Πολιτισμός

1922: Έξοδος-Προσφυγιά-Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια
Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς

Ο πρώτος διωγμός του 1914
Γενικά προλογικά στοιχεία του επιμελητή της έκδοσης
Σήμερα, ανήμερα των Χριστουγέννων, θα γυρίσουμε πίσω στις πρώτες σελίδες του βιβλίου «Ακούω τη Μικρασιάτισσα Μάνα μου…» και θα διαβάσουμε στο πρώτο κεφάλαιο για τον πρώτο διωγμό του 1914. Στον πρώτο αυτό διωγμό η Τουρκία – ενόψει του Α’ Παγκοσμίου πολέμου – εφάρμοσε σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων που κατοικούσαν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Τότε απομακρύνθηκε η οικογένεια του Γεωργίου Σταθαρά για τέσσερα σχεδόν χρόνια από το χωριό τους και εγκαταστάθηκε «προσωρινά» στο νησί της Λέσβου. Διαβάζουμε στο βιβλίο:
«Τον πρώτο διωγμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους του 1914, διοργάνωσε, μεθόδευσε και έθεσε σε εφαρμογή το νεοτουρκικό καθεστώς κατά των χριστιανικών πληθυσμών των μικρασιατικών παραλίων.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1919 παρέδωσε στον έλεγχο και την κρίση του πολιτισμένου κόσμου τη «ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟ Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918)» (Εκδόσεις Αρσενίδη, σελ. 416). Το φοβερό αυτό ντοκουμέντο αποτελεί συστηματική καταγραφή των διώξεων, λεηλασιών και κάθε είδους καταστροφών που εξαπέλυσε το τουρκικό κράτος κατά του ελληνικού στοιχείου, που ήταν εγκατεστημένο στην επικράτειά του, κατά τη χρονική περίοδο 1914-1918… Διαβάζουμε στον Πρόλογό του (σελ. θ’ και ι’): «…Και εφηρμόσθη τότε σατανικώτατον σχέδιον αγρίου διωγμού και εξετοπίσθησαν ηβηδόν (σ.σ. από τη νεανική ηλικία και πάνω) ολόκληροι ελληνικοί πληθυσμοί της Θράκης και των παραλίων της Μ. Ασίας ανερχόμενοι εις 284.172 ψυχών… Τοιουτοτρόπως δε πληθυσμός ομογενής εκ 490.063 ψυχών, διασπαρείς ανά τα όρη, τας χαράδρας και τα τούρκικα χωρία, υπέστη εν τοις πλείστοις τον εξ ασιτίας, του ψύχους και των στερήσεων εν γένει θάνατον…».
Σ’ αυτό το βιβλίο που περιγράφονται οι διωγμοί στα διάφορα χωριά και πόλεις, αναφέρεται και το χωριό της Μητέρας μου Κλησέκιοϊ (σελ. 190): «Εν Κλησέκιοϊ η εξαμελής οικογένεια Χρήστου Τσαγκάρη εδολοφονήθη, ως εδολοφονήθησαν και οι εκ των προκρίτων Σκάλας-Κλησέκιοϊ Μαλλής και Προκόπιος Θεοδοσίου, του δε δευτέρου η σύζυγος απήχθη εις τα όρη υπό των κακούργων».

Το εξώφυλλο του βιβλίου «ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1919)» που έκανε έκδοση το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1919

Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.1978, τόμος ΙΕ’, σ. 98-102) στο ειδικό κεφάλαιο «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΣΕ ΔΙΩΓΜΟ» εκτίθενται αναλυτικά τα αίτια και τραγικά γεγονότα του Αου αυτού Διωγμού του 1914. Διαβάζουμε, αποσπασματικά, μερικές γραμμές: «Οι διωγμοί άρχισαν στα τέλη του 1913 με τη βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης. Το Μάιο του 1914 με την καθοδήγηση των Γερμανών (σ.σ. διάβαζε για τον Γερμανό στρατηγό Λίμαν Φον Σάντερς -Liman von Sanders- που από το 1913 είχε αναλάβει τη στρατιωτική διοίκηση της Τουρκίας!) επεκτάθηκαν οι διωγμοί και στη δυτική Μικρά Ασία… Για την εκκένωση της περιοχής που βρίσκεται απέναντι από τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου από τον ελληνικό πληθυσμό προβλήθηκαν λόγοι στρατιωτικής άμυνας. Με διαταγή της τουρκικής κυβέρνησης (14 Μαΐου 1914) δίδονται διαταγές βίαιης εκτόπισης και για τη διεξαγωγή της επιχείρησης εκτοπισμού του ελληνικού πληθυσμού, χρησιμοποιήθηκαν γερμανικές μέθοδοι… Περίπου 130.000 Έλληνες ξεριζώθηκαν τότε από την περιοχή της Ερυθραίας (Τσεσμές, Καραμπουρνού, Αγία Παρασκευή κ.ά.), καθώς και από το Αδραμύττιο, το Δικελί, την Πέργαμο και τη Φώκαια».
Η Μητέρα, παρακάτω, αναφέρεται στα γεγονότα του 1914, όχι όμως ακριβώς στο έτος αυτό, αλλά και πριν και μετά από αυτό, μέχρι τις παραμονές της Φυγής τους, τον Αύγουστο του 1922. Μιλάει για πολλά πράγματα: Για την οικογένειά της, για την καταγωγή τους, για το χωριό τους, για τους ανθρώπους του. Αναφέρεται στη ζωή τους ως πρόσφυγες, τέσσερα χρόνια, στο νησί της Λέσβου και στην επιστροφή τους στο χωριό τους το 1919. Ως επιμελητής της έκδοσης, από τη σειρά των συνεντεύξεών της Μητέρας, απομόνωσα όσα αναφέρονται στα προ του 1922 χρόνια της ζωής τους στη Μικρά Ασίας (χωριό Κλησέκιοϊ της Περγάμου) και στη Λέσβο ως πρόσφυγες του Α’ Διωγμού του 1914.
[Για το χωριό της και την οικογένειά της πριν το 1914] (Συνέντευξη στις 26-08-1982)
Εγώ: Εφέτος κλείνουν 60 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή 1922-1982. Στη Νέα Ιωνία έγιναν γιορτές για να τιμηθεί αυτή η επέτειος. Η Μητέρα μου, που εκείνα τα χρόνια, το 1922, ήταν δώδεκα χρόνων κοριτσάκι και θυμάται πολλά πράγματα, θα μας πει για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ας αρχίσουμε όμως, σιγά-σιγά, από πιο μπροστά. Για πες μας, Μητέρα, εκεί στη Μικρά Ασία, πού κατοικούσατε και γενικά για την οικογένειά σας και μετά θα πάμε για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Μητέρα: Κατοικούσαμε στο Κλησέκιοϊ της Περγάμου. Εκεί ο παππούς μου είχε εγκατασταθεί πριν από πολλά χρόνια και έκαναν την περιουσία τους. Τον παππού μου τον έλεγαν Ευστάθιο Σταθαρά, τον δε γιο του, Γεώργιο Σταθαρά, τον πατέρα μου. Ήταν μεγαλοκτηματίας και καταγόταν από το Πήλιο, από την Ελλάδα, απ’ τον Κισσό. Εκεί στη Μικρά Ασία ασχολούνταν με το μεγάλο περιβόλι. Είχανε γενικό εμπόριο, μπακάλικο, μετά γέρασε κι εγκαταστάθηκε στο Κλησέκιοϊ.


Το Κλησέκιοϊ ήταν ένα μεγάλο χωριό με Έλληνες και Τούρκους και όλο είχε ελιές, γι’ αυτό και στα αρχαία χρόνια λεγόταν Ελαίαι. Ο κόλπος, που ερχόταν τα καΐκια, ήταν μισή ώρα μακριά από τη θάλασσα και λεγόταν «Ελαϊτικός κόλπος» (σημείωση. Εδώ είναι αναγκαίο να αναφέρουμε μερικά ιστορικά στοιχεία για την αρχαία πόλη Ελαίαι που βρήκα στο Διαδίκτυο: «Η Ελαία ή Ελέα ήταν μία αρχαία πόλη της Αιολίδος στη Μ. Ασία το λιμάνι της αρχαίας Περγάμου… Ο Leake στους χάρτες του, τοποθετεί την Ελαία στο Ζεϊτινλί που τότε λεγόταν Κλισελί, στον δρόμο από τα νότια της Περγάμου…»). (Πηγή: Facebook. Ιστότοπος: Προγονικές Εστίες. Άρθρο του Σταύρου Π. Καπλάνογλου, στις 16 Μαΐου 2019).
«Πατέρας μου ήταν ο Γεώργιος, μοναχογιός και πήρε γυναίκα από το χωριό Κλησέκιοϊ. Πήρε τη Δέσποινα [Κυρμουτσέλη]. Είχαμε αρκετή περιουσία, φαίνεται, γιατί είχαμε ένα όνομα μεγάλο, που τον πατέρα μου πάντοτε τον κυνηγούσανε οι Τούρκοι, καθώς αφηγείτο η μητέρα. Πολλές φορές χτυπούσαν οι Τούρκοι, πριν το ’14, την πόρτα και ερχόταν και ζητούσαν λίρες από τον παππού ή τον γιο του. Τι να κάνει ο παππούς, αναγκαζόταν να δίνει λίρες.
Κάποτε τον έστειλε μακριά, στη Μαγνησία, στην Τσομπανισά και εκεί τον παρακολούθησαν και πήγαν και τον βρήκαν. Τέλος πάντων αυτά γινόταν προ του ’14 (1914).
Μετά, όπως μου αφηγείται η μητέρα και ο πατέρας, το 1912 τον κάλεσαν στρατιώτη, η Ελλάδα. Άκουσε, διάβασε από τις εφημερίδες ότι τον κάλεσαν στρατιώτη στην Ελλάδα. Ο παππούς όταν το άκουσε τρόμαξε. Ένα μοναχόπαιδο [είπε] να στείλω το παιδί στην Ελλάδα; Ο πατέρας λέγει: Όχι, πατέρα, πρέπει να πάω. Θα πάω να υπηρετήσω γιατί μας καλούν στην Ελλάδα. Πατέρα, πρέπει να φύγω. Πώς να πάω; Όχι, πατέρα, έχω οικογένεια. Τότε είχε δύο παιδιά. Τον Κωνσταντίνο και τη Μαρία (εμένα και τον θείο Κώστα). Μετά έφυγε, αλλά έφυγε κρυφά από τους Τούρκους και από τους δικούς μας. Κανείς δεν ήξερε πού πήγε ο Γιώργης. Ήξεραν οι Τούρκοι ότι στην Ελλάδα, στο Πήλιο, στον Κισσό, είχαν σπίτια ο Γεώργιος και Ευστάθιος Σταθαράς, είχαν έλθει και παραθέριζαν. Μόνον ο θείος Γιάννης, ο αδελφός της μητέρας μου [Δέσποινας] η μητέρα μου και ο παππούς. Τρία άτομα ήξεραν ότι έφυγε για στρατιώτης.
Σ’ αυτό το αναμεταξύ, παρουσιάστηκε ο πατέρας στρατιώτης εδώ στην Ελλάδα, έστελνε γράμματα, αλλά μέσα έγραφε στα γράμματα: «Το σπίτι, αχ, αργούνε να το φτιάξουν οι μαστόροι. Για να δικαιολογήσει στους Τούρκους «πώς, χανούμ κυρά-Δέσποινα, νέα γυναίκα μοναχή;». «Ε, τι να κάνει, φτιάχνει το σπίτι, φτιάχνει το σπίτι και τον γελούν οι μαστόροι». Ο δε παππούς έλεγε: «Έ, τι να κάνει, μοναχόπαιδο είναι, ας γυρίζει, μας γελάν και οι μαστόροι με το σπίτι». Και έτσι πέρασε ο καιρός, ώσπου να απολυθεί από τον στρατό. Ήρθε στη Μικρά Ασία (σημείωση: Γι’ αυτό το συμβάν θα διαβάσουμε στο Κεφάλαιο Ε’ μια αληθινή ιστορία με τίτλο «Το σπίτι»).
Στη Μικρά Ασία, όταν ήρθε, ήταν του Ευαγγελισμού και τότε βγήκε στη Σμύρνη. Εκεί βγαίνουν τα βαπόρια. Βγήκε και ο πατέρας με ένα καλάθι φρούτα, μήλα, για να τα πάει στον μεγάλο τον Τούρκο, αυτόν τον μεγάλο αρχηγό-κλέφταρο, δε θυμάμαι πώς τον λέγαν. Αλλά κατά τύχην, εκεί στη Σμύρνη, ήθελε να πάει στο Προξενείο να διορθώσει τα χαρτιά του. Εκεί, κατά τύχη, να είναι όλοι οι προύχοντες οι Τούρκοι στη Σμύρνη, να τον δουν. «Ω, καλώς ήρθες, εφέντη Γιώργη, πώς και τι;». «Ετελείωσε το σπίτι και ήρθα», τους έλεγε. Οι δε Τούρκοι είχαν ένα δικαστήριο, που είχε γίνει ένα φόνος στο χωριό και είχαν πάει όλοι στη Σμύρνη.
Μετά, όταν ήλθε στο χωριό, ο πατέρας έφερε το καλάθι με τα μήλα και έφερε στα Τουρκάκια και στα Ελληνόπουλα τετράδια και μολύβια, να τους δώσει δώρα από την Ελλάδα.
[Το παράθυρο του σπιτιού μας] (Συνέντευξη στις 26-08-1982)
Εγώ: Μήπως θυμάσαι τίποτα άλλο από τα προηγούμενα; Για πες μας δυο κουβέντες για «το παράθυρο».
Μητέρα: Στο σπίτι μας είχαμε ένα παράθυρο, που το παράθυρο αυτό έβλεπε μες την αυλή του Τούρκου. Ο Τούρκος λέει: «Γιώργη να το κλείσεις το παράθυρο γιατί μέσα στην αυλή μου κυκλοφορούν οι χανούμισσες και όπως ξέρετε δεν επιτρέπεται να τις βλέπετε, ούτε οι ίδιοι οι Τούρκοι». Τότε, τι να κάνει, το έκλεισε. Και από μέσα το έκανε ντουλάπι και απ’ έξω το είχε σοβαντίσει και θυμάμαι, έβλεπα, είχε χαράξει ένα σταυρό, έγραψε 1909 και Γ.Σ. και πάνω απ’ το σταυρό είχε φτιάξει ένα πουλί, τον αητό, τον δικέφαλο αητό, τον είχε χαράξει (σημείωση: Για αυτό το συμβάν, που έγινε στην επιστροφή τους από τον πρώτο Διωγμό του 1914, θα διαβάσουμε στο Κεφάλαιο Ε’ μια αληθινή ιστορία με τίτλο «ο παράθυρο»).
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το