#pouzoumerefile

Γιατί ζούμε κι εμείς εδώ ρε φίλε!

Σε μια πρόσφατη επίσκεψη μας στην πανέμορφη Μακρινίτσα, εκεί που απολαμβάναμε ανέμελοι τον καφέ μας και την μοναδική θέα που προσφέρει η τοποθεσία της προς τον Παγασητικό και τον Βόλο, σε κεντρικότατο μαγαζί το οποίο και δεν θα κατονομάσω, προς το παρόν, από επαγγελματική “λεπτότητα”, σταθήκαμε μάρτυρες της αδικαιολόγητης και βάναυσης συμπεριφοράς του “μαγαζάτορα” προς ένα άμοιρο αδέσποτο σκύλο.
Αν και στο μαγαζί υπήρχαν κι άλλες παρέες ήμασταν οι μόνοι που διαμαρτυρήθηκαν έντονα για το γεγονός. Οι υπόλοιποι δεν ενοχλήθηκαν ή απλά θεώρησαν “ευκολότερο”, για να μην “μπλέξουν”, να προσποιούνται πως θαυμάζουν την προαναφερόμενη θέα…
Ο “μαγαζάγορας”, (δεν τον λέω “επαγγελματία” γιατί κάθε τι άλλο παρά τέτοιος είναι), στην αρχή θορυβήθηκε με την αντίδραση μας κι έπειτα άρχισε τις ηλίθιες “δικαιολογίες” του στυλ : “γέμισε ο τόπος”, “κι εσάς τι σας νοιάζει, δικό σας είναι;” “εδώ πεθαίνουν παιδιά κι εσείς ασχολείστε με σκυλιά”, “ζούνε οικογένειες απ’ αυτό το μαγαζί” κι άλλα τέτοια ηλίθια, αυτοαναιρούμενα “επιχειρήματα” πριν “εξαφανιστεί κάπου” μέχρι να του αδειάσουμε τελικά την γωνιά.
Η “λύση” σε όλα τα προβλήματα που ανέφερε στο παραλήρημα του, η πανάκεια που θα διορθώσει την πάγια αδιαφορία των δημοτικών αρχών για το θέμα, την χρόνια αναδουλειά του, την άδικη υπερφορολόγηση του και που θα επαναφέρει στην ζωή τα “παιδάκια που πεθαίνουν”,  βρίσκεται δίπλα στην είσοδο του μαγαζιού του. Είναι μια μακριά, λεπτή μαγγούρα, ένα “μαγικό ραβδί” με το οποίο, απ’ ότι μάθαμε, βγαίνει σε τακτά χρονικά διαστήματα και χτυπάει, σαν άλλος Δoν Κιχώτης, αντί για ανεμόμυλους όποιο άτυχο αδέσποτο βρεθεί στον “δρόμο του” ή στην “πλατεία του”.
Κι όλα αυτά όπως σας είπα σε κεντρικότατο και πολυσύχναστο σημείο ενός τουριστικού προορισμού! Αναρωτιέμαι πόσο μας έχει ζημιώσει σε μελλοντικούς επισκέπτες και αρνητική προβολή ο εν λόγω “τσομπάνης” με την ανοχή των υπαλλήλων, των συναδέρφων και της τοπικής κοινωνίας που προτιμά να σιωπά…
Το άτυχο ζώο δεν έχει δική του φωνή για να σου πει την ιστορία του κι έτσι ανέλαβα, ποιητική αδεία, να το κάνω εγώ…
Ζητώ συγνώμη προκαταβολικά από τους αναγνώστες για το κάπως μελοδραματικό της γραφής… υποσχέθηκα στον σκύλο να σας τα μεταφέρω “αυτούσια”, όπως μου τα “υπαγόρευσε” σε μια ματιά του.
Το ύφος είναι “δικαιολογημένο”, αν αναλογιστεί κανείς πως, σύμφωνα με τον κοινό τρόπο υπολογισμού του ισοδύναμου της “ανθρώπινης ηλικίας” ενός σκύλου, ένας χρόνος ζωής τους ισοδυναμεί με επτά δικά μας, αλλά συχνά αποσιωπείται το γεγονός πως ο σκύλος διατηρεί για πάντα την παιδική αθωότητα ενός επτάχρονου. Έτσι δρά, έτσι αγαπά κι έτσι σκέφτεται…
“Μη με ρωτάς πως έφτασα σε αυτό το σημείο…
Το φιλοσοφώ συχνά μ’ ακόμη δεν έχω καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Μια συμπαντική συνωμοσία εναντίον μου ίσως, ένας ανισόρροπος συνδυασμός ατυχίας και “τυχαίου”, κάποιο κακό κάρμα μιας προηγούμενης ζωής μου, μια πόρτα κάποιου αυτοκινήτου που έκλεισε με ορμή, όταν ήμουν ακόμη μικρός, κι απομακρύνθηκε με ταχύτητα, δίχως δεύτερο βλέμμα στον καθρέπτη… έτρεξα πίσω του γαβγίζοντας την αδικία μα δεν μ’ άκουσε κανείς.
Δεν θυμάμαι, παρά μόνο σαν σκιές, ποιοι ακριβώς ήταν οι “γονείς μου”, ένα όμως είναι βέβαιο, μετά από τόσο καιρό: με παράτησαν.
Είμαι, τώρα πια, αυτό που λέτε εσείς, ένα αδέσποτο, ένα μπάσταρδο, ένα ημίαιμο, κάποιο ακόμη ανώνυμο κοπρόσκυλο, ένας σάκος του μποξ… πάνω μου μπορείτε ελεύθερα να εκτονώσετε τις αδικίες που μοιράζει η μοίρα στην δική σας ζωή…
Όταν βλέπω το κουρασμένο είδωλο μου στις λακκούβες όπου πίνω το νερό μου σκέφτομαι πως θα με λέγαν… αν είχα κάποιο όνομα.
Ένας ηλικιωμένος σκύλος μου εξήγησε κάποτε πως το “όνομα” στο δίνει κάποιος κι εγώ δεν έχω κάποιον σαν κι εσάς να μου το δώσει…
Κάθε φορά που ακούω ανθρώπους να καλούν δισύλλαβα, σαν κι αυτά που συνηθίζεται να δίνεται στους τετράποδους συντρόφους σας, γυρίζω με λαχτάρα… μήπως με λένε “Παμπλο”, “Σούνα”, “Tiger” ή “Μπάμπι” άλλα είναι πάντα κάποιος άλλος, τυχερότερος, που τρέχει στο άκουσμα του.
Με θλίβει, πάνω απ’όλα, αυτό… το ότι δεν έχω όνομα, γιατί το όνομα είναι “ταυτότητα” κι αν την έχεις σημαίνει πως υπήρξες, πως είχες, κάπου-για κάποιον, σημασία… και θέλω, τόσο μα τόσο, μια φορά να “σημαίνω” κάτι… Το θέλω περισσότερο κι από εκείνο το ζουμερό φιλέτο που βλέπω στα όνειρα που κάνω νηστικός”
Ίσως να με λένε “Πείνα” ή “Δίψα”…
Κάποιες φορές σκέφτομαι πως εσείς οι άνθρωποι πρέπει να ζήσετε έστω και μια φορά την έννοια της πείνας και της δίψας, έτσι ώστε να έχουμε τουλάχιστον μια κοινή βάση συνεννόησης, έτσι ώστε να αλληλοκατανοούμαστε όταν σε κοιτώ στα μάτια.
Εκλιπαρώ για φαγητό, “αυτό είναι όλο”.
Αλλά Αυτό Δεν “Είναι Όλο” κι αυτό ακριβώς είναι το θέμα.
Ο πιο “πιστός φίλος” ενός αδέσποτου σαν κι εμένα είναι η πείνα ενώ το μόνο που θέλω είναι να μοιραστώ την μοναξιά μου μαζί σου, να γίνω ο πιστότερος σου φίλος κι ας είναι να πεινάσουμε μαζί. Βλέπω τόσους από εσάς, μόνους σαν εμένα κι ας είστε κι εσείς ανάμεσα σε αγέλες…
Ίσως θα μπορούσαμε να γίνουμε φίλοι, ίσως θα μπορούσα να έρθω και να καθίσω εδώ, κοντά σου, δίπλα σου, για λίγο έστω, μέχρι να φύγεις και να με ξεχάσεις…
Δεν το είδα να έρχεται… Πως θα μπορούσα άλλωστε, ήρθε από την δεξιά πλευρά μου κι από εκεί έχω χάσει την όραση μου από παλιότερο χτύπημα. Άκουσα βέβαια τον γνωστό σφυριχτό θόρυβο που κάνει το ξύλο καθώς διασχίζει τον αέρα αλλά δεν πρόλαβα να το αποφύγω. Με πέτυχε ανάμεσα στην πλάτη και στα πλευρά.
Έφυγα τρέχοντας κι άφησα ένα κλάμα. Δεν ήταν ο πόνος, αυτόν τον έχω συνηθίσει, αλλά πάντα με εκπλήσσει ο τρόπος με τον οποίο τον προξενείτε χωρίς λόγο κι αιτία, απλά έτσι, επειδή “μπορείτε”.
Τρέχω και κουρνιάζω κάπου μακριά… Είμαι τόσο θυμωμένος με τον εαυτό μου. Με την αφέλεια μου που επιμένει να θρέφει αυταπάτες… Πως θα μπορούσε ποτέ κανείς να νοιαστεί για κάποιον σαν κι εσένα, δεν έχεις τίποτε να δώσεις πίσω, μόνο τρίχες, σάλια, ακαθαρσίες και παντοτινή, άνευ όρων αγάπη…
Γλύφω το χτύπημα… είμαι τόσο κουρασμένος, κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι πως μια μέρα θα βρω κι εγώ τον άνθρωπο μου… πως μια μέρα θα έχω κι εγώ ένα όνομα και κάποια σημασία, ρε φίλε”.
Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το