Πολιτισμός

1922: Έξοδος – προσφυγιά – εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια
Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς

Τρίτο δημοσίευμα
Όπως σημειώσαμε και στην αρχή, ο αναγνώστης θα διαβάσει το ίδιο γεγονός σε «επανάληψη» και ίσως δυσανασχετήσει και πει «μα αυτό το ξαδιαβάσαμε». Για τις «επαναλήψεις» αυτές, ο Γιώργος Παπαβαγγέλης (ιστορικός-MSt History Πανεπιστημίου Οξφόρδης) σημειώνει («ΘΕΣΣΑΛΙΑ», άρθρο του «Η Ηχώ της Μνήμης», Κυριακή 17-07-2022): «Καθώς οι καταγραφές καλύπτουν μια περίοδο μαγνητοφωνήσεων μεγαλύτερη των δύο δεκαετιών, γυρίζοντας σελίδα σε αυτό το βιβλίο ερχόμαστε απέναντι σε περιγραφές των ίδιων γεγονότων και καταστάσεων ξανά και ξανά. Εδώ, όμως, ο χαρακτηρισμός «επανάληψη» θα ήταν ανακριβής, καθώς τίποτα δεν επαναλαμβάνεται πραγματικά. Κάθε μαρτυρία είναι ένα μοναδικό θραύσμα του εσωτερικού κόσμου της Μαρίας Σταθαρά, παγωμένο σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, που περιέχει όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που η μνήμη και η περισυλλογή αντανακλούν». Και μετά από αυτές τις εξηγήσεις για τις «επαναλήψεις», που έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ακούμε τη Μικρασιάτισσα Μάνα μου να μας λέει (όλο αυτό το τρίτο κείμενο είναι από τη συνέντευξή της στις 15-07-1984):
«[Οι ανησυχίες του πατέρα μου για την κατάσταση]
Ο πατέρας έπαιρνε τακτικά εφημερίδα. Τα πράγματα άλλαξαν. Εμείς οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε. Εκείνος έπαιρνε κάθε μέρα εφημερίδα. Την «Αμάλθεια» και τον «Κήρυκα», που ερχόταν από τη Σμύρνη. Άρχισαν οι τσέτες να οργανώνονται. Οι Τούρκοι, ο άτακτος στρατός τσέτες. Στο τάδε χωριό, μπήκαν μέσα στο καφενείο, πήραν τον τάδε και τον σκότωσαν, τον πρόεδρο. Στο τάδε χωριό πήραν το τάδε παλικάρι, το σκότωσαν.


Ο πατέρας μου, που τον υπολόγιζαν, χρήματα δεν είχε, εκτός από το μεγάλο κτήμα και το όνομα το μεγάλο, αλλά όταν έχεις όνομα νομίζουν ότι έχεις – σου λέει – θα πουλήσεις αυτό. Ήταν όλο ξεσηκωμένος και εκνευρισμένος, δεν ήταν ήσυχος. Διάβαζε και έβλεπε την κατάρρευση, τα πολιτικά πράγματα, τα οποία οι άλλοι, πιο απλοί άνθρωποι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Θυμάμαι, πολύ καλά, την ημέρα κοιμόταν και το βράδυ ήταν ξύπνιος και πήγαινε και κοιμόταν μέσα στο στάβλο. Ο στάβλος είχε ένα παράθυρο, που βγάζαν τις κοπριές.
Εμείς τα τρία παιδιά και η μητέρα κοιμόμασταν, είχαμε και ένα μικρό… στα επάνω δωμάτια. Έλεγε, Δεσποινιώ, αν έρθει κανείς, θα σπρώξεις – τόσο του έκοβε – τον τάδε τοίχο και ανοίξει τρύπα να τρέξεις να κρυφτείς.
Μια μέρα εμείς τα παιδιά ξεχάσαμε την πόρτα από το στενό, καθώς παίζαμε. Ούτε ξέραμε από φόβους. Κάτω των δέκα χρονών τα παιδιά δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν το φόβο. Παίζαμε ανέμελα. Μπαινοβγαίναμε. Ξεχάσαμε την πόρτα ανοιχτή από το στενό. Ξυπνάει ο πατέρας, έρχεται με πιάνει και μου δίνει ένα ξύλο, στα καλά καθούμενα. Δεν ήξερα. «Γιατί, γιατί άφησες την πόρτα ανοιχτή», [έλεγε]. Πρώτη φορά η μητέρα πήγε να με γλιτώσει και έφαγε κι αυτή μια. Το ξύλο το θυμάμαι. Είχε δίκιο ο δύστυχος, γιατί ζούσε όλο με φόβο.
Τη νύχτα δε, είχαν κάνει ομάδες – πολιτοφύλακες [που] βοηθούσαν την Αστυνομία. Η Αστυνομία ήταν λίγοι [άνδρες], για να μην έρθουν οι τσέτες και πάρουν και κάτι γίνει μες στο χωριό μας. Πότε πήγαινε ο πατέρας ή πότε πλήρωνε άλλον και πήγαινε. Είχαμε από τους τσέτες τις οικογένειές τους, καμιά σαρανταριά άτομα, που έμεναν σε μεντρεσέ. Μεντρεσές λεγόταν στο τζαμί. Άλλοτε ήτανε που βγαίναν οι χοτζάδες. Ήταν η σχολή των χοτζάδων. Μετά δεν τα χρησιμοποιούσαν, μέναν άδεια τα δωμάτια και εκεί έφεραν τις οικογένειες από τους τσέτηδες. Τους είχαν πάρει η Αστυνομία και έδιναν το «παρών».
Ένα βράδυ εμείς, εν τω μεταξύ… Σε αυτό το διάστημα ο πατέρας αναγκάστηκε να φύγει. Τα τελευταία γεγονότα το ’22, Ιούλιος ήταν, πήγε στο Δικελί για λίγες μέρες να ξεφύγει, έτσι του φαινόταν και είχαμε τη γιαγιά συντροφιά, είχαμε και το μικρό μωρό. Αν άκουγε η γιαγιά τα παράθυρα να τρίζουν «Αχ», έλεγε, «Δεσποινιώ, τρίζουν τα παράθυρα, πιστολιά ακούστηκε. Αχ, ο Γιάνκος» – απέναντι ήταν που είχε ελαιοτριβείο, ήταν από τη Μυτιλήνη – «αχ, έσβησε τη λάμπα του, κάτι έγινε». «Βρε, μητέρα, μη φοβάσαι, σε πήραμε για θάρρος και εσύ κατατρομάζεις», [έλεγε η μητέρα μου].
Ήρθαν, εν τω μεταξύ, οι τσέτες και πήραν τις οικογένειές τους καβαλάρηδες. Είχαν κρυφτεί στο νεκροταφείο το τούρκικο, στο μεζερλίκι, που λέγανε, μέσα στα τούρκικα μνήματα. Εκεί ήταν και ένα παιδί, που είχε τα καπνά του και την ημέρα τραγουδούσε. Είχε μαντολίνο το παιδί, ωραιότατο παιδί, φύτευε καπνά, μάζευε καπνά. Ήρθαν και το πήραν το παιδί, το χάσαν. Την άλλη μέρα ψάχνουμε να βρούμε της Πνιγούραινας το παιδί, τον Κυριάκο. Μας πήραν το παιδί, μας πήραν το παιδί, έφυγε. Αυτά τα φοβερά. Έτσι με μια ανησυχία, βέβαια, εμείς μικρά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τόσο. Ο πατέρας όλο ανήσυχος ήταν ο καημένος, Θεός σχωρέστον.
[Η ημέρα της φυγής τους. 23 Αυγούστου 1922.
Ο πανικός της φυγής]

Η «ΑΜΑΛΘΕΙΑ», ιστορική εφημερίδα της Σμύρνης από το 1838, που διάβαζε ο πατέρας της και μάθαινε τα νέα (φωτογραφία από το Διαδίκτυο)

Ήρθε ο Αύγουστος, 23 Αυγούστου. Εγώ μεγάλωσα λίγο και άρχισα να κάνω δουλειές και με την ξαδέρφη μου παραπιανόμασταν. Σφουγγάρισα, τακτοποίησα το τζάκι κάπως, σαν να βοήθησα τη μαμά και ήμουν κάπως χαρούμενη. Η μητέρα μου έλειπε. Ήρθε η μητέρα μου και της λέω «Κοίτα, μαμά, έκανα δουλειές». Αυτή αλαφιασμένη, η καημένη, άρχισε να μαζεύει πράγματα. «Αχ, αχ, θα φύγουμε, δεν είμαστε καλά, θα φύγουμε». Άρχισε να μαζεύει. Τέλος πάντων, νύχτωσε. Συγκέντρωσε κάποια πράγματα.
Το βράδυ, λοιπόν, μας πήγανε στον Ηλία τον Κοτσάμπαση, ήταν ένας νοικοκύρης καλός. Εκεί συγκεντρωθήκαμε κάμποσες οικογένειες. Τα παιδιά, μας είχαν σε ένα δωμάτιο, εκεί παίζαμε, γελούσαμε, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Τον πατέρα μου, που έλειπε – δεν ξέρω πώς – ο ένας με τον άλλον ειδοποιήθηκαν, γιατί άλλοι ήταν στον κάμπο, είχαν τα ζώα τους, φύλαγαν, έπρεπε να πάνε να τα πάρουν. Να φέρουν κάρα, να φορτώσουν το πρωί. Όλη τη νύχτα δούλευαν οι άντρες, να ειδοποιούνται να συγκεντρωθούν.
[Η φυγή από το χωριό τους-Αύγουστος 1922]
Την άλλη μέρα ξεκίνησε η πομπή για το διωγμό. Φεύγαμε. Δεν ήρθαν οι Τούρκοι να μας διώξουν – για να είμαστε ειλικρινείς – αλλά εμείς, επειδή κατέρρεε η Σμύρνη, κατέρρευσε και ο στρατός. Έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Και η χωροφυλακή, είχαν τη διαταγή. Μας ειδοποίησε η Αστυνομία ότι εμείς θα φύγουμε, «πρέπει και σάς βάλουμε μπροστά».
[Πορεία προς το Δικελί]
Τέλος ξεκινήσαμε. Εμένα με είχαν βάλει πάνω στο γάιδαρό μας – κυπραίικος γάιδαρος, ήταν με γκρίζο τρίχωμα και δυνατός – με το κοριτσάκι, που είχαμε. Τα άλλα παιδιά, τον Κώστα και το Νίκο, πάνω στο κάρο και πηγαίναμε για το Δικελί, διότι εκεί ήταν το επίνειο για να μας πάει στην Ελλάδα.
Μέσα σε ένα τσιφλίκι, λοιπόν, σταματήσαμε να ξεκουραστούμε, σαν όνειρο το θυμάμαι. Ο αστυνόμος είχε μείνει πίσω. Και, κατά τύχη, είχε αρραβωνιαστεί εκείνες τις μέρες και έβαλε και την αρραβωνιαστικιά του πάνω σε άλογο της χωροφυλακής, να ξεκινήσουν για να φύγουν. Εμείς ήμασταν μέσα στο τσιφλίκι αυτό – και θυμάμαι – είχε σαν μεγάλο βουνό [θημωνιές] τα στάρια. Από μακριά είδαν μια φάλαγγα να έρχεται με άλογα. Δεν είχαν σκεφτεί ότι ήταν ο αστυνόμος ο δικός μας «έρχονται, έρχονται οι τσέτες, τώρα που να κρυφτούμε;» [φώναζαν], και θυμάμαι, σαν να θέλαμε να μπούμε μες στο στάρι να χωθούμε [στη θημωνιά]. Σε λίγο, λοιπόν, λέει « λάθος είναι ο αστυνόμος μας με τη χωροφυλακή και τη μνηστή του, την οικογένεια της μνηστής».
[Στο Δικελί]
Σιγά-σιγά φτάσαμε στο Δικελί. Το Δικελί είναι απέναντι από τη Μυτιλήνη. Φαίνονται τα φώτα το βράδυ από τη Μυτιλήνη. Εκεί ξεπεζέψαμε σε κάτι δέντρα, μάλιστα, καρποφόρα δέντρα, μπαχτσές ήταν, τι ήταν; Καθίσαμε κάτω από τα δέντρα, ώσπου να βρούμε καΐκια. Εκεί είχαν μαζευτεί από όλα τα μέρη τα γύρω χωριά, Πέργαμο, Κινίκ, Σόμα. Κατέβαιναν πολλά χωριά. Κατέβηκαν στο Δικελί κόσμος πολύς.
Ο πατέρας άρχισε να ψάχνει να βρει βάρκα για να μας βάλει σε κανά [κανένα] βαπόρι ή κανά [κανένα] ψαροκάικο να φύγουμε. Έβλεπες τα ψαροκάικα ή τις βάρκες που ήθελες να πας να τις πάρεις, άλλος έριχνε πιστολιά, την τραβούσε προς το μέρος τα εκεί. Το μουράγιο στο κεφαλόσκαλο, ας πούμε, ήτανε βαπόρια, που έπαιρναν κόσμο, αλλά ήταν τόσο στοιβαγμένος ο κόσμος, που δεν μπορούσαν να μπουν όλοι. Ερχόταν ένα βαπόρι, γέμιζε, έφευγε. Αν προλάβαινες να μπεις καλώς, αν όχι έμενες. Οι άλλοι ψάχναν με τις βάρκες από δω από κει.
Χάσαμε τον πατέρα μας. Τέλος, ήρθαν τα ξαδέρφια μου, της μητέρας μου τα ανίψια και παίρνουν δύο τέγκια ρούχα «άντε θεία Δεσποινιώ, θα σας πάμε στο μουράγιο» [είπαν]. Τη βοήθησαν. Πήγαμε στο μουράγιο. Εκεί, μες το βαπόρι, της έριξαν δύο τέγκια. Εγώ κρατούσα το Νίκο, ο Κώστας κοντά μου. Η μητέρα κρατούσε το μικρό κοριτσάκι. Μπήκαμε μέσα στο βαπόρι. Τα ξαδέρφια δεν μπήκαν. Βόλεψαν εμάς, βόλεψαν την οικογένεια τη δική τους και δεν ήρθαν. Ήταν παλικάρια από 20-25 χρονών, τρία παιδιά ήταν. Ο θείος μου ο Γιάννης είχε δέκα παιδιά. Τα τέσσερα παιδιά, ένα-ένα πέρασαν από το σπίτι μας ως παραγιοί. Ο Στρατής, ο Γιώργος, ο Μήτρος και ο Μιχάλης. Ήταν σαν δικά μας παιδιά και μας βοήθησαν. Τον πατέρα μας τον είχαμε χάσει. Πήγε να βρει βάρκα ή κανένα ψαροκάικο. Χάθηκε».
Συνέχεια την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το