Πολιτισμός

1922: Έξοδος-Προσφυγιά- Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια: Δημήτρης Κωνσταντάρας -Σταθαράς 

Δέκατο έκτο δημοσίευμα

Η ευφορία των κτημάτων τους το 1920 (Συνέντευξη 15-07-1984)
Η Μητέρα εδώ θυμάται τις ευτυχισμένες μέρες που είχαν στο χωριό τους πριν την Καταστροφή του 1922. Μιλάει για το χωριό τους, την αγορά του, την εκκλησία του και κάνει σκέψεις για τον πατέρα της και τη μητέρα της. Και επανέρχεται στην ανέχεια και την πείνα που πέρασαν ως πρόσφυγες στη Μυτιλήνη στον πρώτο Διωγμό του 1914. Την ακούμε:
«Και θυμάμαι, εκείνη τη χρονιά το μπερεκέτι, που είχαμε. Απέναντί μας ήταν, ακριβώς, το εργοστάσιο. Το χωριό μας είχε δυο μεγάλα εργοστάσια, ελαιοτριβεία. Έγινε ένα συνεταιριστικό από τους Τούρκους και δύο μυλάκια, τα λέγαμε «τσουμλέκια», επειδή με το ζώο γυρνούσαν και κάναν τις δουλειές. Είχε μεγάλη παραγωγή από τις ελιές. Και το εργοστάσιο του Χαλίλ αγά, του εργοστασιάρχη, ήταν απέναντί μας, στο δρόμο τον δικό μας, από το σπίτι μπροστά μας. Εκεί το μεταφορικό μέσο…δεν είχε αυτοκίνητα ούτε μουλάρια, παρά μόνο καμήλες. Τις βάλαν να ξεφορτώνουν. Είχε μέσα αποθήκες, όποιος έφερνε είχε τη σειρά του. Ερχόταν οι εργάτες κάθε Σάββατο και πληρωνόταν και είχα ένα μικρό αδερφάκι και έλεγε: Έρχεσαι και παίρνεις τα 25άρικά μας. Στην Κεβετζίδαινα τους πλήρωνε 25 δραχμές μεροκάματο. Τότε είδα την ευτυχία και τα λάδια, που δε χώρεσαν. Το δε λάδι, είχε μεγάλα κάτζα (τα λέγαμε), μεγάλα βαρέλια, υψηλά, που με τη σκάλα ανέβαιναν και έριχναν το λάδι (σκάλα σιδερένια). Ερχόταν οι έμποροι μπαίναν μέσα στην αποθήκη του εργοστασίου. Έβαζες το λάδι και ερχόταν οι έμποροι από το Αϊβαλί, τη Μυτιλήνη και το πουλούσαμε. Και με κείνο ζούσαμε και εργαζόταν το κτήμα, που ήθελε εργασία. Πήγαινε [ο πατέρας] τακτικά στην Πέργαμο, γιατί η Πέργαμος ήταν πόλη, εμάς ήταν χωριό. Θέλαν να πάνε από το χωριό στην Πέργαμο να ψωνίσουν, τα διάφορα, τι θέλει η οικογένεια, παρότι είχαμε και στο χωριό, πήγαιναν και στην Πέργαμο για καλύτερα. Θυμάμαι, μάς έφερνε το κανταΐφι. Ήθελε η μητέρα, τα βράδια που ερχόταν ο θείος ή η θεία, να βάλει, η μητέρα, στο τζάκι να ψήσει το κανταΐφι. Είχε πυροστιά, κάρβουνα πολλά, φωτιά πολύ, να το ψήσει από τη μια μεριά, να το αναποδογυρίσει, να ψηθεί και από την άλλη. Δε βάζαμε μύγδαλα, σκέτο έτσι με βούτυρο, όχι λάθος, με λάδι, γιατί τα λάδια μας ήταν πολύ καθαρά και καλά. Ερχόταν τα βράδια συγγενείς μας, καθόταν. Ο πατέρας μου πάντοτε διάβαζε εφημερίδες και ήθελε κάτι να τους πει. Καμιά σύσταση στους ξένους να γράψει, στους Αμερικάνους που έλειπαν.

Η εκκλησία του χωριού τους
Το χωριό μας είχε δύο μεγάλα τζαμιά. Το ένα λειτουργούσε. Είχαμε μια εκκλησία, τον Άγιο Κωνσταντίνο, που μας την είχαν καταστρέψει αυτό το διάστημα [που λείπαμε] οι Τούρκοι. Δεν ήταν μέσα ζωγραφισμένη. Τέλος πάντων, είχε γυναικωνίτη και είχε καφάσια ο γυναικωνίτης. Συνήθιζαν, τότε, να μη βλέπουν τις γυναίκες επάνω και μάλιστα η σκάλα της εκκλησίας για το γυναικωνίτη ήταν από έξω, με το νάρθηκά του. Από κάτω ήταν το νεκροταφείο της εκκλησίας, το καμπαναριό της. Για τον παπά το δωμάτιο και το δάσκαλο. Είχε γραφείο κοινοτικό. Το Πάσχα συγκέντρωναν οι νέοι ξύλα πολλά, χοντρά και καίγανε φωτιές τη νύχτα που κάναμε στα Νύμφια, που πηγαίναμε. Εκεί οι νέοι άναβαν φωτιές για να έχει συντροφιά (ποιος ξέρει;) και μέσα γινόταν η ψαλμωδία.
Τον Επιτάφιο τον γυρνούσαμε. Μας ξυπνούσαν το βράδυ, γυρνούσαν παρέες και μας ξυπνούσαν και πηγαίναμε. Μετά από τις 12, γλυκοχαράματα τελείωνε ο Επιτάφιος. Μετά στην Ανάσταση και πάλι και πάλι στη δεύτερη Ανάσταση, όλοι θέλαμε να πάμε. Τα δε αρνιά, εμείς δεν τα κάναμε στη σούβλα, αλλά τα βάζαμε στο φούρνο. Ανάβαμε ή τον δικό μας ή της θείας. Βάζαμε 5-6 ταψιά. Το αρνί, το μισό το γεμίζανε. Κόβανε το μισό και το γεμίζαν με ρύζι και τα εντόσθια και τον χρίζανε το φούρνο για να μην φεύγει η μυρωδιά. Και όταν τελείωνε η δεύτερη Ανάσταση, θα γινόταν ένας χορός έξω και μετά ο καθένας οικογενειάρχης θα πήγαινε σπίτι του να φάει το κουρμπάνι, που λεν.

Η αγορά του χωριού τους
Η αγορά μας, όπως είπαμε, είχε δύο καφενεία. Ήταν τούρκικα μεγάλα, που καθόταν οι Τούρκοι και πίναν τον καφέ τους ή το ναργιλέ τους. Αλλά και εμείς οι Χριστιανοί στη συνοικία, είχαμε μία ταβέρνα, την ταβέρνα του Σαράντη. Εκεί πηγαίναν τα δικά μας παλικάρια και οι νέοι και μάλιστα εκεί τραγουδούσαν, όταν ερχόταν σε λίγο κέφι [το τραγούδι]: «Μια στο λέγω, δυο στο λέγω, πάλι θα στο ξαναπώ, στου Σαράντη την ταβέρνα να μη σε ξαναδώ. Δε φταίει το ρακάκι, δε φταίει το κρασί, μον’ φταίει η Ελένη, που κάθεται καρσί (καρσί θα πει απέναντι). Ήταν μια οικογένεια που είχε δυο-τρία κορίτσια. Συγκεντρωνόταν τα παλικάρια και τραγουδούσαν «το: μια στο λέγω, δυο στο λέγω…».

Η ζωή στο χωριό. Παζάρι της Παρασκευής
Και παζάρι γινόταν, λαϊκή αγορά που λέμε, κάθε Παρασκευή ερχόταν από τα τουρκοχώρια τριγύρω. Αυτοί έφερναν πουλερικά, βούτυρο, τυρί, μαλλιά και ψώνιζαν οι άνθρωποι από τα μαγαζιά που είχε το χωριό μας. Είχαν φουρνάρικα, υφάσματα που πουλούσαν. Είχαν και οι Τούρκοι, είχαν και οι Έλληνες. Δε μπορώ να θυμηθώ, παιδί μου, πόσοι ήτανε. Όσοι ήταν οι Τούρκοι, ήμασταν και ‘μεις. Καμιά πεντακοσαριά από δω και από κει περισσότεροι δεν ήμασταν.

Διάφορες σκέψεις για τον πατέρα της και τη μητέρα της
Ναι, μεν, ήμασταν Μικρασιάτες, αλλά ο πατέρας ήταν Πηλιορείτης, είχε γεννηθεί στον Κισσό. Ο πατέρας του [Ευστάθιος] είχε κάνει περιουσία σε τουρκοχώρι, στο Κορφαλί, και μετά ήρθε στο Κλησέκιοϊ και αγόρασε το μεγάλο κτήμα των 150 στρεμμάτων. Έτσι πέρασε η πρώτη μπόρα. Εμείς, μικρά, δεν ξέραμε, δεν νιώθαμε, ούτε τον τρόμο, ούτε την πείνα. Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί μετά τα δέκα και 15 χρόνια του. Μικρός, όταν είναι, δεν μπορεί να αισθανθεί τι γίνεται.
Η μητέρα μου έλεγε διάφορες ιστορίες οικογενειακές. Η δύστυχη, η καλή μου μάνα, πόσο ήρεμη και καλή, πόσα πέρασε! Ούτε άγχος, που ακούμε τώρα, ούτε τίποτα. Όταν, πριν το 1913 μου έλεγε ένα περιστατικό, βέβαια, ό,τι άκουσα από τη μητέρα ή όταν ήταν στα καλά της, η μητέρα (Σημείωση: Η μητέρα της, Δέσποινα, η γιαγιά μου, στο τέλος του βίου της (γύρω στα 65 έως 76 χρόνια της) είχε πάθει άνοια).
. Η γιαγιά [Χαρίκλεια ] πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή με τη Λειτουργία. Ο πατέρας έψελνε, εθελοντικώς. Ήταν ψάλτης, του άρεσε. Η γιαγιά πήγαινε πρωί-πρωί. Η μητέρα ήθελε να πάει πιο αργά, μέχρι να τακτοποιήσει τα παιδιά, εμένα. Ήθελε να στολιστεί, να βάλει τα καλά της να πάει. Πήγαινε επάνω στον γυναικωνίτη. Ο γυναικωνίτης είχε έξω τη σκάλα. Η γιαγιά πήγαινε μέσα κάτω στην εκκλησία, δεν την έβλεπε [κανείς]. Απόλυε η εκκλησία. Η μητέρα ήθελε να φύγει, πάλι πρώτη, να τρέξει να προλάβει, θες τα παιδιά, τον παππού [Ευστάθιο] το σπίτι. Η γιαγιά ήθελε να πιάσει κουβέντα, με καμιά πατριώτισσα, γειτόνισσα [και] αργούσε να έρθει. Ερχόταν [και] έλεγε: «Αχ, παιδάκι μου, δε σε είδα που ήσουν ντυμένη σήμερα, που φορούσες όλα σου τα καλά, να σε καμαρώσω». «Ε, μητέρα, είχα δουλειές, έπρεπε να έρθω γρήγορα» [έλεγε η μητέρα μου]. «Ε, βρε, παιδάκι μου, δε σε είδα στολισμένη».[Η μητέρα μου] φορούσε όλα της τα καλά, τις αλυσίδες, τις λίρες, τα φλουριά της. Έτσι συνήθιζαν τότε, να τα φοράει, τα βραχιόλια της, τα σκουλαρίκια της. Την είχαν ωραία αρματωμένη, σαν βασίλισσα. Όλος αυτός ο πλούτος [ήταν] πριν φύγουν το 1914 [στον πρώτο διωγμό]. Τον είχαν τον ξεσηκωμό. Λέει ο αδερφός της: «Δεσποινιώ, πού έχεις τα χρυσαφικά σου, να τα πάρουμε». «Τα έχω κάτω από τη σκάλα, έχω ένα τούβλο βαλμένο». Και πήγε και τα πήρε. Τα πήρε και της τα έδωσε και τα περάσαμε το 1914, τα οποία αυτά πουλήσαμε μετά το ’14, ’15, 16, που ήταν οι πόλεμοι. Εδώ στην Ελλάδα και η πείνα στη Μυτιλήνη, στα νησιά και με αυτά ζήσαμε. Τριάντα οκάδες στάρι η χρυσή καδένα με το ρολόι, φλουριά, λίρες, πεντόλιρα, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, το χρυσό ρολόι του πατέρα, όλα αυτά. Θυμάμαι, ένα βραχιόλι ολόχρυσο, ήταν σαν λαστιχάτο, μου το είχε βάλει και εμένα, για πέντε οκάδες κουκιά, το έδωσε. «Όλα αυτά για να σώσω τα παιδιά μου, τι να τα κάνω τα χρυσαφικά» [έλεγε].( Σημείωση: Γι’ αυτήν την πείνα και ανέχεια, που πέρασαν τότε, υπάρχει στο Κεφάλαιο Ε΄ μια αληθινή ιστορία με τίτλο: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν», την οποία, την τοποθέτησα χρονικά ότι έγινε στον Βόλο, το 1922, ενώ έγινε στον Α΄ Διωγμό το 1914). Και όταν ήρθαμε δεν είχαμε χρυσαφικά. Κάτι μηδαμινά. Ένα ζεύγος σκουλαρίκια, δευτέρας ποιότητας, μια καρφίτσα και έναν σταυρό. Δεν μας έμεινε πια τίποτα. Δεν είχαμε τώρα ούτε χαλιά, όπως είχαμε στον πρώτο διωγμό, ούτε κρυστάλλινα, ούτε καθρέπτες. Ο πλούτος και τα καλά είχαν μείνει στον πρώτο διωγμό, το 1914, με τις λάμπες εκείνες τις πολύχρωμες, με τους καθρέπτες, τα χαλιά, με το στολισμένο σπίτι, μ’ όλα τα καλά. Τώρα ήταν τα απαραίτητα. Τραπέζι, καρέκλες, καναπές, τα συνηθισμένα. Τα μπακίρια τα λίγα, όχι εκείνος ο παλιός πλούτος».
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το