Πολιτισμός

«Ο φτωχός Άγιος» – Για τον Παπαδιαμάντη ξανά

Του ΑΝΤΩΝΗ Δ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ*


Ολοένα θα επανέρχεται, να ποια είναι η μοίρα σου όταν πιαστείς με το έργο του Παπαδιαμάντη. Ο «φτωχός άγιος» μέσα στα έργα και στα κείμενά του έκρυψε για πάντα και ανεπίστροφα τη γνήσια ελληνική ψυχή και την ανθρώπινη ουσία που τα απογειώνουν και τους χαρίζουν αιώνια λάμψη και διάρκεια.

Όχι, λοιπόν, λόγω εορταστικής περιόδου – το 12ήμερο υπήρξε μαζί με τη Λάμπρη, η πιο θελκτική για εκείνον αφορμή για να αναπτύξει τα χρώματά του στη γλαφυρή παλέτα των διηγημάτων του, αλλά και λόγω μιας πολύ ωραίας παράστασης του φίλου Δημήτρη Δακτυλά, «Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη» (21-12-2010) και ενός αγαπητικού βιβλίου-καρπός δύο συνευρέσεων, ενός πεζογραφικού αφουγκράσματος του φίλου και συμπολίτη Κωστή Ακρίβου, καθώς μιας εικαστικής θωπείας του ζωγράφου και επίσης φίλου Δημήτρη Μοράρου, μιας συλλογής διηγημάτων του επιφανούς Σκιαθίτη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, προσφάτως. Όσο, κι αυτό το τελευταίο σπουδιότερο, γιατί το 2011 θα αποτελέσει αυτοδίκαια έτος Παπαδιαμάντη.

Έτσι λοιπόν «σκαλίζοντας το παρελθόν» ανέσυρα και αναδημοσιεύουμε από τη «ΘτΔ» ένα «οργισμένο» κείμενο του επίσης ελληνολάτρη συγγραφέα-ζωγράφου-αγιογράφου Φώτη Κόντογλου για τον «φτωχό Άγιο» της Σκιάθου. Ένα σπάνιο κείμενο από το περιοδικό «Παρνασσός» 2Χ2 (Απρίλιος-Ιούνιος 1962). Το αναδημοσιεύουμε – κρίνοντας ότι αναψηλαφεί αρκετά και καυτά σημεία που αφορούν κυρίως στην πρόσληψη, από τους επερχόμενους μελετητές, του Παπαδιαμαντικού έργου.

Φ. Κόντογλου

Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ο πνευματικός οδηγός μας

«Ου πας ο λέγων μοι «Κύριε, Κύριε» εισελεύσεται εις την βασιλκείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς».

Έτσι κι εμείς δεν θα γίνουμε αληθινοί Έλληνες και χριστιανοί με το να παινεύουμε μοναχά με κούφια λόγια τους ανθρώπους που λέμε πως τους έχουμε για πνευματικούς οδηγούς, αλλά σαν πορευόμαστε σύμφωνα με όσα είπανε και πράξανε. Γιατί ο άνθρωπος έχει κλίση στο να φτιάνη κάποια είδωλα και να τα προσκυνά, νομίζοντας πως τιμά την αλήθεια, ενώ τιμά το ψεύτικο ομοίωμά της. Αυτό το πράγμα γίνεται και με τον Παπαδιαμάντη: Τον δοξάζουμε και τον ανεβάζουμε ίσαμε τον ουρανό, πλην κανένας μας δεν θέλει να ζήση, όπως έζησε ο Παπαδιαμάντης. Δεν θέλω να πω να ζήση βουτηγμένος στη φτώχεια και κουρελιασμένος, αλλά να ζήση με τον τρόπο που ένοιωθε την Ελλάδα εκείνος. Μας αρέσει η απλότητα, αγαπούμε την ταπείνωση, ενθουσιαζόμαστε με την ειλικρίνεια, τιμούμε την καλωσύνη, θαυμάζουμε την πίστη του, αλλά εμείς ζούμε με έναν τρόπο ολότελα διαφορετικόν. Τα γυρίσαμε όλα σε λόγια. Με τα λόγια ζούμε και με τα λόγια πεθαίνουμε. Δεν καταλάβαμε πως δεν υπάρχει τέχνη, παρά πως υπάρχει ζωή. Αυτό που λέμε τέχνη, είναι ένα ψεύτικο ομοίωμα της ζωής, ένα είδωλο νεκρό, αν δεν το ζωοποιεί η αληθινή ουσία της ζωής και τότε, τέχνη και ζωή είναι ένα πράγμα.

Στην εποχή μας ο άνθρωπος συμβίβασε όλα τα ασυμβίβαστα κι αυτό είναι η αιτία της συγχισμένης ζωής του, που κατάντησε ένας ακατανόητος τραγέλαφος. Ο σημερινός άνθρωπος θυσίασε «το τιμιώτατον» και ζη με την ψευτιά. Αλλά «τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο, αν κερδίση όλον τον κόσμο και ζημιωθή την ψυχή του»; Εμείς θαρρούμε πως κερδίσαμε όλον τον ψεύτικον τον κόσμο, και χάσαμε την ψυχή μας, χάσαμε τον ίδιο τον εαυτό μας.

Όσοι καταγίνουνται με τον Παπαδιαμάντη, καταπιάνουνται ν’ αναλύσουνε το έργο του, να κάνουνε ψυχανάλυση και αισθητική, πούναι οι δυο κατάρες του καιρού μας.

Όλα τα ψάχνουμε, όλα τα σκαλίζουμε και μοναχά αυτό «το τιμιώτατον» που έχει ο Παπαδιαμάντη, δηλαδή την αληθινή ζωή του, μοναχά αυτό δεν το νοιώθουμε αληθινά και δεν αφίνουμε να μας συνεπάρει. Ζητάμε από τον Παπαδιαμάντη αυτό που ζητάμε κι από τον εαυτό μας, τα λόγια. Αλλά ο Παπαδιαμάντης δεν είναι μήτε λογογράφος, μήτε λογοτέχνης. Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας άνθρωπος αληθινός, που έτυχε να γράψη, όπως ο απόστολος Παύλος, που έγραψε μοναχά τις Επιστολές του – κι αυτό το έκανε για να στηρίξη τους πιστούς, αλλιώς δεν θάγραφε. Η ουσία της ζωής βρίσκεται μέσα σ’ αυτά τα απλά γραψίματα, τα ανεπιτήδευτα. Ό,τι έγραψε ο Παπαδιαμάντης είναι το απαύγασμα της ζωής του κι είναι αληθινό, επειδή η ζωή του ήτανε αληθινή και απλή. Σε κανένα άλλο έθνος δεν εβγήκε ένας τέτοιος συγγραφέας, που να ευωδιάζη ολόκληρος από την ευωδία του Χριστού, από την πνευματική ευωδία της Ορθοδοξίας.

Ο Παπαδιαμάντης είναι «ο ποιήσας και διδάξας» κι εμείς καθόμαστε και λέμε πως είναι λογοτέχνης! Γιατί πιστεύουμε στην ψευτιά που λέγει «η τέχνη για την τέχνη». Αυτή την καρδιά την συντετριμμένη, αυτόν τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους του Θεού, τον κάναμε μέγαν άνδρα και τον δοξάζουμε με φανταχτερές γιορτές. Εκείνος έζησε «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», εκείνος έλεγε με σιγανή φωνή «ψάλλατε συνετώς» κι εμείς ίσως να βάλουμε τενόρους και μπάσσους να τραγουδάνε απάνω στο μνήμα του.

Ας μην ταράζουμε τον «κεκοιμημένον», αλλά ας μπούμε μέσα στον εαυτό μας για να βρούμε «τον καλόν μαργαρίτην» που βρήκε και εκείνος. Αυτός είναι ο φτωχός, που πλούτισε τη ζωή μας, κι έκανε πάλι την Ελλάδα «χρυσοπλοκώτατον πύργον». Και κλειδοκράτορας αυτού του πύργου είναι αυτός ο ταπεινός, που έχει όμως μεγάλη εξουσία και μας ανοίγει και μπαίνουμε μέσα και χαιρόμαστε γιατί είμαστε Έλληνες και χριστιανοί. Κι αξιώθηκε αυτή η χάρη, γιατί δεν άφησε την μάγισσα Κίρκη να τον μεταμορφώση σε ζώο, αλλά έζησε σαν άνθρωπος πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. «Εν τιμή ων, ου παρεσυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις, ουδέ ωμοιώθη αυτοίς». Είχε πίστη αληθινή στην Ελλάδα και στην ορθόδοξη θρησκεία της. Πού είναι η δική μας πίστη, πού είναι ο δικός μας ο πόνος, που απάνω σ’ αυτόν ανθίζει το αμάραντο λουλούδι της χαράς, η λεγόμενη «χαρμολύπη»;

Ό,τι λέγαμε τον καιρό που ζούσε και δεν τον λογαριάζαμε, τα ίδια και χειρότερα στο βάθος της καρδιάς μας λέμε και τώρα που είναι πεσμένος και που τον βάλαμε στο Πάνθεον των μεγάλων ανδρών κι ησυχάσαμε.

Να τι έγραφε με ταπεινό παράπονο: «Ποίαν χάριν, σας παρακαλώ, ποίαν δύναμιν ή ποίαν πρωτοτυπίαν θα είχε να λάβη τις τον κόπον να περιγράψη λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε να λειτουργήση εις εξωκκλήσιον, χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποίοι και πόσοι μετέσχον της πανηγύρεως και ποιά τινά ήσαν τα ήθη των πανηγυριστών; Τούτο θα ήτο όλως ευτελές και ταπεινόν κατά την γνώμην των κριτικών. Το να γράψη τις ότι γηραιός ανήρ εφόνευσε την συμβίαν του κατ’ αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννων τούτο είναι υψηλόν και πολυτελές, κατά την εκτίμησιν μερικών. Μη θρησκευτικά, προς Θεού! Το Ελληνικόν έθνος δεν είναι βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ’ ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, επροώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης αν ο Χριστός δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού;… Ο Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενων να φθάση εις ύψος και να φανή γίγας. – Το επ’ εμοί ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά ήθη. – Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθήτω η γλώσσα μου τω λαρύγγι μου, εάν ου μη σου μνησθώ».

Αυτά έγραφε τότε αυτός που τιμούμε σήμερα, τα ίδια θάγραφε και τώρα. Εμείς κάναμε το χρέος μας, τον ανακηρύξαμε εθνικόν οδηγό, μάϊνα κι αράξαμε. Ενώ εκείνος πέθανε «ημών υπολιμπάνων εαυτόν υπογραμμόν ίνα ακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν αυτού».

Αλλά ίσως, ίσως και κάποιοι απ’ αυτούς που τον θυμιάζουνε τώρα, να είναι από κείνους που λέγανε πως όσα έγραφε ο Παπαδιαμάντης ήτανε «όλως ευτελή και ταπεινά» και πως «το Ελληνικόν έθνος δεν είναι βυζαντινοί», θρησκόληπτοι. Ένας απ’ αυτούς έγραφε πως ο Παπαδιαμάντης «ζωγραφίζει μερικώς και μετριοφρόνως μεμονωμένος τινάς σκηνάς των ήθων και εθίμων νήσων και μιας τούτων κυρίως». Ένας άλλος έξυπνος έγραφε πως «ο Χριστιανισμός σακατεύει τη νοσταλγική ψυχή του». Κάποιος άλλος χρησμοδοτούσε πως «δεν ανήκει στους συγγραφείς εκείνους που οδηγούν την ψυχικήν ζωήν του έθνους». Ένας άλλος, Γέλης ονόματι, όνομα και πράγμα, έγραφε ενδελεχώς και εμπεριστατωμένος, πως η ζωή του Παπαδιαμάντη «συσταίνει ένανε που μαρτύρησε στη ζωή και μπορεί να αγιάση στον άλλον κόσμο, όμως δεν βαραίνει καθόλου στην πλάστιγγα που ζυγιάζεται ο τεχνίτης». Τέλος, ένας άλλος αλχημιστής της λογοτεχνίας, έγραφε πως διάβαζε τον Παπαδιαμάντη «βιάζοντας τον εαυτό του να μη θυμηθή την αισθητική σημασία της μορφής, της έκφρασης και της γλώσσας». Θέλεις μήλον έπαρε, θέλεις κυδώνιν; λάβε!.

Εμείς οι Έλληνες είμαστε ζόρικοι άνθρωποι: Ένα αληθινό πράγμα, συχνά το καταφραονούμε, κι από την άλλη μεριά ανεβάζουμε στα ουράνια κάποιες μεγαλόστομες «αισθητικές» και τα τέτοια, «κινηθώμενοι τα ώτα», «γαργαλώντας τ’ αυτιά μας», όπως έγραφε ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, που ξημεροβραδυαζόντανε ακούγοντας τα κοράκια της κούφιας της ρητορικής.

Αλλά «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Όλους αυτούς τους άλεσε κι άλλους πολλούς τέτοιους έξυπνους, θα τους αλέση ο μύλος του καιρού. Αυτός δεν λογαριάζει μήτε αισθητικές, μήτε παλληκαριές, μήτε αξιώματα και πατέντες, μήτε κάθε λογής συνωφρυωμένα κεφάλια.

Ωστόσο, αυτό το αχόρταγο και παμφάγο θηρίο, ο καιρός, παραμερίζει και δεν αγγίζει απάνω στον ταπεινό, στον αδύναμο και στον παραπεταμένον. Τα μωρά του κόσμου νικούνε τα σοφά και τα εξουθενωμένα, νικάνε τα περήφανα και τ’ ακατάδεχτα. Το μικρό και ταπεινό ζωΰφι, ο μηρμυκολέοντας ρίχνει κάτω τον ελέφαντα.

Μεγάλο μυστήριο! Όσο περνά ο καιρός, ολοένα ξεθωριάζουνε οι μεγάλοι άντρες κ’ οι λογής-λογής αποθεωμένοι. Πλην ο Παπαδιαμάντης γίνεται ολοένα πιο ζωντανός, πιο αληθινός, πιο αγαπημένος, πιο ζωογόνος μέσα στις ψυχές, ντυμένος στολήν αφθαρσίας. Γιατί είναι ένα κλαδί αμάραντο από το πολύκλωνο δέντρο της Ορθοδοξίας, που το φύτεψε ο Χριστός για να είναι χλωρό κι ανθισμένο στον αιώνα και που το πότισε ο απόστολος Παύλος που έλεγε: «Όταν ασθενώ, τότε δυνατός είμι». Και που σαν παρακάλεσε τον Χριστό, σαν αδύνατος άνθρωπος που ήτανε, να τον ξαλαφρώση λίγο από τα βάσανα που τραβούσε, Εκείνος τ’ αποκρίθηκε: «Σου φτάνει η χάρη μου. Γιατί η δική μου η δύναμη, με την αδυναμία τη δική σου φανερώνεται». «Η γαρ δύναμίς μου εν ασθένεια τελειούται».

Ο Παπαδιαμάντης είναι η Ελλάδα κι η Ορθοδοξία, που η δύναμή της πληθαίνει με τη φτώχεια, με την αγωνία, με τα μαρτύρια.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το