Πολιτισμός

1922: Έξοδος-Προσφυγιά-Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια
Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς

Τριακοστό πρώτο δημοσίευμα
Σήμερα δημοσιεύουμε την 4η «Αληθινή Μικρασιάτικη Ιστορία», που συνέβη ακριβώς τις μέρες που οι καραβιές έφεραν το ανθρώπινο φορτίο (διάβαζε: τους πρόσφυγες) στο λιμάνι του Βόλου, την Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 1922. Πηγή αφήγησης, πάντα η Μαρία Σταθαρά.

4. Για ένα καρβέλι ψωμί
«Οι αποβιβασθέντες πρόσφυγες εστερούντο
των πάντων. Ήσαν δε όλοι σχεδόν νηστικοί
επί διήμερον, πολλοί δε και πέντε ημέρες»
«Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ», Τρίτη 20-09-1922

Τούτες τις μέρες της αφθονίας των αγαθών, της ποικιλίας των τροφίμων και της κυριαρχίας των «σούπερ μάρκετ», όλο μου ’ρχεται στο μυαλό και δε μ’ αφήνει να χαρώ την πανδαισία των τροφίμων, μια προσφυγική αληθινή ιστορία για ένα ψωμί… Ναι, για ΕΝΑ ψωμί.
Βρισκόμαστε στον μαύρο Σεπτέμβρη του 1922. Καραβιές-καραβιές έρχονται οι πρόσφυγες από τα ιωνικά παράλια στα κυριότερα λιμάνια της πατρίδας μας. Μαζί τους ταξιδεύει ο θάνατος, η ορφάνια, η αρρώστια, η γύμνια και η πείνα. Αυτή η πείνα είναι μόνιμος συνταξιδιώτης των προσφύγων, που είναι στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες στο κατάστρωμα, στο σαλόνι, στ’ αμπάρια και σε κάθε σπιθαμή των καραβιών, που έρχονται από τη μικρασιατική ακτή.
Οι καπεταναίοι και τα πληρώματα κάνουν ό,τι μπορούν για να ταΐσουν όλο αυτό το πλήθος, που σκαρφάλωσε στα καράβια για να σωθεί από τη σφαγή και την ατίμωση του Τούρκου. Τα κυριότερα λιμάνια της χώρας μας κατακλύζονται από τον χείμαρρο της προσφυγιάς. Ανάμεσα σ’ αυτά και το λιμάνι του Βόλου. Τα καράβια φτάνουν το ένα κοντά στο άλλο ξεφορτώνοντας το ανθρώπινο φορτίο τους (τα ανθρώπινα απομεινάρια της νεότερης μικρασιάτικης τραγωδίας).
Μέσα σ’ ένα τέτοιο καράβι βρίσκεται και η οικογένεια του κυρ Γιώργη Σταθαρά με τη γυναίκα του Δέσποινα και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά τους, με μεγαλύτερη τη δωδεκάχρονη Μαρία. Όσο πλησιάζει το καράβι, οι πρόσφυγες μαζεύονται στο κατάστρωμα, στη γέφυρα, στις κουπαστές και κοιτάζουν με ανάμεικτα αισθήματα την πόλη του Βόλου, που απλώνεται μπροστά τους με φόντο το καταπράσινο Πήλιο και τα χωριά του, να λάμπουν στο διάφανο φως του απογευματινού. Το καράβι δεν έδεσε στο μουράγιο, έριξε άγκυρα λίγο μακρύτερα. Έμεινε ακίνητο και καθρεφτιζόταν σαν φρουτιέρα ξέχειλη από λογιών-λογιών σταφύλια (έτσι φάνταζαν οι πρόσφυγες με τις πολύχρωμες φορεσιές τους), που αργοσάλευαν και ανακατεύονταν μια από δω και μια από κει. Κάτι ψίθυροι όμως, κάτι φήμες και κάτι μισόλογα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα. «Δεν θα μας βγάλουν εδώ. Θα μας πάνε στο Ξεροχώρι».
Η ανθρώπινη μάζα αγανακτεί, θυμώνει, βρίζει. Δεν ξέρει το Ξεροχώρι και, μόνο που ακούει τ’ όνομά του, τρομάζει και διαμαρτύρεται.
«Θέλουμε να βγούμε έξω. Πεινάμε. Δεν αντέχουμε άλλο».

Πάνω στην ώρα τούτη φαίνεται να ξεκόβει απ’ το μουράγιο μια βάρκα με κουπιά και να ’ρχεται προς το πλοίο. Όλο πλησιάζει και πλησιάζει. Τα μάτια όλων καρφώνονται στη βάρκα.
«Έχει ψωμιά, έχει ψωμιά», φωνάζει κάποιος, που έκοψε με το μάτι του το φορτίο της βάρκας.
«Ναι, ναι, μας φέρνουν ψωμιά να φάμε».
«Ψωμιά, ψωμιά», αλαλάζει το πεινασμένο πλήθος και στριμώχνεται προς τη μεριά που ’ρχεται το πλεούμενο.
Ήταν αλήθεια. Φαίνεται ότι κάποια επιτροπή του Βόλου, που υποδεχόταν τους πρόσφυγες, γέμισε τη βάρκα με ψωμιά για να τα μοιράσει στους πεινασμένους και τώρα αργά-αργά πλησίαζε στο πλοίο. Πώς όμως ν’ ανεβούν και να τα μοιράσουν; Οι άνθρωποι της βάρκας έμεναν αναποφάσιστοι. Το πλήθος από ψηλά ούρλιαζε.
«Ρίχτε μας τα καρβέλια πάνω! Πετάχτε μας τα ψωμιά!».
Και τότε άρχισε η «ρεμούλα», όπως στα βαφτίσια, που ο νονός πετούσε τα κέρματα στους πιτσιρικάδες για τα συχαρίκια στ’ όνομα. Ο γεροδεμένος βαρκάρης άρχισε να εκσφενδονίζει ένα – ένα τα καρβέλια στο κατάστρωμα.
Τι γινόταν τότε! Το ανθρώπινο «κτήνος» είχε ξυπνήσει κι έβαλε όλες του τις δυνάμεις ν’ αρπάξει ένα καρβέλι ψωμί. Κάθε φορά που έπεφτε κι ένα στο κατάστρωμα γίνονταν ομηρικές μάχες με άλματα, σπρωξίματα, ποδοπατήματα, φωνές, βρισιές, κλάματα…
Ο κυρ Γιώργης, ο αρχηγός της οικογένειας, ασθενής και ταλαιπωρημένος, δεν είχε κουράγιο να δώσει μάχη για το «μάννα» που ερχόταν απ’ τη θάλασσα, υψωνόταν πάνω απ’ τα κεφάλια τους και πριν προλάβει να εγγίσει το κατάστρωμα, γινόταν άφαντο. Η γυναίκα του όμως η Δεποινιώ, δεν το ’βαζε κάτω. Τα πεινασμένα μάτια των παιδιών τής έδιναν κουράγιο. Ανακατεύτηκε στο πλήθος, εκεί που έπεφταν τα ψωμιά.
Και το θαύμα έγινε! Ένα ψωμί, χωρίς κι αυτή να το καταλάβει, βρέθηκε στα χέρια της και γλίστρησε στην αγκαλιά της. Τότε κάθισε κάτω, έκλεισε τα σκέλη της και το σκέπασε κάτω από τη φαρδιά φουστάνα της. Οι άλλοι γύρω της όρμησαν να της το πάρουν, αλλ’ αυτή, βράχος σωστός, έσφιγγε τα γόνατά της με όλη τη δύναμη που είχε, προστατεύοντας το πολύτιμο «δώρο» της.


Τα παιδιά της, που την είδαν κατάχαμα, έτρεξαν κοντά της σαν κλωσσόπουλα. Αυτή με νοήματα κοφτά και γρήγορα και δυο-τρία μισόλογα τους έδωσε να καταλάβουν ότι έχει ένα ψωμί. Σε πελάγη ευτυχίας αρμένιζε εκείνη τη στιγμή η δόλια μάνα και τα πεινασμένα παιδόπουλά της, που άρχισαν κιόλας με τον νου τους να τραγανίζουν τη ροδοψημένη κόρα του καρβελιού!
Η «ρεμούλα» των καρβελιών σε λίγο τελείωσε. Ο σάλαγος κόπασε. Όσοι ήταν τυχεροί κι άρπαξαν κάποιο ψωμί άρχισαν να το ροκανίζουν με βουλιμία. Τότε η Δεσποινιώ αποφάσισε ν’ ανοίξει τα σκέλη της και να πάρει κάτω απ’ τη φουστάνα της το ψωμί.
Τι δυστυχία όμως! Ψωμί δεν υπήρχε! Χάθηκε. Κάποιος μες στην αναμπουμπούλα πρόλαβε και της το πήρε κι η δύστυχη μάνα νόμιζε ότι κρατούσε τον μικρό της «θησαυρό». Έμεινε άφωνη, αγκάλιασε τα μικρά της και ξέσπασε σε κλάμα…
Αυτό το περιστατικό με το χαμένο ψωμί «καρφώθηκε» στο μυαλό και στην καρδιά της μικρής τότε Μαρίας, της μητέρας μου, και μας το διηγήθηκε πολλές φορές, τα χειμωνιάτικα βράδια, γύρω από το μαγκάλι, στην κάμαρα του προσφυγικού μας σπιτιού στον συνοικισμό της Νέας Ιωνίας.
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το