Άρθρα

3 Σεπτεμβρίου 1922 – Το τελευταίο σάλπισμα στη γη της Ιωνίας

Του Απόστολου Τ. Σδρόλια

Η Χερσόνησος της Ερυθραίας (τουρκικά: Karaburun Yarımadası), είναι μία από τις μεγαλύτερες χερσονήσους της Τουρκίας. Βρίσκεται δυτικά της Σμύρνης απέναντι από τη Χίο και χωρίζει τον κόλπο της Σμύρνης από τον κόλπο της Εφέσου. Οι κάτοικοί της πριν από την μικρασιατική καταστροφή ήταν περί τους 100.000 και κατά τα 3/4 Έλληνες. Κατοικούσαν στις πόλεις: Βουρλά, Τσεσμέ και Αλάτσατα, καθώς και σε 55 μικρά και μεγάλα χωριά. Με την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922, τα εναπομείναντα Ελληνικά στρατεύματα οχυρώθηκαν στη χερσόνησο της Ερυθραίας, και συγκεκριμένα στο λεπτότερο σημείο του ισθμού, μήκους 11 περίπου χιλιομέτρων. Από εκεί ξεκίνησε η προσπάθεια αποχώρησης των Ελληνικών μονάδων, όσων δεν είχαν αιχμαλωτιστεί ή λιποτακτήσει. Με την κατάληψη της Σμύρνης από τους Τούρκους, οι Έλληνες της Ερυθραίας εγκατέλειψαν τα πάντα, αναζητώντας τη σωτηρία στην νησιωτική Ελλάδα. Ηρωική ήταν η προσπάθεια του Ν. Πλαστήρα, που με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, αποχώρησε τελευταίος από τον Τσεσμέ και έδωσε την ευκαιρία στους κατοίκους της Ερυθραίας να διαφύγουν με ασφάλεια. Εκεί στην περιοχή Σταυρός, (Ζέγκουϊ στα τουρκικά), έδωσε την τελευταία νικηφόρα μάχη στη Μικρά Ασία. Οι Τσέτες αποδεκατίστηκαν και μάλιστα αργότερα οι Τούρκοι έστησαν μνημείο εκεί, όπου μαρτυρά την τελευταία μάχη και τον χαμό 147 Τούρκων ιππέων από το «Σεϊτάν – Ασκέρ». Πολλοί, όμως, κάτοικοι της Ερυθραίας έμειναν, αλλά η μοίρα τους ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη. Οι Τούρκοι, όπως και στη Σμύρνη, έκαψαν και λεηλάτησαν τα πάντα. Τα Βουρλά κάηκαν ολοσχερώς και οι κάτοικοι των Αλατσάτων, του Γκιούλμπαξε και άλλων χωριών, εξοντώθηκαν μέχρι ενός. Δεν χρειάζεται να περιγράψουμε την τύχη που είχαν τα γυναικόπαιδα στα χέρια των Τούρκων. Ο ανδρικός πληθυσμός, όσοι είχαν επιζήσει, σύρθηκε αιχμάλωτος στα βάθη της Ανατολίας, όπου ελάχιστοι εξ αυτών σώθηκαν και ήρθαν στην Ελλάδα το 1923-24. Οι πρόσφυγες, οι προερχόμενοι από την Ερυθραία, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα όπου και ίδρυσαν τον οικισμό της Νέας Ερυθραίας.

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1922, το απόσπασμα του αντισυνταγματάρχη Οδυσσέα Μαρούλη, αποτελούμενο από το 1ο Σύνταγμα Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας και δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες, εγκαταλείπει υπό τη κάλυψη των πυρών των πλοίων του ελληνικού στόλου, την τοποθεσία «Αλάτσατα» της Ερυθραίας κατευθυνόμενο προς το λιμάνι του Τσεσμέ. Είναι το σύνταγμα εκείνο στο οποίο έλαχε ο κλήρος να εγκαταλείψει τελευταίο τη γη της Ιωνίας. Έχει παραμείνει στη τοποθεσία ολόκληρη την ημέρα για να καλύψει την αποχώρηση και των τελευταίων μονάδων του ελληνικού στρατού. Τελευταία, έχει διέλθει η ηρωική και θρυλική πλέον ΧΙΙΙ Μεραρχία (5/42 Σύνταγμα Ευζώνων) υπό τον Ν.Πλαστήρα. Την 01.15 ώρα της 3ης Σεπτεμβρίου επιβιβάζεται στη τελευταία φορτηγίδα του Ελληνικού στολίσκου ο διοικητής του αποσπάσματος με τον μητροπολίτη του Τσεσμέ. Μετά την επιβίβαση και του τελευταίου τμήματος, ο αντισυνταγματάρχης Μαρούλης διατάζει τον αρχισαλπιγκτή του 1ου Συντάγματος Πεζικού να σημάνει επί της προκυμαίας το σάλπισμα της αποχώρησης, το τελευταίο σάλπισμα στην αιματοβαμμένη γη της Ιωνίας. Την επόμενη ημέρα και στην ίδια περίπου περιοχή, λαμβάνει χώρα άλλο ένα τραγικό, αλλά εξίσου ηρωικό γεγονός. Εκεί, στην χερσόνησο της Ερυθραίας, πέφτει νεκρός υπέρ πατρίδος, ο πλωτάρχης Δημήτριος Χατζίσκος. Ο Δ. Χατζίσκος, συμμετείχε ως ύπαρχος στο πλευρό του θρυλικού πλοιάρχου Νικόλαου Βότση στην βύθιση του τουρκικού θωρηκτού «Φετίχ Μπουλέντ» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ξεχώριζε για τον ακέραιο χαρακτήρα του, την τόλμη και την αγάπη του για την πατρίδα. Αν και εκδιώχθηκε από το βενιζελικό καθεστώς ως «συνωμότης», με την επάνοδο του Κωνσταντίνου, εντάσσεται ξανά στις τάξεις του στόλου. Τον Αύγουστο του 1922 με την κατάρρευση του μετώπου, το πολεμικό ναυτικό αναλαμβάνει ρόλο οπισθοφυλακής για τα υποχωρούντα ελληνικά τμήματα. Ο Χατζίσκος ως κυβερνήτης του πλοίου «Νίκη», επιτηρεί μαζί με άλλα τρία πλοία του ελληνικού στόλου, τη θαλάσσια περιοχή του Τσεσμέ. Με τις εύστοχες βολές των πυροβόλων τους, παρέχει ασφαλή κάλυψη τόσο στα μάχιμα τμήματα όσο και στους πρόσφυγες, που αναζητούν την σωτηρία στα πλοία. Στις 4 Σεπτεμβρίου το πλοίο «Νίκη», ενώ προσεγγίζει μια εκ των νησίδων της περιοχής με σκοπό τη διάσωση όσο περισσοτέρων προσφύγων μπορεί, δέχεται αιφνιδιαστικά καταιγισμό πυρών από Τούρκους στρατιώτες και άτακτους Τσέτες. Μία σφαίρα από ριπή πολυβόλου, πετυχαίνει τον Χατζίσκο στον κρόταφο. Ο θάνατός του είναι ακαριαίος.

Τρεις ακόμη ναύτες τραυματίζονται. Το αντιτορπιλικό «Ασπίς», διατάσσεται να μεταφέρει τη σωρό του κυβερνήτη πίσω στην πατρίδα. Ο νεκρός ήρωας, μεταφέρεται πάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου όπου και κηδεύεται με στρατιωτικές τιμές. Είναι ο τελευταίος πεσών αξιωματικός του Μικρασιατικού μετώπου. Πέρασαν 100 χρόνια από το τελευταίο σάλπισμα στα παράλια της Ιωνίας, αλλά η Μικρασιατική καταστροφή θα στοιχειώνει για πάντα το μυαλό και τις καρδιές όλων μας. Στην προσπάθεια να δοθούν πειστικές απαντήσεις για τα αίτια της ανείπωτης αυτής εθνικής τραγωδίας, έχουν γραφεί αναρίθμητα πονήματα. Πολλοί συγγραφείς και μελετητές χρεώνουν τους λόγους της καταστροφής σε εξωγενείς κυρίως παράγοντες: διπλωματικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς. Η καταστροφή, όμως, είναι καθαρά αποτέλεσμα της συντριβής του ελληνικού στρατού. Το δε μέγεθος της καταστροφής, ήταν ανάλογο της ασύλληπτης ταχύτητας με την οποία αποσυντέθηκε και διαλύθηκε η περήφανη Μικρασιατική Στρατιά, που ένα χρόνο πριν, έκρουε τις πύλες της Άγκυρας στους βράχους του Κάλε Γκρότο. Η ευθύνη για τη συντριβή του στρατού, είναι καθαρά ελληνική, ανήκει σε μας και σε κανένα άλλο: Στρατιωτικούς, πολιτικούς και πολίτες. Το τελευταίο σάλπισμα στη αιματοβαμμένη γη της Ιωνίας, δεν ακούστηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1922 όπως μας διδάσκει η Ιστορία. Όταν ακουστεί, θα είναι μεγαλειώδες, νικηφόρο, ηρωικό. Θα ξεκινά από τα παράλια της Μ. Ασίας και θα φτάνει πέρα, στα φαράγγια της Ανατολίας. Θα ακουστεί ξανά το ανατριχιαστικό παράγγελμα «Προχωρείτε – Προχωρείτε». Οι «νεκροζώντανοι» ήρωες του Σαγγαρίου, του Εσκί – Σεχίρ, του Αφιόν Καραχισάρ, του Κάλε Γκρότο, του Αλή Βεράν, θα σηκωθούν από τους τάφους τους και θα ενωθούν με τους απογόνους του «Σεϊτάν Ασκέρ». Σύροντας τις σπάθες και τις ξιφολόγχες τους, με τη γαλανόλευκη σημαία να κυματίζει και με την ιαχή «Αέρα», για άλλη μια φορά – την τελευταία – θα διαβούν περήφανα τον Σαγγάριο ποταμό και θα κρούσουν τις «πύλες» της Άγκυρας…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το