Πολιτισμός

1922: Έξοδος-Προσφυγιά-Εγκατάσταση στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία

Επιμέλεια
Δημήτρης Κωνσταντάρας-Σταθαράς

Εικοστό έκτο δημοσίευμα

Ο ψυχικός κόσμος της Μητέρας μου. Οι ευχές της για όλους μας
Η μεγάλη της χαρά, η Ευαγγελίτσα, η εγγονή της
Το σημερινό δημοσίευμα δεν είναι συνέντευξη, που συνομιλούσαμε μαζί. Είναι εξ ολοκλήρου δική της «ομιλία», όταν την αφήσαμε σπίτι (Κυριακή 15 Ιουλίου 1984) και αυτή μόνη της έγραψε στο μαγνητόφωνο όλα τα παρακάτω. Μέσα στην ησυχία του σπιτιού (Νέας Ιωνίας), ψυχικά φορτισμένη, «συνομιλεί» με το εαυτό της, ανοίγει την καρδιά της και λέει:
«Αγαπημένα μου παιδιά [εννοεί εμένα και τη Μαρία], σήμερα θα σας πω για την πιο μεγάλη χαρά που αισθάνθηκα στη ζωή μου. Ήταν ο ερχομός της αγαπημένης μου εγγονής Βαγγελίτσας. Μια συννεφιά σκέπαζε την ψυχή μου. Ενώ τα είχαμε όλα, φαινόμασταν ευτυχισμένοι, χαρούμενοι, μια σιωπή κρατούσε μέσα στο σπίτι μας, που δεν μπορούσαμε να την εξηγήσουμε. Και, όμως, με τον ερχομό της αγαπημένης μου εγγονούλας, όλα άλλαξαν. Η συννεφιά έφυγε, διαλύθηκαν όλα. Ήρθε η χαρά, η ανείπωτη χαρά μέσα στις καρδιές μας. Θυμάμαι, άργησε, βέβαια, να ’ρθεί η Βαγγελίτσα, ο Θεός να μας τη στείλει. Μας την έστειλε το 1974 ο Θεός. Και τι χαρά που πήρα στη ζωή μου δεν περιγράφεται, ανείπωτη χαρά. Είχε πεθάνει ο αδερφός μου [ο Κώστας], τότε ακριβώς, τον Αύγουστο, του ’74 και θα πρέπει να ήμουν λυπημένη, αλλά με τον ερχομό της Βαγγελίτσας το σπίτι μας πήρε άλλη όψη. Απ’ τη χαρά μου πετούσα. Ήμουν 60-61 χρονών και πετούσα σαν πεταλούδα να το περιποιηθώ ό,τι μπορούσα να βοηθήσω τη μαμά του. Η μαμά, ο μπαμπάς, όλοι επάνω του. Σκοτωνόμασταν. Τι χαριτωμένο κοριτσάκι, μικρό. Εγώ να στέκομαι πάνω απ’ την κούνια του, να το νανουρίζω, να του λέω εκείνα τα τραγούδια, που ήταν κατάβαθα μέσα στην ψυχή μου. Και εγώ η ίδια δεν μπορώ να καταλάβω πού τα έβρισκα και τα έλεγα. Σιγά-σιγά αναπτυσσόταν η Βαγγελίτσα, το αγαπημένο μου εγγονάκι, ηλιακτίδα μου. Άρχισε σιγά-σιγά να θέλει κούκλες, μπάλες. Τις κατεβάζαμε στην αυλή. «Εκεί, γιαγιά, θα παίξουμε μπάλα μαζί». «Μα παιδί μου, μαζί μπάλα;». «Βέβαια, γιαγιά, μπάλα». Και δώστου εγώ τη μπάλα να παίζουμε με τη Βαγγελίτσα. «Σχοινάκι, γιαγιά, σχοινάκι. Θα μου κρατήσεις να παίξω». Δώστου εγώ σχοινάκι, γινόμουν Βαγγελίτσα. Ό,τι θέλει η Βαγγελίτσα. Να ανεβαίνω, να κατεβαίνω τα σκαλιά χαρούμενη, ευτυχισμένη. Να τρέχω. Πού την έβρισκα εκείνη τη γρηγοράδα!
Η μαμά του να του ράβει ωραία φορεματάκια, καπελάκια, ποδίτσες. Τι να σας πω! Πάνω από την κούνια του να στεκόμαστε όλοι, να το τραγουδάμε. Μεγάλωσε σιγά-σιγά και ήταν η χαρά των γονιών της και ιδιαιτέρως η δική μου. Πάντοτε το έλεγα «ματάκια μου», «αρνάκι μου». Αυτό δεν ήταν αρνάκι, αυτό λέγαν, ήταν λιονταράκι, ζωηρό. Ζωηρό κοριτσάκι, αλλά χαριτωμένο, με όλα του. Να με χτενίζει, να με παίζει, μικρό που ήταν. Μετά, όταν άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο, του έλεγα διάφορες ιστορίες. Για τον Ηρακλή, το Θησέα, παραμυθάκια, τη Χιονάτη, την Κοκκινοσκουφίτσα.
Μάλιστα, κάποτε του είπα για την πώληση του Ιωσήφ, που τα αδέρφια του έσφαξαν ένα κατσικάκι και τα ρούχα του γέμισαν αίμα και τον πούλησαν και τότε έβαλε τα κλάματα. Ήταν πολύ ευαίσθητο. Χωρίς να το θέλω εγώ του είπα πώς πούλησαν τον Ιωσήφ, πώς ο Ιωσήφ γινόταν ένας μεγάλος στην Αίγυπτο, που είχε γεμίσει τις αποθήκες του Φαραώ με σιτάρια. Αυτό κλάματα, γιατί το παιδάκι το σκοτώσαν. «Το σκοτώσαν, παιδάκι μου». «Γιατί γιαγιά, γιατί;».

Το παιχνίδι της «δασκάλας» της Ευαγγελίτσας με τη γιαγιά
Μετά άρχισε να μου κάνει τη δασκάλα. Τότε εγώ γινόμουν η μαθήτρια. «Γιαγιά σήκωσε το χέρι σου ψηλά, γιαγιά άνοιξε το βιβλίο, κάνε τώρα το μάθημά σου. Τώρα έχουμε διάλειμμα. Έβγα έξω (έπρεπε να βγω). Έμπα μέσα. Αρχίνα το μάθημά σου». Αυτό γινόταν, παιχνίδια με χαρές. Έτρεχε έξω, όταν ήτανε μικρό και έτρεχα να το πιάσω. Πόσο φοβόμουν τα αυτοκίνητα. Τι να σας πω. Τότε είχα αδυνατίσει πάρα πολύ. Τώρα, όμως, είμαι καθηλωμένη στην καρέκλα. Τώρα έχω παχύνει και παραπαχύνει. Με αυτά περνούσα τη ζωή μου, με ευχάριστα μέσα στο σπίτι.

Οι περιποιήσεις της Ευαγγελίτσας στη γιαγιά
Τώρα που μεγάλωσε με θέλει να με βλέπει ντυμένη. «Γιαγιά, να βάλεις αυτό το φόρεμα, να βάλεις άλλο. Τόσα έχεις μέσα στην ντουλάπα. Να βάλεις εκείνο με τα λουλουδάκια, να βάλεις εκείνο το άλλο». «Παιδί μου, χειμώνας είναι, δε φοριούνται αυτά». «Όχι, γιαγιά μου, εγώ θέλω να σε βλέπω με τα λουλουδάκια». Να πηγαίναν πουθενά, έλεγε: «Γιαγιά, να ’ρθείς και εσύ μαζί μας». Και τη γιαγιά θα πάρουμε. «Παιδί μου δεν μπορώ». «Όχι, γιαγιά. Εγώ θα σε κρατώ». Προχτές, μάλιστα, πήγα σ’ ένα φιλικό σπίτι και ήθελα να ντυθώ. «Εγώ, γιαγιά», να τρέξει να μου πάρει το φόρεμα, να με ντύσει, να μου φέρει τα παπούτσια. Πόση χαρά αισθάνθηκα, να μου τα βάλει. «Γιαγιά, έτσι, αλλιώς». «Παιδί μου σ’ ευχαριστώ, παιδάκι μου, την ευχή μου να ‘χεις, την ευχή μου». «Αχ, πόσο ωραίο το φόρεμά σου! Πόσο νέα είσαι γιαγιά! Γιαγιά, αχ και να έβλεπες, πού θα πηγαίναμε μαζί. Να έβλεπες πού θα σε πήγαινα. Θα περπατούσαμε μαζί. Βγάλε αυτά τα ψεύτικα μάτια και βάλε τα αληθινά σου». «Δε βγαίνουν, χρυσό μου». «Βάλε γιαγιά μου τα καλά σου μάτια να με δεις». Και έτσι περνάω την ώρα μου στη συννεφιασμένη και σκοτεινιασμένη μου ζωή. Έρχεται σαν φως, σαν βάλσαμο, με παρηγορεί. Τώρα είναι πάνω [στα Χάνια] με τα «Πουλάκια», τους Οδηγούς. Μου λείπει έξι μέρες. Έξι μέρες έχω μια βαριά ησυχία και όλο και το επιθυμώ. Περιμένω πότε θα ’ρθει να ακούσω τη φωνούλα του. Θα με χαϊδέψει, θα με πειράξει, θα με τσιγκλώσει. Περιμένω να ’ρθει σαν μια ηλιαχτίδα, ένα χαρούμενο πουλάκι, να μου πει: «Γιαγιά έτσι, γιαγιά αλλιώς». Το βράδυ να μου πει «καληνύχτα γιαγιά», «καληνύχτα παιδί μου». «Όπως τη νύχτα μου λες «καληνύχτα γιαγιά», θέλω και την ημέρα να μου λες «καλημέρα γιαγιά». «Ναι, γιαγιά, θα σου λέω». Το περιμένω, ώρα με την ώρα. Ο Θεός να το ’χει καλό, γερό, καλοφωτισμένο, να το χαίρονται οι γονείς. Με τι αγάπη, με τι στοργή το μεγαλώνουν.

Συναισθήματα για το παιδί της και τη νύφη της. Ευχές
Όπως και εγώ, την αγάπη που αισθάνομαι από το παιδί μου, τη θαλπωρή, το φέρσιμό του, το κάθε τι. Πόσο ευχαριστώ το Θεό, που ο Θεός μου έδωσε ένα τόσο καλό παιδί. Ευχαριστώ τον καλό Θεό, που στη ζωή ο άνθρωπος περνάει πολλά, πάρα πολλά, μα όταν έρθει κάτι πολύ καλό, το καλύτερο που μου ήρθε ήταν το παιδί μου. Όταν μπαίνει μέσα, όσο συννεφιασμένη και αν είναι η ψυχή μου, αμέσως θα λάμψει με την παρουσία του. Η παρουσία του μου δίνει μια θερμότητα, μια λάμψη, μια σιγουριά. Είναι το άρωμα, το αγίασμα για μένα, το θείο μύρο, που με αλείφει με τη γλύκα του βλέμματός του. Τώρα δε βλέπω πια. Τη ματιά του την έχω κλείσει μες στην ψυχή μου, τη γλυκιά του φυσιογνωμία. Ο Θεός να το έχει γερό, να είναι πάντοτε αγαπημένοι με τη σύζυγό του, να έχουν την ευχή μου. Όσο σκοτεινιασμένη και αν είναι η ψυχή μου, ό,τι και αν έχω, μόλις μπει μέσα με την ανάσα του, καταλαβαίνω, ανοίγει αμέσως η καρδιά μου. Είναι σαν ένα ωραίο τριαντάφυλλο, που το έχω μέσα στο ποτήρι και μοσχοβολάει όλο το δωμάτιο. Μου ομορφαίνει τη ζωή. Για μένα η ζωή πλέον έχει τελειώσει. Ο Θεός μου δίνει το κουράγιο κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, στο κάθε βάδισμά μου, να λέω στον εαυτό μου: Μαρία, κουράγιο, κουράγιο, κάνε υπομονή και σήμερα. Την αγάπη που αισθάνομαι από τα παιδιά μου, εύχομαι όλοι οι γονείς να αισθανθούν, αυτό το θείο άρωμα. Αυτό δεν είναι άρωμα υλικό, είναι θεϊκό άρωμα. Είναι ένα που δεν μπορώ να σας το περιγράψω, το τι αισθάνεται και το τι αισθάνομαι. Πολλά μου δίνει αυτό το παιδί. Τίποτα δεν του δίνω, κάθε μέρα πολλά μου δίνει. Με εξυπηρετούν και ο γιος μου και η νύφη μου, με το φαγητό, με όλα τα καλά, τα φρούτα, την καθαριότητά μου, τον ύπνο μου, το κρύο μου νερό, κάθε τι. «Μαμά τι θέλεις;». Την ευχή μου να ’χουν. Να είναι πάντα χαρούμενοι, πάντα ευτυχισμένοι, ποτέ να μην έλθει η συννεφιά μέσα στο σπίτι τους, να τη διαλύει το χαρούμενο γέλιο του παιδιού τους και να δουν καλό από το παιδί τους. Μου δίνουν πολλά και δεν τους δίνω τίποτα και αυτό με λυπεί, με στεναχωρεί. Κάθομαι καθηλωμένη στην πολυθρόνα μου με όλα μου τα καλά. Με ζεστό μου σπίτι το χειμώνα, με το δροσερό μου το καλοκαίρι, το καθαρό, με την ωραία μου την αυλή που την περιποιείται η νύφη μου. Όλα καθαρά και ωραία. Εγώ βρίσκομαι θεοσκότεινα και είναι το θείο φως, αυτό που με παρηγορεί και η σκέψη των παιδιών μου».
Συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το