Άρθρα

Η « επ΄αυτοφώρω » φίμωση του Τύπου

του Μιχάλη Μιτζικού*

Το 1874, ο Χαρίλαος Τρικούπης δημοσιεύει το ιστορικό άρθρο « Τις πταίει ; » με το οποίο ζητούσε τον σεβασμό από το Στέμμα της Αρχής της Δεδηλωμένης. Με την « αυτόφωρη διαδικασία » ο Τρικούπης συλλαμβάνεται και προφυλακίζεται. Αυτά τον 19ο αιώνα.

Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, 143 χρόνια μετά τη σύλληψη του Τρικούπη, αναζητούνται με την αυτόφωρη διαδικασία, συλλαμβάνονται και οδηγούνται με χειροπέδες σε αστυνομικά τμήματα και δικαστήρια, δημοσιογράφοι εναντίον των οποίων στρέφονται μηνύσεις (εγκλήσεις) από δημόσια, και κυρίως πολιτικά πρόσωπα.

Το Σύνταγμά μας, μέχρι την αναθεώρηση του 2001, χαρακτήριζε τα αδικήματα του Τύπου ως αυτόφωρα. Μετά το 2001, πλέον δεν ορίζει ούτε τον αυτόφωρο ούτε τον μη αυτόφωρο χαρακτήρα των αδικημάτων του Τύπου, αλλά το άφησε στην κρίση του νομοθέτη.

Φωτεινή εξαίρεση το Σύνταγμα του 1927, ένα από τα πιο φιλελεύθερα Συντάγματα που γνώρισε η Χώρα μας, για το οποίο « τα αδικήματα του τύπου δεν θεωρούνται ως επ΄αυτοφώρω» (άρθρο 16).

Μέχρι σήμερα η Ελληνική Βουλή έχει αφήσει χωρίς αλλαγές τη διάταξη του Κώδ. Ποιν. Δικ., σύμφωνα με την οποία « τα εγκλήματα που τελούνται διά του τύπου θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα » (άρθρο 242 § 3). Αδικήματα τα οποία τελούνται διά του τύπου, είναι τα εγκλήματα κατά της τιμής και ειδικότερα η εξύβριση, η δυσφήμιση και η συκοφαντική δυσφήμιση (άρθρα 361, 362, 363 ΠΚ).

Το αυτόφωρο ως Δικαïκός Μεσαίωνας ;

Πέραν του σοβαρού ζητήματος της αποστέρησης θεμελιωδών εγγυήσεων διά του ακρωτηριασμού του σταδίου της προδικασίας για τον πολίτη στα επ΄ αυτοφώρω συλλαμβανόμενα εγκλήματα, τίθεται το ερώτημα της συμβατότητας της αυτόφωρης διαδικασίας με την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του Τύπου (άρθρο 14 Συντάγματος) ιδίως όταν υποβάλλεται έγκληση κατά δημοσιογράφων από πολιτικά πρόσωπα και ενεργοποιείται η διαδικασία του αυτοφώρου (έργο-καθήκον-υποχρέωση των αστυνομικών για σύλληψη και προσαγωγή).

Κατά πολλούς, το αυτόφωρο είναι Δικαïκός Μεσαίωνας για την ελληνική έννομη τάξη.

Με το άρθρο 14 Συντάγματος, ο νομοθέτης προσπάθησε να αναχαιτίσει κάθε προσπάθειας χειραγώγησης του Τύπου μέσω των κρατικών παρεμβάσεων, για να μπορούν οι ασκούντες το επάγγελμα του δημοσιογράφου να αποκαλύπτουν σκάνδαλα και κρούσματα διαφθοράς, που αφορούν τους δημόσιους λειτουργούς, χωρίς να υφίστανται κυρώσεις.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμισης (άρθρα 361 και 362 ΠΚ) αίρεται όταν οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Το δικαιολογημένο ενδιαφέρον πηγάζει από την προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 14), την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, βλ. άρθρο 10) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (άρθρο 19) ελευθερία έκφρασης και την κοινωνική αποστολή του Τύπου. Κατά το άρθρο 10 ΕΣΔΑ, ο Τύπος έχει καθήκον να ενημερώνει το κοινό για υποθέσεις και θέματα γενικού ενδιαφέροντος (δικαίωμα του πληροφορείν), αντιστοίχως δε το κοινό έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για τα θέματα αυτά (δικαίωμα του πληροφορείσθαι).

Ο Τύπος ως « άγρυπνος φρουρός » της Δημοκρατίας

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) έχει ορίσει ότι σε μία δημοκρατική κοινωνία ο Τύπος παίζει και τον ρόλο του «άγρυπνου φρουρού» [public watchdog], ελέγχοντας την πολιτική και οικονομική εξουσία.

Με βάση τη νομολογία του ΕΔΑΔ έχει κριθεί ότι προστατεύονται από την ελευθερία του λόγου οξύτατοι χαρακτηρισμοί για δημόσια πρόσωπα.

Ενδεικτικά έχουν κριθεί θεμιτοί χαρακτηρισμοί όπως «ηλίθιος» ( Oberschlick κατά Αυστρίας, 1997), «φασίστας» (Bodrozic κατά Σερβίας, 2009), «καραγκιόζης» (Kατράμη κατά Ελλάδος, 2007), «ψυχοπαθείς ψευτοπατριώτες» (Λιοναράκης κατά Ελλάδος, 2007).

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εκτιμά́ ότι μία ποινή́ φυλακίσεως η οποία επιβάλλεται για αδίκημα το οποίο ετελέσθη στον τομέα του Τύπου, είναι συμβατή́ με την ελευθερία της δημοσιογραφικής εκφράσεως, την οποία εγγυάται το άρθρο 10 της Συμβάσεως, μόνον υπό́ εξαιρετικές περιστάσεις και ειδικότερα όταν έχουν βάναυσα θιγεί́ άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως, π.χ., στην περίπτωση λόγου ο οποίος προωθεί́ το μίσος ή τη βία (Sürek και Özdemir κατά́ της Τουρκίας, 1999).

Θεωρούμε ότι η αυτόφωρη διαδικασία στην ελληνική νομοθεσία αποτελεί κατασταλτικό μέτρο ικανό να αποθαρρύνει τον Τύπο από́ το να συμμετέχει στη συζήτηση ζητημάτων τα οποία παρουσιάζουν θεμιτό́ γενικό́ ενδιαφέρον και ότι ο δικονομικός καταναγκασμός της αυτόφωρης διαδικασίας συνιστά, στο πλαίσιο των άρθρων 10 ΕΣΑΔ και 14 Συντάγματος, μέτρο ικανό να λειτουργεί αποτρεπτικά́ κατά́ της ελευθερίας του Τύπου και εν γένει της εκφράσεως.

Η επ΄ αυτοφώρω σύλληψη συνιστά de facto οιονεί αποδεικτό στοιχείο του υποτιθέμενου αδικήματος και διασύρει και στιγματίζει τον πολίτη και αν ληφθεί υπ΄ όψιν η επικοινωνιακή τακτική της εποχή μας, το αυτόφωρο μπορεί να « τύχει» μεγαλύτερης προβολής και δημοσιότητας απ΄ ότι το κακούργημα.

Δεν νοείται το Σύνταγμα του 1927 να προστατεύει τον Τύπο και την ελευθερία της δημοσιογραφικής εκφράσεως εξαιρώντας τα αδικήματα δια του Τύπου από την αυτόφωρη διαδικασία και εν έτει 2017 η ελληνική νομοθεσία να προβλέπει ακόμη δικονομικά φίμωτρα στην ελευθερία την Τύπου.

Η τήρηση του Συντάγματος (άρθρο 5A και 14) αλλά και της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (άρθρο 10) αλλά γενικότερα το δικαιοπολιτικό καθεστώς της χώρας επιτάσσει άμεση νομοθετική ρύθμιση δηλ. ρητή διάταξη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η οποία θα ορίζει τη μη εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας για τα « αδικήματα δια του Τύπου».

Και τούτο μέχρι την ολοκληρωτική και καθολική απαλοιφή της αυτόφωρης διαδικασίας από την ελληνική έννομη τάξη.

*Επικεφαλής «Δύναμης Βόλου», Πολιτευτής της ΝΔ, Μέλος του Τομέα Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Νέας Δημοκρατίας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το