Τοπικά

100.000 λιγότερες γεννήσεις την τρέχουσα δεκαετία – Τι δείχνει η νέα μελέτη του καθηγητή Βύρωνα Κοτζαμάνη

Η πανδημία έχει αυξήσει το 2020 και 2021 την προϋπάρχουσα ανασφάλεια στα νεότερα ζευγάρια και οι οικονομικές επιπτώσεις της τα αμέσως επόμενα χρόνια θα καταστήσουν ακόμη πιο δυσμενές το υπάρχον περιβάλλον για την απόκτηση ενός παιδιού. Τα ζευγάρια αυτά επομένως, ακόμη και αν δεν αλλάξουν εξ αιτίας της πανδημίας τα σχέδιά τους για τον αριθμό των παιδιών που στοχεύουν να αποκτήσουν (μια υπόθεση που μένει να επιβεβαιωθεί), πιθανότατα θα τα μεταθέσουν για αργότερα.

Λιγότερες κατά 100.000 σε σχέση με τη δεκαετία του 2000, θα είναι οι γεννήσεις την τρέχουσα δεκαετία, εκτιμά ο καθηγητής Δημογραφίας κ. Βύρων Κοτζαμάνης εξετάζοντας τις συνέπειες, τόσο της οικονομικής κρίσης, όσο όμως και της πανδημίας η οποία έχει εκδηλωθεί εδώ και έναν χρόνο.
Στην πρόταση μελέτη του, ο καθηγητής από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας εξετάζει κατά πόσο, η πρόσφατη πανδημία θα επηρεάσει τις γεννήσεις και την γονιμότητα των νεότερων γενεών στην Ελλάδα.

Ο ίδιος επισημαίνει αρχικά πως «η πανδημία του COVID-19 έχει επηρεάσει όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας, και οι θάνατοι από αυτήν, παγκοσμίως, θα αγγίξουν πιθανότατα τα 3.500.000 μέχρι τα τέλη του 2021, μειώνοντας, για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες, το προσδόκιμο ζωής στη γέννηση σε όλες σχεδόν τις χώρες, τόσο για το τρέχον, όσο και για το προηγούμενο έτος, σε ορισμένες δε σημαντικά (για περισσότερο από ένα έτος). Μέχρι στιγμής, ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στις επιπτώσεις της πανδημίας αυτής στη θνησιμότητα. Τίθεται, όμως, το ερώτημα εάν ο κορωνοϊός θα επηρεάσει αρνητικά μόνο τη θνησιμότητα και όχι και τις άλλες δημογραφικές μεταβλητές, ειδικότερα δε, στις χώρες εκείνες, που όπως η Ελλάδα, θίχθηκαν ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση την προηγούμενη δεκαετία».
Αν και δεν διαθέτουμε ακόμη τα αναγκαία δεδομένα για να απαντήσουμε, εκτιμούμε ότι η πανδημία αυτή, που ήρθε αμέσως μετά από την οικονομική κρίση, επιδείνωσε το προϋπάρχον αρνητικό περιβάλλον για την απόκτηση ενός παιδιού.
Αναμένουμε, επομένως, μια περαιτέρω πτώση τόσο της γονιμότητας των νεότερων γενεών, όσο και των γεννήσεων την τρέχουσα δεκαετία».

Τι μπορεί να συμβεί σε άλλες χώρες
«Είναι ακόμη σχετικά νωρίς για να απαντήσουμε στο ερώτημα «Ποιες είναι οι επιπτώσεις της τρέχουσας πανδημίας στη γονιμότητα;» αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης και προσθέτει πως «στη διεθνή βιβλιογραφία, ελάχιστες εργασίες ασχολούνται με το θέμα αυτό, ενώ η πρόσφατη τριών Ιταλών ερευνητών, που εξετάζουν, αν και κατά πόσο άλλαξαν την άνοιξη του 2020 τα σχέδια απόκτησης ενός παιδιού σε ένα δείγμα νεανικού πληθυσμού (18-34 ετών) στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, και το Ηνωμένο Βασίλειο, καταλήγει σε κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Τα αποτελέσματά τους δείχνουν ότι τα σχέδια αυτά αναθεωρήθηκαν αρνητικά μεν σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Σε χώρες, όπου η προηγούμενη κατάσταση της οικονομίας και της αγοράς εργασίας ήταν ευνοϊκότερη (όπως στη Γερμανία και τη Γαλλία), το ποσοστό αυτών που άλλαξαν τα σχέδια τους ήταν πολύ μικρότερο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα άτομα που δήλωσαν ότι εγκαταλείπουν το σχέδιο να αποκτήσουν ένα παιδί ήταν κυρίως εκείνα που εκτίμησαν ότι η επιδημία θα έχει δραματική αρνητική επίδραση στο μελλοντικό εισόδημά τους. Στην Ιταλία και την Ισπανία, το ποσοστό αυτών που δήλωσαν ότι εγκαταλείπουν την ιδέα να κάνουν ένα παιδί ήταν πολύ υψηλότερο από ό,τι στις άλλες τρεις χώρες, ενώ, αντιθέτως, το ποσοστό εκείνων που δήλωσε ότι σκέφτονται να αναβάλει απλώς την απόκτησή του για αργότερα ήταν μικρότερο.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής αφήνουν να διαφανεί ότι οι επιπτώσεις του COVID-19 δεν είναι δυνατόν να εξετασθούν με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Από την έρευνα προκύπτει ότι οι προηγούμενες οικονομικές και δημογραφικές συνθήκες (όπως και ο τύπος του κράτους πρόνοιας) επηρεάζουν τις προθέσεις των νέων, αν και οι αλλαγές που δηλώνουν όσον αφορά τα σχέδια για την απόκτηση ενός παιδιού οι ερωτώμενοι δεν θα μεταφραστούν απαραίτητα σε πράξη. Αυτό θα εξαρτηθεί από πλέγμα παραγόντων, μεταξύ των οποίων το πώς θα
εξελιχθεί η πανδημία και ποιες οι πολιτικές για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεών της σε κάθε χώρα».

Η εξέλιξη της γονιμότητας
Αναφερόμενος στην Ελλάδα επισημαίνει πως «οι όποιες άμεσες επιπτώσεις θα αρχίσουν να καταγράφονται κυρίως στις γεννήσεις του πρώτου εξαμήνου του 2021. Επομένως, δεν μπορούμε παρά να κάνουμε κάποιες υποθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη και την εξέλιξη της γονιμότητας και των γεννήσεων τις τελευταίες δεκαετίες. Θα υπενθυμίσουμε, ειδικότερα, ότι στη χώρα μας η γονιμότητα των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1935 και άρχισαν να κάνουν παιδιά μετά το 1950 δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα υψηλή, καθώς καμιά από τις γενεές αυτές δεν εξασφάλισε την αναπαραγωγή της (δηλαδή, κάθε μητέρα δεν αντικαταστάθηκε από μια κόρη). Η πτώση της γονιμότητας επιταχύνθηκε, όμως, στις μετά το 1960 γενεές, καθώς, αν όσες γυναίκες γεννηθήκαν το 1950 έφεραν στον κόσμο 2,1 παιδιά κατά μέσο όρο, αυτές που γεννήθηκαν το 1960 έκαναν 1,9 και όσες έχουν γεννηθεί το 1970 1,6 παιδιά. Όσον αφορά τις γεννήσεις, αυτές μειώθηκαν κατά πολύ ανάμεσα στο 1980 και το 2000, αυξήθηκαν ελαφρώς την δεκαετία του 2000 και στην συνέχεια άρχισαν εκ νέου να μειώνονται με αποτέλεσμα να βρίσκονται σήμερα σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από αυτά των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.
Η μετά το 1980 πτώση των γεννήσεων οφείλεται στο ότι τα ζευγάρια που τεκνοποίησαν την περίοδο αυτή αφενός μεν έκαναν κατά μέσο όρο όλο και λιγότερα παιδιά από ότι οι γονείς τους, αφετέρου δε, τα έφεραν στον κόσμο σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, ενώ η μικρή αύξηση την δεκαετία του 2000 οφείλεται αποκλειστικά στην αναπλήρωση μέρους των γεννήσεων που δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια σε μικρότερες ηλικίες. Τέλος, η εκ νέου μείωση των γεννήσεων
μετά το 2010 οφείλεται, κυρίως στο ότι τα νεότερα ζευγάρια συνεχίζουν να κάνουν κατά τι λιγότερα παιδιά από τους γονείς τους σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία και, δευτερευόντως, στο ότι ο πληθυσμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (20-44 ετών) μειώθηκε κατά 355 χιλ. ανάμεσα στο 2010 και το 2020».

Η επίδραση της οικονομικής κρίσης
Ο καθηγητής αναφέρει πως «η οικονομική κρίση, που έθιξε τη χώρα μας πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, είχε ειδικότερα τις εξής επιπτώσεις:
– Σταμάτησε νωρίτερα την αναπλήρωση των γεννήσεων που είχε ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
– Ενίσχυσε ελαφρώς τις προϋπάρχουσες τάσεις, την αύξηση, δηλαδή, της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών – ιδιαίτερα του πρώτου – και την πτώση της γονιμότητας των νεότερων γενεών. Οι γενεές αυτές, οι γυναίκες δηλαδή
που γεννήθηκαν μετά το 1970 και «έπεσαν» πάνω στην κρίση, θα κάνουν λιγότερα παιδιά από εκείνες που γεννήθηκαν προ του 1970 και για έναν επιπλέον λόγο: Βιώνοντας την κρίση, κάποιες από αυτές, που αποφάσισαν να μεταφέρουν για αργότερα, όταν οι συνθήκες γίνουν ευνοϊκότερες, τον χρόνο απόκτησης του πρώτου τους παιδιού (ή ακόμη ενός επιπλέον παιδιού), δεν θα το επιτύχουν γιατί μετά τα 40 έτη φθίνει ταχύτατα η πιθανότητα σύλληψης και αυξάνονται ταυτόχρονα οι πιθανότητες αποβολής».

Η πανδημία αύξησε την προϋπάρχουσα ανασφάλεια στα νεότερα ζευγάρια
Ο κ. Κοτζαμάνης επισημαίνει πως «η τρέχουσα πανδημία δεν πρόκειται να ξεπερασθεί πριν τα τέλη του 2021 και οι επιπτώσεις της δεν θα εκλείψουν την επόμενη μέρα, ενώ η πρότερη οικονομική κρίση έχει ήδη δημιουργήσει ένα μη ευνοϊκό για την τεκνοποίηση περιβάλλον. Η πανδημία έχει αυξήσει το 2020 και 2021 την προϋπάρχουσα ανασφάλεια στα νεότερα ζευγάρια και οι οικονομικές επιπτώσεις της τα αμέσως επόμενα χρόνια θα καταστήσουν ακόμη πιο δυσμενές το υπάρχον περιβάλλον για την απόκτηση ενός παιδιού. Τα ζευγάρια αυτά επομένως, ακόμη και αν δεν αλλάξουν εξ αιτίας της πανδημίας τα σχέδιά τους για τον αριθμό των παιδιών που στοχεύουν να αποκτήσουν (μια υπόθεση που μένει να επιβεβαιωθεί), πιθανότατα θα τα μεταθέσουν για αργότερα.
Καθώς, όμως, η ήδη υψηλή μέση ηλικία στην τεκνοποίηση αυξάνεται συνεχώς, η δε δυνατότητα απόκτησης παιδιού είναι ως ένα βαθμό συνάρτηση της ηλικίας, αυξάνονται και οι πιθανότητες της μη απόκτησής του από μέρος των νεότερων αυτών ζευγαριών. Αν δε τμήμα των ζευγαριών αυτών αναθεωρήσουν όχι μόνο τον χρόνο αλλά και τον στόχο τους για τον αριθμό των παιδιών – αν δηλαδή επηρεαζόμενα από το δυσμενές περιβάλλον της περιόδου 2010-2025 αποφασίσουν να κάνουν λιγότερα παιδιά -, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί έτι περισσότερο η τελική
γονιμότητα των γυναικών που έχουν γεννηθεί ανάμεσα στο 1975 και το 1990. Οικονομική κρίση και πανδημία θα έχουν όμως αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνον στον αριθμό των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο τα νεότερα ζευγάρια, αλλά και στις γεννήσεις. Με βάση τα προαναφερθέντα, αν λάβουμε υπόψη και ότι το πλήθος των γυναικών που φθάνει σε ηλικία να κάνει παιδιά μειώνεται, οι γεννήσεις την τρέχουσα δεκαετία, παρόλες τις όποιες πιθανές αυξομειώσεις τους, θα είναι, σε ένα σχετικά ευνοϊκό σενάριο, 100 χιλ. λιγότερες από αυτές (915 χιλ.) της δεκαετίας του 2000».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το