μου μπαίνει, / για ένα χορό απ’ τα παλιά, / στης νιότης την ανέμη». (Της Άνοιξης περβάζι).
***
Το προσφυγικό πρόβλημα που βιώνει η πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια συγκινεί τον ΗΔΚ και τον ωθεί να συνθέσει «Το προσφυγάκι» προτρέποντας τους αναγνώστες αυτού να περιβάλλουν με στοργή τους πρόσφυγες και ιδιαιτέρως τα μικρά παιδιά τους… «Σαν στην πόρτα σου θα φτάσει, / μην του κλείνεις την καρδιά, / είναι μαύρη η δική του / και τρανή η μοναξιά. /Με το χέρι σου τα μάτια / σκούπισέ τα απαλά, / καθαρό να ξαναβλέπει / τον ορίζοντα μπροστά…». Αλλά και βιώματα ποιμενικής ζωής των νεανικών του χρόνων στη γενέτειρά του έρχονται στη θύμησή του καταγράφοντάς τα στον «Ατέλειωτο χορό».
«Γέρνω σε πεύκο το πρωί, / σ’ οξιά το μεσημέρι / και με τα μάτια της ψυχής / την πλάση αγναντεύω. / Βλέπω στα πλάγια πρόβατα / στο διάσελο τα γίδια / και στην κορφούλα στο τσουγκρί / τσοπάνηδες να στέκουν. / … Κι ένας αητός, σταυραετός, / στ’ απόζερβα διαβαίνει / κι είναι στολίδι του βουνού / τ’ απέτακα καμάρι. / Όλο τραγούδι το βουνό / τραγούδι κι η ψυχή μου / … Σαν τέτοιοι ξεφυτρώνουνε / καημοί μου κάθε βράδυ / και λαχταράω για να ιδώ / ξανά το τσελιγκάτο».
Εξαίσια ποίηση μεστή ελληνορθόδοξων βιωμάτων, φιλοσοφικών στοχασμών, ρεαλιστικών πατριωτικών μηνυμάτων, εκφάνσεων του Ελληνικού φυσικού κάλλους και τόσων άλλων, που σταχολογώντας αυτή την Συλλογή προανέφερα. Δικαίως και εκθύμως αρμόζουν θερμά συγχαρητήρια στον φίλο συνάδελφο Ηλία Δ. Καλλέ, έγκριτο λογοτέχνη, στον οποίο εγκάρδια ευχόμαστε να έχει υγεία και τον άνωθεν φωτισμό, για να συνεχίσει ανεμπόδιστα τη φανέρωση κι άλλων όμοιων αφουγκρασμάτων της ανύστακτης υψιπετούς διάνοίας του.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το