Πολιτισμός

1922: Έξοδος-Προσφυγιά-Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια
Δημήτρης Κωνσταντάρας – Σταθαράς

Ενδέκατο δημοσίευμα
Εγκατάσταση στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας
Από το σημερινό δημοσίευμα αρχίζει νέο κεφάλαιο για τη ζωή της προσφυγικής οικογένειας του Γεωργίου Σταθαρά. Το καλοκαίρι του 1924, μαζί με άλλες προσφυγικές οικογένειες, κάνουν «κατάληψη» («πιάνουν δωμάτιο» λέει η Μητέρα μου) στον νεοαναγειρόμενο προσφυγικό συνοικισμό του Βόλου, «πέραν του χειμάρρου Κραυσίδωνος», στην αγροτική τοποθεσία «Ξηρόκαμπος» στα βόρεια του Βόλου. Την ακούμε:
[Πιάνουν ένα σπίτι-δωμάτιο] (Συνέντευξη στις 26-08-1982)
Μείναμε δυο χρόνια [στο σπίτι της οδού Μεταμορφώσεως] και μετά μάθαμε ότι… Ναι. Μάθαμε ότι κτίζονται εκεί σπίτια. Ο πατέρας μου – είχαμε απέναντι και μια άλλη (προσφυγική) οικογένεια – λέει: «Θα πάμε, να πιάσουμε δωμάτιο. Τέλος πάντων, άφτιαχτα. Μόνον οι πόρτες ήταν περασμένες, ούτε σουβάς, ούτε κάτω τίποτα, ούτε τσιμέντο, τίποτα. Αρκεί που ήταν σκεπασμένα. Το ’μαθαν οι πρόσφυγες, μέσα από τις αποθήκες, που καθόταν, εμείς από ’κεί, και τρέξαμε να πιάσουμε. Ποιος να πιάσει ένα δωμάτιο…
Εκείνο το βράδυ, που απλώσαμε τα ρούχα, τέλος πάντων, να κοιμηθούμε [στο προσφυγικό σπίτι], λέει ο πατέρας μου και έκλεισε την πόρτα, ούτε την κλείδωσε, ακούμπησε στην πόρτα και είπε: «Δόξα τω Θεώ. Απόψε θα κοιμηθώ, Δεσποινιώ, ήσυχος. Δεν θα μας κυνηγούν οι Τούρκοι». Λέει η μητέρα μου: «Γιώργη μου, για κοίταξε τριγύρω, πάνω σε χώμα [κοιμούνται] τα παιδιά μας». «Δεν πειράζει, δεν πειράζει, αρκεί που μπήκαμε σε στέγη» (σ.σ. για το περιστατικό αυτό, υπάρχει στο Κεφάλαιο Ε’ μια αληθινή ιστορία με τίτλο «Η πόρτα»). Τέλος μας έδωσαν ένα αχυρένιο στρώμα. Αν δε το σηκώναμε σε μια μέρα, οι κάπαρες μπαίνανε μέσα στα…
[Συνέχεια: Εγκατάσταση στο προσφυγικό σπίτι στη Νέα Ιωνία]

Το σπίτι που «έπιασε» (έκανε «κατάληψη») η οικογένεια Γεωργίου Σταθαρά στον «εν Ξηροκάμπω προσφυγικό συνοικισμό του Βόλου», στο Τετράγωνο Θ, αριθμός 60, το καλοκαίρι του 1924. Ήταν ένα σκέτο δωμάτιο (κάμαρα), το μπροστινό, ενώ το πίσω το έπιασε άλλη οικογένεια. Η μεγάλη μουριά που σκεπάζει το σπίτι φυτεύτηκε αργότερα (1925-1926) και ο αυλόγυρος κτίστηκε μετά το 1945. Η φωτογραφία είναι του 1962 και το ποδήλατο το αγόρασα τότε που ήμουν νεαρός δάσκαλος. Ο στενός δρόμος (οδός Ακριτών, τότε) είναι τσιμεντοστρωμένος (δήμαρχος Απ. Βολίδης) και στο βάθος αριστερά διακρίνεται η περίφραξη της πλατείας Ευαγγελίστριας που έγινε τότε (1962) από τον δήμαρχο Απ. Βολίδη

Μητέρα: Δεν είχε δρόμους. Ήταν το Τετράγωνο Θ’, αριθμός 60. Έπιπλα δεν είχαμε τίποτα. Τα σπίτια ήταν ίδια με τα άλλα. Μάλιστα, άρχισαν οι άνθρωποι κάτι να φτιάχνουν. Και ήταν ένας Σμυρνιός που έκανε τραπέζια και άλλα. Λοιπόν, πήρε η μητέρα ένα τραπέζι, δεν είχαμε τραπέζι. Το έβαλε μέσα στο δωμάτιο, μια πιατοθήκη, δυο καρέκλες. Έρχεται ο πατέρας απ’ έξω, ακόμη δεν υπήρχαν ούτε αριθμοί, ούτε τίποτα, βλέπει την πόρτα ανοιχτή, κοιτάει και λέει: «Μπα, εμείς δεν είχαμε τραπέζι (σ.σ. αυτό το τραπεζάκι το είχαμε στο προσφυγικό μας σπίτι για πολλά χρόνια. Στο Γυμνάσιο που πήγαινα (1947-1953) και αργότερα στην Παιδαγωγική Ακαδημία (1954-1956) το είχα για «γραφείο» και στο συρταράκι του τοποθετούσα τα μολύβια, το μελανοδοχείο, τον κονδυλοφόρο, ένα υποδεκάμετρο και άλλα μικροσχολικά είδη. Αυτό «επέζησε» μέχρι το 1998 και το είχα στην ταράτσα του νέου σπιτιού μας στη Νέα Ιωνία (οδός Κρήτης 8 με Δημοκρατίας)). Δεν είναι αυτό το σπίτι μας [και έφυγε]. Η μητέρα μου τον είδε και τον φώναξε: «Γιώργη, Γιώργη, πώς φεύγεις; Λέει ο πατέρας: «Έκανα λάθος. Νόμιζα, δεν ήταν το σπίτι μας». Είχαμε και τέτοια περιστατικά.
Ήταν καλοκαίρι το 1924. Ημερομηνία δεν θυμάμαι. Ιούνιος ήταν, Αύγουστος ήταν; Πρέπει να ήταν Ιούλιος, γιατί άρχισαν να πηγαίνουμε στα καπνά. Αρχίσανε να φυτεύουν ορισμένοι πρόσφυγες, που είχαν έλθει από τα Θείρα… δεν ξέρω από πού και ξέραν από καπνό και μας παίρναν εμάς από τη Νέα Ιωνία, στη γέφυρα και άλλοι από τον Βόλο μας έβαζαν σε αυτοκίνητα και μας πήγαιναν στα Πευκάκια και φύτευαν καπνά. Εγώ ήμουν μικρή και έδινα νερό και φυτό. Παρόλο, που ήμουν 12-13 χρονών. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να κάνει δουλειά, γιατί στο χωριό του δεν δούλευε, ήταν κτηματίας. Και, ο καημένος, αρρώστησε μετά, παρόλο που ήταν νέος, Ήταν 44 χρονών και 46 χρονών πέθανε από άσθμα. Είχε άσθμα και υπέφερε. Δούλευε η μητέρα κι «εγώ», έλεγε ο πατέρας «αχ, Δεσποινιώ, δουλεύεις εσύ και κάθομαι εγώ». «Δεν πειράζει Γιώργη μου. Δεν πειράζει. Κάποτε ήσουν…, τώρα δεν πειράζει» [τον παρηγορούσε η μητέρα μου]. Ήταν 46 χρονών, όταν πέθανε και τον νόμιζες ότι είχε γεράσει, πριν την ώρα του.
[Η μικρή Μαρία διακόπτει το σχολείο] (Συνέντευξη 21-04-1992, η τελευταία)
Εγώ: Εσύ έφυγες από το σχολείο [της Νέας Ιωνίας;].

Μητέρα: Όχι. Εδώ μόλις ήλθα [στη Νέα Ιωνία] θα πήγαινα. Μια βδομάδα;, δυο βδομάδες; δε θυμάμαι, ερχόταν τα Χριστούγεννα. Τότε βάζανε για τις γιορτές διαγωνισμό να κάνουμε. Εγώ έφυγα, γιατί ο πατέρας είχε αρρωστήσει από το 1914. Επειδή το ’23, το Νοέμβριο μέχρι το Φεβρουάριο έκανε δάσκαλος στον Κισσό, και τότε έκανε πολλά χιόνια. Χιόνιζε μέχρι τα παράθυρα και κρύωσε ο άνθρωπος. Ήταν μόνος του, μας είχε αφήσει εδώ, και από τότε δεν μπορούσε να εργαστεί και αναγκάστηκε να με γράψει. Ήμουν 12 χρονών όταν σταμάτησα το σχολείο. Στο κάτω σχολείο [εννοεί στο 1ο Δ.Σ. Μεταμορφώσεως] στο θηλέων, παρόλο που ήμουν στην Τετάρτη, ήμουν 12 χρονών. Γιατί πήγαμε μεγαλούτσικα.
Εγώ: Και μετά χάθηκες, δε φαίνεσαι να είσαι εδώ γραμμένη [στα Βιβλία των προσφυγικών σχολείων Νέας Ιωνίας].
Μητέρα: Δεν πρόλαβαν [να με γράψουν. Πήγα] καμιά-δυο βδομάδες. Κάθησα δυο βδομάδες, ώσπου να συγκεντρωθεί και το σχολείο, ήταν αρχές. Έφυγα, γιατί έπρεπε να εργαστώ. Ήμουν λεπτή και ψηλή και φαινόμουν μεγαλύτερη από 12 χρονών, μέχρι 15-16 χρονών. Και λέει [ο πατέρας] «σήμερα έγραψα τη Μαρία μεγάλη». Το λέει ο πατέρας μου: «Δεσποινιώ, σήμερα έκανα…». «Τι έκανες, Γιώργη μου;». «Έγραψα τη Μαρία μεγάλη, για να δουλέψει γιατί εγώ δεν μπορώ. «Δεν είναι τίποτα [λέει] εκείνη. Δεν ήξερε γράμματα και λέει «δεν είναι τίποτα», ενώ ο πατέρας μου που ήξερε και διάβαζε κάθε μέρα [απαντά]. «Αχ, Δεσποινιώ! το παιδί έπρεπε να βγάλει τουλάχιστον το δημοτικό» (σ.σ. για το περιστατικό αυτό υπάρχει στο Κεφάλαιο Ε’ μια αληθινή ιστορία με τίτλο «Απεχώρησεν δι’ εργασίαν». Θα τη διαβάσουμε στα επόμενα δημοσιεύματα)…
[Η Μαρία σε καπνά και εργοστάσια-Παιδική εργασία] (Συνέντευξη 21-04-1992, η τελευταία)

Από το βιβλίο «Ακούω τη Μικρασιάτισσα Μάνα μου…» της Μαρίας Γ. Σταθαρά

Τέλος πάντων, άρχισα [να δουλεύω]. Πήγα στου Παπαγεωργίου πρώτα. Μετά με σταμάτησαν. Ήταν το παλιό εργοστάσιο. Λεγόμουν «καθαρίστρια». Ψάχναμε τα υφάσματα να βρούμε κόμπους, κλωστές που αφήνουν στον αργαλειό, που δένουνε, όχι εγώ [μόνο], πολλές ήμασταν. Μετά από κει μας σταμάτησαν. Έφυγα, πήγα στα καπνά. Εγώ ήμουν μικρή και μια Αρμενοπούλα, τη θυμάμαι, πήγαμε στα καπνά. Ανοίγαμε, τα βρέχαν λιγάκι και ανοίγαν τα φύλλα, για να μη σπάνε και τα κάναμε σαν κουκλάκια και τα δέναμε. Θα ήταν κάνας μήνας δούλεψα στο καπνά στου Φασούλα, σε αποθήκη. Ήμασταν πολλές γυναίκες, αλλά εγώ και μια Αρμενοπούλα, ήμασταν τα πιο μικρά. Από κει μας σταμάτησαν, κάνα μήνα δούλεψα εκεί. Πήγα σε άλλη δουλειά. Πήγα σε ένα κυτιοποιείο, που έκανε τα κουτιά του Ματσάγγου. Ούτε ξέρω τι έκανα εκεί. Διάλεγα τα κουτιά, τι έκανα; Μετά με σταμάτησαν από κει. Δεν πέρασε μια βδομάδα, κάηκε το εργοστάσιο και άνοιξε ο Ματσάγγος, έκανε κυτιοποιείο μέσα στο εργοστάσιό του. Είχε μεγαλώσει, ήτανε πάνω στη φούρια. Είχε πολλές προσφυγοπούλες, όλες προσφυγοπούλες ήταν, αν ήταν πέντε τις εκατό (5%) οι ντόπιες στου Ματσάγγου. Το άλλο προσωπικό ήμασταν όλες προσφυγοπούλες. Πήγα στου Ματσάγγου πάλι. Άνοιγα φύλλα από τις αρμάθες, χαρμάνι, το λένε. Άνοιγα φύλλα καπνά. Πολλές γυναίκες, κορίτσια. Ερχόταν ένας επιστάτης, τα έβρεχε και οι γυναίκες, σήκωνε τις κοπέλες – εγώ ήμουν μικρή – να ρίχνουν με τις αγκαλιές τα φύλλα για να μπερδεύονται».
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το