Πολιτισμός

1922: Έξοδος-Προσφυγιά-Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια
Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς

Δεύτερο δημοσίευμα
Το βιβλίο αρχίζει με το Πρώτο Κεφάλαιο, που αναφέρεται στον Πρώτο Διωγμό των Ελλήνων από τα Μικρασιατικά παράλια (1914), τον οποίο υπέστη και η οικογένεια της Μαρίας Σταθαρά από το χωριό τους το Κλησέκιοϊ της Περγάμου. Όμως εμείς, λόγω επικαιρότητας, θα αρχίσουμε να διαβάζουμε από το Δεύτερο Κεφάλαιο και να την ακούμε για τον μεγάλο και αγύριστο διωγμό του 1922, που άρχισε γι’ αυτούς στις 23 Αυγούστου, ακριβώς πριν 100 χρόνια.
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η Μεγάλη Τραγωδία του 1922
Η φυγή τους (Συνέντευξη 26-08-1982)

Εγώ: Λοιπόν, Μητέρα, για πες μας, τώρα, εκεί στο χωριό σας πώς ζούσατε, γενικά, με τους Τούρκους;
Μητέρα: Τα πρώτα χρόνια ζούσαν και ειρηνικά, αλλά είχαν το μάτι τους στους Έλληνες. Γιατί, θα αναφέρω τώρα την τελευταία χρονιά, το ’22, που είχαμε πολιτοφυλακή, γιατί ήταν οι τσέτες. Ερχόταν οι τσέτες, παίρνανε τους προύχοντες ή τους προέδρους από τα χωριά μέσα από τα καφενεία και τους σκοτώνανε. Είχαμε διαρκώς τους τσέτες για φόβο. Το χωριό μας είχε πολιτοφυλακή, δηλαδή όσοι δεν είχαν πάει στρατιώτες, οι νέοι άνδρες άνω των 40 και 50 χρονών, το βράδυ βγαίναν και γυρίζανε για τους τσέτες. Οι Έλληνες ήταν πολιτοφυλακή του χωριού μας. Μεταξύ αυτών, είχαν βάλει και τον πατέρα μου, αλλά τον πατέρα μου επειδή τον είχαν οι Τούρκοι στο μάτι, αναγκάστηκε να φύγει και πήγε στο Δικελί και καθόταν αυτού τον ένα-δυο μήνες και πλήρωνε στην πολιτοφυλακή. Μετά, είχαν δε και τσέτες πιάσει οι Έλληνες, τους οποίους είχαν σ’ έναν «μεντρεσέ» τον λέγανε και δίνανε το παρών στην ελληνική αστυνομία.

Ένα βράδυ ήρθαν, όμως και πήραν όλες τις οικογένειές τους καβαλάρηδες, μεταξύ αυτών πήραν κι ένα δικό μας παιδί εικοσάχρονο, που είχε τα καπνά του λίγο έξω απ’ το χωριό, μάλιστα, έξω από το σπίτι το δικό μας, καμιά εκατοστή μέτρα. Την ημέρα είχε το μαντολίνο και τραγουδούσε τον «Βενιζέλαρο» και άλλα ελληνικά τραγούδια και το βράδυ τον πήρανε αυτόν, τον Κυριάκο Πνιγούρα. Ήμασταν, βέβαια, αναστατωμένοι. Ο πατέρας έλειπε.
[Η φυγή από το χωριό τους (Συνέντευξη 26-08-1982)
Εγώ: Για πες μας, τώρα, από τις τελευταίες στιγμές, αν θυμάσαι, που φύγατε από εκεί.
Μητέρα: Οι τελευταίες τραγικές στιγμές, όπως θυμάμαι, είχα μεγαλώσει. [Ήμουν] κοριτσάκι και η μητέρα μου πήγε στη μητέρα της σε άλλη γειτονιά, στη νύφη της, στις αδερφές της, ένα απόγευμα. Εγώ τακτοποίησα το σπίτι, άσπρισα το τζάκι, καθάρισα κάτω. Τι χαρά [είχα] που θα ’ρθει η μητέρα να με βρει νοικοκυροπούλα. Ήμουν 10 στα 11 χρονών.

Βλέπω τη μητέρα, έρχεται αλαφιασμένη. Δεν πρόσεξε ότι εγώ είχα τακτοποιήσει το τζάκι, κάτω σφουγγάρισα.
«Βρε, Μητέρα, τι κάνεις; Πώς είσαι έτσι;». «Άστα, άστα, μάζευε τα πράγματα» [μου λέει] αλαφιασμένη. «Σε λίγο είπε θα φύγουμε απόψε». «Μα πού, μαμά;» «Δεν ξέρω, απόψε θα πάμε σ’ ένα σπίτι». Τέλος πάντων, έμασα ό,τι έμασα σε πράγματα. Το βράδυ μας πήρε τα παιδιά, τα τέσσερα παιδιά, εγώ, ο Κωνσταντίνος, ο Νικόλας και είχαμε και τη Μερσινούλα δεκατεσσάρων μηνών παιδάκι. Αυτά γινόταν μέσα στον Αύγουστο, τη βραδιά που θέλαμε να φύγουμε, 23 Αυγούστου (συνέχεια το β’ μέρος της κασέτας Νο 1).
Τώρα την ημέρα δεν μπορώ να τη θυμηθώ. Αλλά 23 Αυγούστου το θυμάμαι πολύ καλά. Τέλος πήγαμε σ’ ένα σπίτι του Ηλία του Κοτσαμπάση. Εκεί συγκεντρώθηκαν οικογένειες. Οι δε άλλοι άντρες έφυγαν στον κάμπο να φωνάξουν αυτούς που έλειπαν γιατί ήταν αγροτικός κόσμος και το καλοκαίρι είχαν τα ζώα τους έξω, τις δουλειές τους. Πήγαν τα παλικάρια φωνάξαν και τους υπόλοιπους.

Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο πατέρας μου από ‘κει που ήταν, έμαθε. Ο δε πατέρας μου διάβαζε κάθε μέρα εφημερίδα, την «Αμάλθεια» και τον «Εθνικό Κήρυκα», το θυμάμαι πολύ καλά, και μάθαινε τα γεγονότα καλύτερα. Γιατί από τις εφημερίδες κάτι μάθαινε, ενώ οι άλλοι, οι άνθρωποι αγράμματοι, δεν πολυξεύραν.
Τέλος πάντων, εκείνο το βράδυ ήρθαν. Ήρθαν, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι, το πρωί ξεκινήσαμε.
Εγώ: Για πες μας, Μητέρα, για το ξεκίνημα αυτό! (Συνέντευξη 26-08-1982).
Μητέρα: Το πρωί ξεκίνησε, ας το πούμε, ο κόσμος στη σειρά. Βάλανε τα κάρα, ήταν, μάλιστα, βοϊδοκάρα και με τα ζώα οι άνθρωποι ό,τι είχανε, άλογα και τα γαϊδούρια ακόμα.
Εμείς, δεν ξέρω, τα λίγα πράγματα τα βάλαν σε κάρο, τα δυο αδελφάκια μου επάνω στο κάρο και εγώ με το μικρό κοριτσάκι πάνω σε ένα γαϊδούρι και ξεκινήσαμε.
Πάμε στο Δικελί, διότι εκείνο ήταν το επίνειο. Όλα τα χωριά κατέβηκαν στο Δικελί, απέναντι από τη Μυτιλήνη. Εκεί είχε μαζευτεί όλος ο κόσμος.
Στο δρόμο που πηγαίναμε, ο αστυνόμος έβαλε όλον τον κόσμο μπροστά, να μη μείνει κανένας, έμειναν δυο-τρεις οικογένειες. Ο Έλληνας αστυνόμος έβαλε όλο τον κόσμο μπροστά και αυτός έμεινε τελευταίος, επάνω στο άλογό και φθάσαμε, μάλιστα, σ’ ένα τσιφλίκι, θυμάμαι, είναι κάτι τραγικό που θα σας πω.
Εγώ: Μήπως, όταν ξεκινήσατε από το χωριό οι Τούρκοι σας κυνηγούσαν, σας πυροβολούσαν;
Μητέρα: Όχι. Οι Τούρκοι από το χωριό, μάλιστα, ο γείτονας έλεγε στη μητέρα, γιατί ο πατέρας ήρθε το πρωί, τη νύχτα: «Γιατί, χανούμ, γιατί κυρά Δέσποινα φεύγετε; Καθήστε, καθήστε». Γιατί είχαμε ακόμα πίσω στρατό, που κατέβαινε και οι Τούρκοι μέσα στο χωριό φοβόταν κι αυτοί, γιατί φεύγαμε. Και τη μητέρα την έλεγαν: «Γιατί φεύγετε». Και, σαν θυμάμαι, του έδωσε το κλειδί στο γείτονα από το σπίτι.

Τέλος πάντων, φθάσαμε στο τσιφλίκι. Εκεί στο τσιφλίκι, επειδή ο αστυνόμος ήταν πολύ πίσω και φθάσαμε ο μισός κόσμος, από μακριά βλέπουμε άλογα. Νομίζαμε εμείς, ο πατέρας μου και οι άλλοι άντρες ότι είναι τσέτες και αρχίσαν, φώναζαν «οι τσέτες, οι τσέτες». Πού να κρυφτούν οι άνθρωποι; Θυμάμαι, ότι είχε μεγάλα κουβάρια στάρια, σωρούς, σωρούς στάρια (θημωνιές) και ο κόσμος, πώς να σας πω [χώθηκε] μέσα στο στάρι για να κρυφτεί. Αλλά σε λίγο φάνηκε, ήταν ο αστυνόμος και δεν ήταν τσέτες. Μετά ξανάρχισε, ας πούμε, η σειρά των αλαφιασμένων, σκονισμένων και φοβισμένων ανθρώπων και φθάσαμε στο Δικελί.

Στο Δικελί (Συνέντευξη 26-08-1982)
Εκεί στο Δικελί κατασκηνώσαμε κάτω από περιβόλια, έξω από την πόλη, ούτε εκατό μέτρα, για να παν να δουν οι γονείς μας τι γίνεται κάτω στην παραλία.
Εκεί στην παραλία ήτανε κόσμος και πράγματα, τι να σας πω, δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Ερχόταν, πού και πού, φαίνεται κανένα βαπόρι και έπαιρνε κόσμο, αλλά ήταν τόσος ο κόσμος από την Πέργαμο, το Κινίκ, παραπάνω δεν μπορώ θα θυμηθώ, Σαντζήδες, Κάλαργα, πολλά χωριά και πολιτείες, μάλιστα, έπρεπε από αυτού να φύγουν. Εκεί καθήσαμε, φαίνεται, δυο-τρεις μέρες, ίσως και περισσότερες, γιατί δεν μπορούσαμε να φύγουμε.
Ο πατέρας μου έψαχνε στην ακροθαλασσιά να βρει κανένα ψαροκάικο να μας βάλει μέσα. Αλλά βρίσκοντας μια βάρκα, τουφεκούσαν οι δικοί μας να μπουν μέσα στο βαπόρι. Δεν μπορούσες να βρεις. Τουφεκούσαν τον βαρκάρη στον αέρα. Ερχόταν το βαπόρι, φόρτωνε τον κόσμο, έφευγε και ξαναρχόταν. Ο πατέρας πήγε να βρει βάρκα να δει. Δυστυχώς δεν μπορούσε. Τέλος πάντων, πλησιάσαμε κοντά στο βαπόρι, τον πατέρα δεν τον είχαμε. Η μητέρα εκεί είχε τα ανίψια της, του αδερφού της τα παιδιά. Τέλος φτάσαμε στο βαπόρι, έριξαν δυο τέγκια και τα παιδιά, το μικρό παιδάκι το κρατούσε η μητέρα, πέρασε μέσα και περάσαμε κι εμείς τα τρία παιδιά μες το βαπόρι. Δεν θυμάμαι πώς το έλεγαν το βαπόρι, αλλά μάλλον θα ήτανε πολεμικό, γιατί θα σας αναφέρω κάτι.

Όταν μπήκαμε μέσα στο βαπόρι, είχε [απέναντί μας, λίγο μακριά] ένα ύψωμα, ένα λοφίσκο. Αφού γέμισε το βαπόρι κόσμο. Ο λοφίσκος αυτός φαινόταν ορατός, αν ήταν άνθρωποι επάνω. Άρχισαν, λοιπόν, οι τσέτες να κατεβαίνουν από τον λοφίσκο προς τα κάτω μέσα στην πόλη. Τότε το βαπόρι ετοίμαζε τα κανόνια του και μας λεν εμάς: «Κλείστε τ’ αυτιά σας, προετοιμαστείτε, γιατί θα ρίξουμε στο λοφίσκο και θα ταραχθεί το βαπόρι από τη βροντή και το τράνταγμα». Ώσπου να κλείσουμε τ’ αυτιά μας, να προετοιμαστούμε εμείς, ο στρατός, πιο εδώ σε ένα ίσιο μέρος, σ’ ένα γήπεδο μεγάλο, είχε την προμήθεια των ζώων, τα χόρτα και τα έβαλε φωτιά για να μην τα βρει ο στρατός ο ερχόμενος των Τούρκων. Η φωτιά προκάλεσε έναν μεγάλο καπνό, που δεν μπορούσαν να είναι ορατός ο λοφίσκος. Περίμεναν 20’ λεπτά να σβήσει η φωτιά, να ρίξουν, αλλά εν τω μεταξύ, αυτοί είχαν κατεβεί μέσα. Τώρα, λέει, είναι αργά πλέον, δε θα ρίξουμε κανόνι, γιατί μπήκαν μέσα στην πόλη και έχουμε πληθυσμό ελληνικό.
Είχε πάρα πολύ κόσμο. Δεν μπορούσε ένα βαπόρι να μας πάρει, ήταν γεμάτο. Δεν μπορώ να σου πω εκείνη την τραγική εικόνα, πάντοτε βρίσκεται στο μυαλό μου. Τώρα δεν μπορούμε να ρίξουμε, γιατί έχουμε τον ελληνικό πληθυσμό και φύγαμε».
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Στον χάρτη, στα νοτιοανατολικά, φαίνεται το χωριό της Μητέρας, Κλησέκιοϊ (σημερινή ονομασία Zeytindag). Με μαύρη διακεκομμένη γραμμή σημειώνεται η πορεία από το χωριό τους έως το Δικελί (περίπου 35 χιλιόμετρα), που περιγράφει η Μητέρα. Συνέχεια, με το πλοίο από το Δικελί στη Μυτιλήνη. Στα ΒΔ (κοντά) από το Κλησέκιοϊ ήταν το χωριό Κουρφαλί, που είχε παντοπωλείο ο παππούς της Ευστάθιος. Στη γωνία (ΒΑ του χάρτη) διακρίνεται η πόλη της Περγάμου (Πηγή χάρτη: Διαδίκτυο)

Share

Πρόσφατα άρθρα

Ανοίγει

Αύριο ανοίγει η ηλεκτρονική πλατφόρμα Α-21, το επίδομα παιδιού δηλαδή, με τους δικαιούχους να μπορούν…

30 Μαΐου 2024

Ημερίδα από την Πολυτεχνική Σχολή του Π.Θ.

Ημερίδα διοργανώνει η Πολυτεχνική Σχολή του ΠΘ, στις 4 Ιουνίου 2024, ώρα 9 πμ έως…

30 Μαΐου 2024

Ολοκληρώθηκε η εκπαιδευτική ενημέρωση με θέμα “Alzheimer – Ας γνωρίσουμε της νόσο”

Ολοκληρώθηκε, για αυτή την σχολική σεζόν η εκπαιδευτική ενημέρωση με θέμα "Alzheimer - Ας γνωρίσουμε…

30 Μαΐου 2024

Πρότυπα Σχολεία: Ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα εισαγωγής – Δείτε τους πίνακες

Ανακοινώθηκαν από το υπουργείο Παιδείας τα αποτελέσματα για την εισαγωγή στα Πρότυπα Γυμνάσια, Λύκεια και στα Εκκλησιαστικά…

30 Μαΐου 2024

Εκβιασμός

Ως εκβιασμό εξέλαβε ο υπουργός υγείας Άδωνις Γεωργιάδης την αναστολή των τακτικών παιδιατρικών χειρουργείων στο…

30 Μαΐου 2024

Αργύρης Κοπάνας: «Ολοκληρώνεται το τιτάνιο έργο στις πηγές της Καλιακούδας» – Επανένταξη των πηγών στο υδραγωγείο του Βόλου

Στις πηγές της Καλιακούδας βρέθηκε ο πρόεδρος της ΔΕΥΑΜΒ, Αργύρης Κοπάνας, όπου βαίνει προς ολοκλήρωση…

30 Μαΐου 2024