Πρώτο Θέμα (old), Τοπικά

Υποβάθμιση υδατικού συστήματος Αλμυρού

 

Σε υπεραντλήσεις των υπόγειων νερών, με αποτέλεσμα εκτός από τους ανανεώσιμους πόρους να μειώνονται και τα μόνιμα υπόγεια υδατικά αποθέματα, έχει οδηγήσει το σημερινό καθεστώς εκμετάλλευσης των υδάτινων πόρων στη Θεσσαλία
Σε υπεραντλήσεις των υπόγειων νερών, με αποτέλεσμα εκτός από τους ανανεώσιμους πόρους να μειώνονται και τα μόνιμα υπόγεια υδατικά αποθέματα, έχει οδηγήσει το σημερινό καθεστώς εκμετάλλευσης των υδάτινων πόρων στη Θεσσαλία

Σε υπεραντλήσεις των υπόγειων νερών, με αποτέλεσμα εκτός από τους ανανεώσιμους πόρους να μειώνονται και τα μόνιμα υπόγεια υδατικά αποθέματα, έχει οδηγήσει το σημερινό καθεστώς εκμετάλλευσης των υδάτινων πόρων στη Θεσσαλία. Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) του σχεδίου διαχείρισης του υδατικού αποθέματος Θεσσαλίας, η οποία θα παρουσιαστεί στην αυριανή συνεδρίαση (5 μ.μ.) του Περιφερειακού Συμβουλίου. Για την περιοχή της Μαγνησίας, από την ίδια μελέτη προκύπτει ότι στο υδατικό σύστημα Αλμυρού οι υπεραντλήσεις έχουν σαν αποτέλεσμα τη θαλάσσια διείσδυση σε μεγάλη απόσταση από την ακτή και την ποιοτική υποβάθμισή του, ενώ στην πεδιάδα Νοτιοδυτικής Θεσσαλίας, νότιο τμήμα του συστήματος Λάρισας – Κάρλας, σύστημα Μαυροβουνίου – Κάρλας και σύστημα Όθρυος, η υφαλμύρινση που παρουσιάζεται, συνδέεται με φαινόμενα υπεράντλησης και οφείλεται κυρίως σε ανθρωπογενή αίτια και στη σύσταση των γεωλογικών σχηματισμών.

Σύμφωνα με τη ΣΜΠΕ οι χρήσεις νερού κατατάσσονται στην ύδρευση και τον τουρισμό, που αφορούν πόσιμο νερό, στην άρδευση, την κτηνοτροφία και τη βιομηχανία. Στο υδατικό διαμέρισμα Θεσσαλίας το νερό καταναλώνεται για την ύδρευση του πληθυσμού και για τις παραγωγικές δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα, της βιομηχανίας και του τουρισμού. Επιπλέον των προαναφερθεισών χρήσεων, σημαντική είναι η απαίτηση νερού για τη βελτίωση του περιβάλλοντος. Οι απαιτήσεις αφορούν τόσο στα επιφανειακά νερά για την προστασία και βελτίωση των οικοσυστημάτων, όσο και στα υπόγεια με στόχο τη διατήρηση μιας καλής από πλευράς ποσοτικής και ποιοτικής κατάστασης. Η εξέταση των ισοζυγίων της Θεσσαλίας έχει οδηγήσει στα παρακάτω συμπεράσματα:

-Το σημερινό καθεστώς εκμετάλλευσης των υδάτινων πόρων στη Θεσσαλία έχει οδηγήσει σε υπεραντλήσεις των υπόγειων νερών, έτσι ώστε εκτός από τους ανανεώσιμους πόρους να μειώνονται και τα μόνιμα υπόγεια αποθέματα. Λόγω της στενής σχέσης μεταξύ υπόγειων επιφανειακών νερών οι υπεραντλήσεις αυτές έχουν ως επίπτωση τη μείωση της επιφανειακής απορροής.

-Οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος δεν καλύπτονται σε ό,τι αφορά τόσο στα υπόγεια νερά, όσο και στα επιφανειακά. Στα τελευταία, ιδιαίτερα έντονη είναι η ανεπάρκεια θερινής ροής για τη συντήρηση υγιών οικοσυστημάτων

-Η αρδευτική κατανάλωση είναι μικρότερη από τη ζήτηση. Αιτία είναι το μεγάλο κόστος σε περιοχές όπου η άντληση πρέπει να γίνει από μεγάλα βάθη λόγω της μείωσης των υπόγειων αποθεμάτων. Το αποτέλεσμα είναι η μη άρδευση ή η ελλειματική άρδευση παραγωγικών εκτάσεων.

Από τα 64 ποτάμια υδάτινα σώματα της Λεκάνης Απορροής του Πηνειού Ποταμού, τα 36 υπόκεινται σε υψηλή και μέτρια ένταση απόληψης. Από τα 26 υπόγεια υδατικά συστήματα της Λεκάνης Απορροής του Πηνειού, τα 9 από αυτά υπόκεινται σε υπεραντλήσεις με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση των μόνιμων υπογείων αποθεμάτων. Τα κύρια και εντονότερα προβλήματα ως προς τις ποσότητες υπερεκμετάλλευσης εντοπίζονται στα κοκκώδη υπόγεια υδατικά συστήματα της Νοτιοδυτικής Θεσσαλίας, Λάρισας – Κάρλας, Ταουσάνης – Καλού Νερού, Μακρυχωρίου – Συκουρίου. Οι έντονες υπεραντλήσεις συνδέονται και με τη δυσκολία αναπλήρωσης των αντλούμενων ποσοτήτων λόγω γεωλογικών αιτίων όπως παρατηρήθηκε στον κώνο του Τιταρήσιου, σύστημα από το οποίο υδρεύεται και η πόλη της Λάρισας. Μια ιδιαίτερη ιδιομορφία στα κοκκώδη υπόγεια υδατικά συστήματα της πεδιάδας της Θεσσαλίας είναι ότι σε κάποια από αυτά αντλούνται κατά απόλυτο αριθμό μεγαλύτερες ποσότητες από την εκτιμώμενη ετήσια τροφοδοσία τους. Υπεραντλήσεις πραγματοποιούνται και στα καρστικά υδροφόρα συστήματα στην περίμετρο της πεδινής έκτασης. Τα καρστικά συστήματα Φυλλήιου – Ορφανών, Εκκάρας – Βελεσιωτών και Ναρθακίου – Βρυσιών, εξαιτίας της ευκολίας άντλησης μεγάλων ποσοτήτων μέσω γεωτρήσεων κατά το παρελθόν, οδήγησαν στην πλήρη στείρευση των πηγών που εκφόρτιζαν και στη συνέχεια στη μεγάλη πτώση στάθμης. Εκτιμάται ότι από τα υδατικά συστήματα της λεκάνης του Πηνειού αντλούνται ετησίως περί τα 120 – 150 hm3 από τα μόνιμα αποθέματ

Στη Μαγνησία

Όσον αφορά στη λεκάνη απορροής των ρεμάτων Αλμυρού – Πηλίου δεν υπάρχουν ποτάμια σώματα με σημαντική ένταση απόληψης. Από τα υπόγεια συστήματα που αναπτύσσονται στη λεκάνη Αλμυρού – Πηλίου, μόνο το κοκκώδες σύστημα του Αλμυρού βρίσκεται σε καθεστώς υπερεκμετάλλευσης. Στα υπόλοιπα δεν παρατηρούνται προβλήματα υπερεκμετάλλευσης και οι απολήψεις αποτελούν μικρό ποσοστό της μέσης ετήσιας τροφοδοσίας. Στο υδατικό σύστημα Αλμυρού οι υπεραντλήσεις έχουν σαν αποτέλεσμα τη θαλάσσια διείσδυση σε μεγάλη απόσταση από την ακτή και την ποιοτική υποβάθμισή του. Οι μεγάλες απολήψεις που θεωρητικώς λαμβάνονται από το υδατικό σύστημα Πηλίου, αναφέρονται κυρίως σε υδρομαστεύσεις πηγών ή και ρεμάτων κατά τη θερινή περίοδο, χωρίς κατά κύριο λόγο, να πραγματοποιούνται αντλήσεις μέσω γεωτρήσεων που θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν ποσοτικά το σύστημα. Στις περιοχές, πεδιάδα Νοτιοδυτικής Θεσσαλίας, νότιο τμήμα του συστήματος Λάρισας – Κάρλας, σύστημα Μαυροβουνίου – Κάρλας και σύστημα Όθρυος, όπου παρουσιάζεται υφαλμύρινση συνδέεται με φαινόμενα υπεράντλησης και οφείλεται κυρίως σε ανθρωπογενή αίτια και στη σύσταση των γεωλογικών σχηματισμών. Στο σύστημα Αλμυρού η υφαλμύρινση οφείλεται σε διείσδυση του θαλάσσιου νερού λόγω υπεραντλήσεων του υδροφορέα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το