Photo Gallery, Τοπικά

Μια φωτογραφία, μια ιστορία, μια ζωή

Η άλλη όψη των εγκαταλειμμένων βιομηχανικών κτιρίων της πόλης μέσα από το φωτογραφικό φακό του κ. Ν. Φανού

Ερασιτέχνης φωτογράφος και περιηγητής. Εδώ και τέσσερα χρόνια ο συμπολίτης κ. Νέστορας Φανός με το φωτογραφικό φακό απαθανατίζει εικόνες και στιγμιότυπα από τα εγκαταλειμμένα βιομηχανικά κτίρια της πόλης, τη Βαμβακουργία και το Οινόπνευμα.

Τα αφημένα μηχανήματα και οι σκουριασμένοι εξοπλισμοί, οι άδειοι και έρημοι χώροι των κτιρίων που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, απεικονίζονται μέσα από τις φωτογραφίες του.

Συγχρόνως, όμως, ο φωτογραφικός φακός εστιάζει και στις συνθήκες που δημιουργούν οι άνθρωποι οι οποίοι κατά καιρούς διαβιούν εντός των κτιρίων.

Μια άλλη ζωή εξελίσσεται στους χώρους αυτούς, από άστεγους, λαθρομετανάστες, ανθρώπους που μετακινούνται διαρκώς, αναζητώντας καταφύγιο στέγασης.

Η ανθρώπινη παρέμβαση περνά στην «αιωνιότητα» της φωτογραφίας για να θυμίζει τη μετάλλαξη του χώρου μέσα στο χρόνο.

 

Η «Θ» συναντήθηκε τυχαία με τον κ. Νέστορα Φανό, από τα ιδρυτικά στελέχη της Φωτογραφικής Λέσχης Βόλου και σημερινό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του. Η συνέχεια, όμως, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, αφού ήταν φορέας ενός πολύ σημαντικού φωτογραφικού υλικού.

Το χόμπι του που εξελίσσεται σε μια σημαντική πολιτιστική παρέμβαση για τα τοπικά δρώμενα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον για την ανάδειξη του έργου του.

Γιατί τα παλιά βιομηχανικά κτίρια αποτελούν σημείο αναφοράς και παράδοσης της αστικής φυσιογνωμίας μιας πόλης. Και ουσιαστικά ανοίγει το ζήτημα για την καλύτερη αξιοποίησή τους. Για να θυμούνται οι παλιοί, αλλά και να μαθαίνουν οι νεότεροι.

Ο κ. Φανός γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Στο Βόλο βρέθηκε πριν 20 χρόνια περίπου, παίρνοντας μετάθεση για την 111ΠΜ στη Νέα Αγχίαλο, όπου υπηρετούσε ως στρατιωτικός.

Η αγάπη του για τη φωτογραφία προϋπήρχε και το 1998 πήρε την απόφαση να ενεργοποιηθεί. Εγγράφηκε στο αρμόδιο τμήμα του Διαύλου, κάνοντας τα πρώτα του βήματα στο μαγικό κόσμο της φωτογραφίας.

«Η ενασχόληση με τη φωτογραφία ήταν κάτι που μου άρεσε, το σκεπτόμουν, αλλά δεν υπήρχε ο χρόνος, η αφορμή, η απόφαση για να το κάνω. Τελικά αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτό που μου άρεσε πάντοτε, η εικόνα. Τι είναι, πώς δημιουργείται» σημειώνει.

Τι είναι όμως για τον ίδιο η φωτογραφία; «Η φωτογραφία με ξεκουράζει, με κάνει να ξεχνάω την καθημερινότητα. Η ενασχόληση μαζί της μου δίνει τη δυνατότητα να δω με άλλα μάτια τον κόσμο που μας περιβάλλει. Συνηθίζω να λέω πως για μένα η φωτογραφία είναι η καλύτερη ψυχοθεραπεία» απαντά ο ίδιος.

Τα μαθήματα στο Δίαυλο ήταν ένα ταξίδι στη γνώση. Έμαθε τεχνικές λήψης και εμφάνισης σε σκοτεινό θάλαμο, διδάχτηκε βλέποντας μεγάλους φωτογράφους από την Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ παράλληλα μελέτησε διάφορα βιβλία που αφορούσαν στη φωτογραφία, την τεχνική, τη σύνθεσή της.

Στα πρώτα του βήματα φωτογράφιζε αστικά και φυσικά τοπία, ενώ για ένα με δύο χρόνια έκανε και «φωτογραφία δρόμου».

«Σιγά-σιγά ένιωσα την ανάγκη να κάνω κάτι διαφορετικό και πιο συστηματικό. Πριν τέσσερα περίπου χρόνια, από μια τυχαία επίσκεψη που πραγματοποίησα στο εργοστάσιο της Βαμβακουργίας, μου δημιουργήθηκε πιο έντονα η επιθυμία να ασχοληθώ με τα κτίρια που άλλοτε έσφυζαν από ζωή» τόνισε ο ίδιος.

Στόχος του ήταν να αναδείξει μέσα από το φωτογραφικό φακό τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος και η ανθρώπινη παρέμβαση σε αυτούς τους εγκαταλειμμένους χώρους οι οποίοι πλέον βιώνουν μια βίαιη μετάλλαξη. Οι χώροι αυτοί εκτός από το χρόνο έχουν να αντιμετωπίσουν και τη συνεχή ροή διάφορων ανθρώπινων ομάδων που τους «φιλοξενούν» είτε για να εκφραστούν καλλιτεχνικά και για να δημιουργήσουν γκράφιτι είτε να τους καταστρέψουν αφαιρώντας υλικά. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι, που βρίσκουν στα παλιά βιομηχανικά κτίρια καταφύγιο στέγης όντας άστεγοι, λαθρομετανάστες, διάφορες περιφερόμενες ομάδες περιθωριακών.

Τι ήταν αυτό, όμως, που τον γοήτευε φωτογραφίζοντας τα βιομηχανικά κτίρια; «Τα τεράστια, αχανή και άδεια από μηχανήματα και ανθρώπους κτίρια είναι μια πρόκληση για το φωτογραφία, προκειμένου να ασχοληθεί κανείς μαζί τους. Κάθε επίσκεψη σε αυτά είναι και μια έκπληξη, καθώς οι αλλαγές που ανακαλύπτεις, είναι τόσο εμφανείς, που καθιστούν τις εικόνες από προηγούμενες επισκέψεις, μοναδικές και ανεπανάληπτες», υπογραμμίζει.

Βαμβακουργία

Το 2009 ο κ. Νέστορας Φανός επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Βαμβακουργία. «Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, που ένα τεράστιο συγκρότημα κτιρίων σιγά-σιγά κινδυνεύει να «χαθεί» με την έννοια ότι άγνωστοι αφαιρούν οτιδήποτε υπάρχει εκεί, από παράθυρα και τσιμεντόλιθους μέχρι και σιδεριές, σωλήνες», τόνισε.

Στην αρχή φωτογράφισε γενικά πλάνα αποθανατίζοντας το χώρο στην ευρύτητά του. Στη συνέχεια γνωρίζοντας καλύτερα τους χώρους έγινε περισσότερο επιλεκτικό, προσπαθώντας να απομονώσει φωτογραφικά μικρούς χώρους, λεπτομέρειες, που έκρυβαν τη δικιά τους ιστορία.

Από τη Βαμβακουργία φωτογράφισε χώρους γραφείων με τα κατεστραμμένα τα έπιπλα και όλους τους φακέλους σκισμένους, καμένους και πεταμένους στα πατώματα. Επίσης, απεικόνισε τους αχανείς χώρους των κλωστηρίων, έρημους χωρίς καν κανένα μηχάνημα, γεμάτους γκράφιτι και κάθε λογής σκουπίδι από τους διερχόμενους. Ακόμη, εστίασε και στο μικρό εκκλησάκι που υπήρχε στη Βαμβακουργία.

Οινόπνευμα

Το εργοστάσιο του Οινοπνεύματος ήταν ο χώρος που έχει ενεργοποιηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια και τον επισκέπτεται τρεις με τέσσερις φορές το μήνα.

Βρέθηκε εκεί για πρώτη φορά το 2010 και από τότε δεν τον «εγκατέλειψε».

Ποια ήταν όμως τα ιδιαίτερα στοιχεία που τον τράβηξαν περισσότερο στο Οινόπνευμα; «Οι μικρότεροι και πιο εύκολα προσβάσιμοι χώροι, με μεγαλύτερη, θεωρητικά, ασφάλεια, αλλά και η πιο έντονη ανθρώπινη παρουσία που αφήνει το στίγμα της σε χώρους πιο εύκολα «ανοικτούς» σε σχέση με την Βαμβακουργία, ήταν οι λόγοι που με είλκυσαν περισσότερο στο συγκεκριμένο εργοστάσιο», απαντά.

 

Στο Οινόπνευμα κάποιοι χώροι είχαν μετατραπεί σε καταλύματα αστέγων λαθρομεναταστών οι οποίοι κατά περιόδους απομακρύνονταν για να τους διαδεχτούν άλλοι.

Οι άστεγοι χρησιμοποιούσαν, όσα αντικείμενα είχαν απομείνει, βρώμικα, μισοσκότεινα, όπως καναπέδες, παλιά στρωσίδια, μια πολυθρόνα, καρέκλες. Έκλειναν τα παράθυρα με παλιά χαρτόνια για να προστατεύονται από το κρύο και κρέμαγαν κουβέρτες στους τοίχους, αφενός για να τους ζεστάνουν, αφετέρου για να ομορφύνουν όπως μπορούσαν τον εσωτερικό χώρο. Ζούσαν οικογένειες με παιδιά, καθώς έφεραν μαζί τους καροτσάκια και παιχνίδια τα οποία στη συνέχεια τα εγκατέλειπαν.

«Οι εναλλαγές των εικόνων λόγω των διαφορετικών χρήσεων που είχαν τα κτίρια, μου έδωσαν την αφορμή για να δημιουργήσω ένα «ημερολόγιο χώρου», όπου θα καταγράφονταν οι ίδιοι χώροι στο πέρασμα του χώρου με έντονα τα σημάδια της ανθρώπινης παρέμβασης», καταλήγει ο κ. Φανός.

Μέσα στο 2013 ετοιμάζεται έκθεση φωτογραφίας με τους δύο προαναφερόμενους χώρους. Όποιος θέλει να αναζητήσει τη δουλειά του, μπορεί να επισκεφθεί την προσωπική του ιστοσελίδα στο facebook ή στις συλλογές του στον ιστότοπο της Φωτογραφικής Λέσχης Βόλου.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το